Παράθυρο logo
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: «Με φωτοστέφανο τις πρώτες συννεφιές»
Δημοσιεύθηκε 19.09.2016 10:10
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: «Με φωτοστέφανο τις πρώτες συννεφιές»

Κείμενο | Φωτογραφίες: Δένα Αναξαγόρου-Τουμαζή | Δημοσιεύθηκε στο «Π» τον Σεπτέμβριο 2016

Γυρίσαμε στο φθινόπωρο, πρώτες μέρες Σεπτεμβρίου και η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ αφήνει την Αίγινα, τον παράδεισό της, όπως τον αποκαλεί, και επιστρέφει στην Αθήνα, εκεί όπου την πρωτογνώρισα στο μικρό και λιτό διαμέρισμά της, στη Νεάπολη (Εξαρχείων).

Στα Εξάρχεια γεννήθηκε και εκεί επέλεξε να επιστρέψει χρόνια αργότερα, νοικιάζοντας αυτό το διαμερισματάκι που πληρώνει με τη σύνταξη των πεντακοσίων ευρώ. Το χρήμα ποτέ δεν το αγάπησε και μίσησε όσο δεν πάει την κατανάλωση. Εκεί αποδέχτηκα σαν θείο δώρο και την πρόσκλησή της, το Κόκκινο Σπίτι, των παιδικών της χρόνων στην Αίγινα το καλοκαίρι. «Μισώ τις κοσμικότητες» μου είπε, «αλλά αγαπώ τις παρέες. Ωραία θα περάσουμε στην Αίγινα». Εδώ συνεχίζει μέχρι σήμερα να περνά όλα της τα καλοκαίρια, μια εποχή άρρηκτα συνδεδεμένη με τα παιδικά της χρόνια.
Είναι 19 Ιουλίου όταν το ταξί με αφήνει έξω από το Κόκκινο Σπίτι. Σπρώχνω την πράσινη πόρτα του φράχτη και βρίσκομαι στο κτήμα με τις φιστικιές, στον κήπο όπου μικρό κοριτσάκι η Κατερίνα κατέβαινε κάθε πρωί και έσερνε τη νυχτικιά της στα χόρτα.

6-synentefxi6

«Γράφει όταν έρθει ένα έναυσμα, από μια μυρωδιά, μια εικόνα, μια θύμηση και ξαφνικά το δωμάτιο και το πιο ταπεινό αντικείμενο αποκτούν άλλη διάσταση».


«Ο κήπος μου φαινότανε απέραντη εξουσία», μας λέει στο ποίημά της «Αίγινα Ι».
Αρχόντισσα και ρήγαινα μου φαίνεται κι εμένα στο σπίτι αυτό, όπου στεγάστηκε η οικογένεια Αγγελάκη, γιαγιά, παππούς, θείοι και θείες, σαν έφυγαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Στη μεγάλη αυτή καταστροφή, άλλωστε, οφείλει τον παράδεισό της. Ο πατέρας της είχε πιάσει το κτήμα με το σπίτι για να στεγάσει όλη την οικογένεια. Κτίσμα του 1850-80, με εμφανή την ανάγκη συντήρησης, αλλά ν’ αστράφτει από καθαριότητα, φροντίδα και φρεσκάδα χάρη στη Ρομίνα, τη νεαρή βοηθό της Κατερίνας. Εδώ βαφτίστηκε η ποιήτρια, με νονό τον στενό φίλο του πατέρας της Νίκο Καζαντζάκη, που σημάδεψε την πορεία της. Αυτός έστειλε στο περιοδικό «Καινούργια Εποχή» το ποίημά της «Μοναξιά» που έγραψε σε ηλικία μόλις 17 χρονών. Ένα ποίημα προφητικό, ώριμο, που θα μπορούσε να είχε γραφτεί και σήμερα, στα 77 της χρόνια, μετά από μια ζωή γεμάτη αναγνώσεις, μεταφράσεις, εμπειρίες και ποίηση. Πώς το ήξερε τότε, ένα ζωηρό κορίτσι στην εφηβεία του, πώς είναι και πώς θα ήταν η μοναξιά που βιώνει σήμερα και ειδικά από τότε που έχασε τον σύντροφό της, τον Ρόντνεϊ Ρουκ. Δεν περνά μέρα που να μην τον σκεφτεί και κάθε τόσο τον αναφέρει στις κουβέντες της.

Παράθυρα και εξώπορτα ορθάνοιχτα. Τη φωνάζω και μου λέει «Ανέβα επάνω, σε περίμενα». Ανεβαίνω την ξύλινη σκάλα που οδηγεί στο δωμάτιό της όπου τη βρίσκω χαμογελαστή καθισμένη στο γραφείο της, μπροστά από ένα παράθυρο «κι όλο καταβροχθίζει ουρανό». Στο βάθος διακρίνεται η θάλασσα. Η Ρομίνα φτιάχνει φραπέ και κρύο τσάι για την Κατερίνα, η οποία περνά τις ώρες της κάνοντας μεταφράσεις ή γράφοντας τους πεζούς, διπρόσωπους μονολόγους της, όπως τους ονομάζει. Κάτι σαν θεατρικό με δύο πρόσωπα, τις δύο πλευρές του εαυτού μας που συνδιαλέγονται. Το ένα λέγεται «Εγώ» και το άλλο «Και εγώ».

6-synentefxi5

Η θέα από το γραφείο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, από το παράθυρο που «όλο καταβροχθίζει ουρανό».


Ποίηση, όπως όλοι οι αναγνώστες της γνωρίζουν, δεν έγραψε ποτέ συστηματικά ή κατά παραγγελία. Γράφει όταν έρθει ένα έναυσμα, από μια μυρωδιά, μια εικόνα, μια θύμηση και ξαφνικά το δωμάτιο και το πιο ταπεινό αντικείμενο αποκτούν άλλη διάσταση. Η έμπνευση καθοδηγεί την πένα της. Γράφει πάντα στο χέρι, μέχρι που ως διά μαγείας, χωρίς να ξέρει κι η ίδια καλά-καλά πώς, μπαίνει από μόνη της η τελεία στο ποίημα. Μιλάμε για γαλλική και αγγλική λογοτεχνία, για Έλληνες ποιητές και λογοτέχνες που αγαπά και θαυμάζει.

Με την απλότητα και αμεσότητά της ξεχνιέμαι πως έχω μπροστά μου μια από τις σπουδαιότερες, αν όχι τη σπουδαιότερη μας σύγχρονη ποιήτρια. Πιανόμαστε με διάφορα καθημερινά, όπως τις σπουδές των κορών μου, τις φιστικιές στο κτήμα της, με ελάχιστους καρπούς. Δεν θα δώσουν καλή σοδειά αυτό το φθινόπωρο. Μιλάμε για την τρομοκρατία που ταλανίζει τον κόσμο, το πραξικόπημα στην Τουρκία. Για την οικονομική και πολιτική κατάσταση σε Ελλάδα και Κύπρο, η οποία παραμένει μοιρασμένη και που ελπίζει να επισκεφθεί το φθινόπωρο.

6-synentefxi4

Στο λεγόμενο Κόκκινο Σπίτι, στην Αίγινα, στεγάστηκε η οικογένεια Αγγελάκη, γιαγιά, παππούς, θείοι και θείες, όταν έφυγαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.


«Σουρούπωνε, μύριζε ρετσίνι κι ο ουρανός». Στο μικρό σπιτάκι στην αυλή φιλοξενεί τον Λουί, έναν παλιό φίλο από την Ελβετία που γνωρίστηκαν την πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο και είναι φίλοι για πενήντα χρόνια. Απόψε θα μας μαγειρέψει αυτός. Spaghetti al peperoncino και ένα λαχταριστό επιδόρπιο με μπανάνες. Ανοίγουμε κρασί μα η Κατερίνα βάζει χυμό στο ποτήρι της. Έκοψε το ποτό πριν από τρία χρόνια και ούτε σταγόνα πια, μας λέει. Δεν χρειάζεται ποτό όμως για να 'ρθει στο κέφι. Η κουζίνα σείεται από το γάργαρο γέλιο της καθώς μιλάμε για χίλια δύο πράγματα. Ο Λουί, λάτρης της αρχαίας Ελλάδας και καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής μέχρι και τη σύνταξή του, θυμάται την πρώτη μέρα στο πανεπιστήμιο στη Λωζάνη. Σε μια αίθουσα όπου είχαν συνάντηση γνωριμίας οι πρωτοετείς φοιτητές και όπου επικρατούσε νεκρική σιγή. Τότε άκουσε στην άλλη άκρη της αίθουσας ένα τρανταχτό γέλιο, είδε κίνηση και χειρονομίες χαράς. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί και είδε μια νεαρή Ελληνίδα να μιλά και όλοι γύρω της να γελούν και να χαίρονται. Της συστήθηκε και έγιναν φίλοι για μια ζωή. Αυτή είναι η Κατερίνα που γνώρισα από κοντά και που αγάπησα, πρώτα σαν ποιήτρια και έπειτα σαν άνθρωπο. Που δεν την συνεπήρε ποτέ η δόξα, η ματαιοδοξία των βραβείων ή η δημοσιότητα. Που έζησε και που ζει με αξιοπρέπεια τη «Μοναξιά» της, την οποία ύμνησε εξίσου όπως τον έρωτα και τη ζωή. Δεν παραπονιέται, δεν μεμψιμοιρεί. Μπορεί να πλήρωσε ακριβά το εισιτήριό της στη ζωή με τον σταφυλόκοκκο και την αναπηρία της. Όλα τ’ άλλα ήρθαν «τζάμπα» λέει. Οι τέλειοι γονείς, ο τέλειος σύζυγος. Μετά από το δείπνο και προτού βγούμε έξω να δούμε το ολόγιομο φεγγάρι του Ιουλίου, πέφτουμε όλοι με τα μούτρα στο παγωτό. Στο Κόκκινο Σπίτι και με τη συντροφιά της, όλες μας οι αισθήσεις λειτουργούν κι αυτές σαν πανσέληνος. Έξω ακούμε τα τριζόνια, μυρίζει γιασεμί και ελληνικό καλοκαίρι. Της ζητάω αν θέλει να γράψει μια σκέψη ή έστω μια λέξη για να μπει στο καλοκαιρινό αφιέρωμα που ετοιμάζει το Παράθυρο του «Πολίτη». Μας έγραψε πως «Το καλοκαίρι είναι της φύσης το πιο σύντομο όνειρο/ πως θα κρατήσει σαν τα νιάτα για πάντα». Ύμνος στο καλοκαίρι, τον έρωτα και τη ζωή η ποίησή της κι ας γνώρισε όσο λίγοι τη «Μοναξιά» και την «Ανορεξία της ύπαρξης». Πόσο αγαπήσαμε κι εμείς αυτή την ποιήτρια, αιώνια έφηβο, τις φανταστικές της χώρες, όπως τη Λυπιού, και το δροσερό γέλιο της. Η Κατερίνα, «τζιτζίκα» του καλοκαιριού στην Αίγινα, φόρεσε ξανά τη χειμωνιάτικη φύση της στην Αθήνα. Μα μόνο έως το άλλο καλοκαίρι…

6-synentefxi2