Ο κόπος και η προσπάθεια ετών της δρος Νικολέττας Δημητρίου με τις προκλήσεις της καταγραφής ενός άυλου πολιτιστικού πλούτου, κατέκτησε μια θέση στη βραχεία λίστα των Europa Nostra 2025, αναδεικνύοντας την ιστορία μίας επαγγελματικής τάξης, αυτής του Κύπριου Βιολάρη. Η εθνομουσικολόγος μιλά για τους βιολάρηδες, την ιδέα όπως και για το δεύτερό της πρότζεκτ, το «Αρχείο Κυπριακής Μουσικής».
Στη βραχεία λίστα των βραβείων Ευρωπαϊκής Κληρονομιάς «Europa Nostra» 2025 και στην κατηγορία της έρευνας βρέθηκε «Ο Κύπριος Βιολάρης» [αλλιώς The Cypriot Fiddler]. Ένα ερευνητικό πρότζεκτ, της δρος Νικολέττας Δημητρίου, το οποίο αναδεικνύει τις ιστορίες Ε/Κ και Τ/Κ παραδοσιακών μουσικών της Κύπρου, μέσα από την εθνομουσικολογία, την προφορική και πολιτισμική ιστορία, όπως και την οπτική ανθρωπολογία.
Με αφορμή, λοιπόν, αυτή τη σημαντική αναγνώριση για τον άυλο πολιτιστικό πλούτο του νησιού αλλά και για το έργο που γίνεται μέσα από αυτό το εγχείρημα η εθνομουσικολόγος μιλά στο «Π» για τους βιολάρηδες, την ιδέα, τα Europa Nostra όπως και για το δεύτερό της πρότζεκτ, το «Αρχείο Κυπριακής Μουσικής».
Τι είναι αυτό που σε οδήγησε να ασχοληθείς με τους βιολάρηδες;
Το ενδιαφέρον μου για τους βιολάρηδες ξεκίνησε σε πολύ μικρή ηλικία, όταν άρχισα να συμμετέχω στο χορευτικό συγκρότημα του λαογραφικού ομίλου της κοινότητας όπου μεγάλωσα. Στις αρχές της δεκαετίας του '90, μέσα από μια σειρά τυχαίων γεγονότων (που περιγράφω στον πρόλογο του βιβλίου), από χορεύτρια βρέθηκα να είμαι τραγουδίστρια. Ως τραγουδίστρια είχα λοιπόν από μικρή ηλικία επαφή με παραδοσιακούς μουσικούς της παλιάς γενιάς. Το 2005, ως δευτεροετής διδακτορική φοιτήτρια εθνομουσικολογίας στο Λονδίνο, ήρθα στην Κύπρο για έναν χρόνο επιτόπιας έρευνας για τη διατριβή μου. Η έρευνά μου, τότε, περιλάμβανε εθνογραφικές συνεντεύξεις τόσο με νεαρότερους, όσο και με μεγαλύτερους σε ηλικία μουσικούς. Κάθε φορά που συναντούσα έναν μουσικό, ιδιαίτερα έναν ηλικιωμένο μουσικό, τον ρωτούσα πρώτα να μου πει μερικά λόγια για τη ζωή που είχε ζήσει ως μουσικός: το πώς έμαθε μουσική, το πότε εμφανίστηκε στη σκηνή για πρώτη φορά, το τι ρεπερτόριο έπαιζε κ.λπ. Οι ιστορίες τους ήταν συναρπαστικές, επειδή αποκάλυπταν πολλά περισσότερα από όσα θα μπορούσα να είχα φανταστεί. Αποκάλυπταν όχι μόνο τις δικές τους, προσωπικές ιστορίες, αλλά και την ιστορία μιας ολόκληρης επαγγελματικής τάξης, που είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Πήρα τότε μια νοερή σημείωση γι' αυτές τις ιστορίες, ενώ συνέχισα να τις ηχογραφώ και να τις οπτικογραφώ για το αρχείο μου. Το 2012 εκλέχθηκα σε μια θέση ερευνητικής εταίρου στους τομείς της εθνομουσικολογίας και των βιογραφικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, που μου επέτρεψε να πάω πίσω σ' αυτές τις ιστορίες και να ξεκινήσω αυτό που τελικά έγινε γνωστό ως «Ο Κύπριος Βιολάρης».
Το πρότζεκτ παρουσιάζεται σε τρεις εκδοχές: ντοκιμαντέρ, βιβλίο και ιστοσελίδα. Γιατί;
Η κάθε μορφή του πρότζεκτ λειτουργεί ανεξάρτητα, αλλά και ενισχυτικά προς τις άλλες. Το βιβλίο διατρέχουν δύο αφηγηματικά νήματα: το πρώτο περιλαμβάνει τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις των μουσικών -τις προσωπικές τους μαρτυρίες- δοσμένες στην κυπριακή ελληνική, ενώ το δεύτερο αποτελείται από σύντομες εκθέσεις γραμμένες από μένα σε τρίτο πρόσωπο στην κοινή ελληνική. Οι εκθέσεις αυτές καταπιάνονται με θέματα όπως η μαθητεία των βιολάρηδων, η κοινωνική τους θέση, το ρεπερτόριό τους κ.λπ. Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις προχωρούν χρονολογικά, από τον γηραιότερο μουσικό (γεννημένο το 1913) στον νεότερο (γεννημένο το 1951). Οι αναγνώστες «ακούνε» τις φωνές 19 συνολικά μουσικών, μέσα από 18 αφηγήσεις (δύο μουσικοί εμφανίζονται στην ίδια αφήγηση). Το βιβλίο είναι γραμμένο με τρόπο που επιτρέπει στα δύο αφηγηματικά νήματα να διαβάζονται (και) ανεξάρτητα. Ένας αναγνώστης μπορεί να διαβάσει μόνο (ή πρώτα) τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, ενώ κάποιος άλλος να διαβάσει μόνο (ή πρώτα) τις τριτοπρόσωπες εκθέσεις.
Το ντοκιμαντέρ (ελεύθερα προσβάσιμο στο διαδίκτυο) είναι σε μεγάλο βαθμό «DIY»: γυρισμένο, μονταρισμένο και επεξεργασμένο με μηδαμινούς πόρους, ως επί το πλείστον από ανθρώπους που ποτέ προηγουμένως δεν είχαν δουλέψει σε παραγωγή ντοκιμαντέρ, αλλά που ήθελαν να το φτιάξουν, βλέποντας τους μουσικούς αυτούς να λιγοστεύουν χρόνο με τον χρόνο. Σκοπός του ντοκιμαντέρ, ήταν να διαφυλάξει και να παρουσιάσει κάποιες από τις φωνές των βιολάρηδων, μαζί με τις ιδιαίτερες εκφράσεις, τις κινήσεις και τις χειρονομίες που χρησιμοποιούσαν όταν μιλούσαν για την τέχνη τους.
Η ιστοσελίδα αποτελεί μια καταγραφή ολόκληρου του ιστορικού του πρότζεκτ, μαζί με πολλές φωτογραφίες, λεπτομέρειες για τις εθνογραφικές συνεντεύξεις, καθώς και επιπλέον πληροφορίες για το ντοκιμαντέρ και το βιβλίο. Περιλαμβάνει επίσης μια λίστα με ερωταπαντήσεις, για εκπαιδευτικούς που πιθανόν να ήθελαν να χρησιμοποιήσουν κάποιο από το υλικό του Βιολάρη στη διδασκαλία τους.
Υπήρξαν διάφορες προκλήσεις κατά τη δημιουργία του πρότζεκτ. Μπορείς να μας πεις μερικές από αυτές;
Η μεγαλύτερη πρόκληση που είχε να αντιμετωπίσει το πρότζεκτ ήταν η χρόνια έλλειψη χρηματοδότησης. Από τη μία, η οικονομική κρίση του 2013 δεν είχε επιτρέψει τη στήριξη του έργου από τοπικούς φορείς στην Κύπρο όταν η έρευνα πρωτοξεκινούσε, ενώ, από την άλλη, η χρηματοδότηση που είχα λάβει από τη Βρετανία, όπου βρισκόταν τότε η ακαδημαϊκή μου βάση, ήταν μηδαμινή. Το 2015 μια διαδικτυακή καμπάνια χρηματοδότησης από μέλη του κοινού (μέσω της διαδικασίας του crowdfunding) βοήθησε στο να συνεχιστούν οι συνεντεύξεις και ηχογραφήσεις των μουσικών. Για δέκα περίπου χρόνια, που κράτησε η έρευνα και συλλογή του υλικού αλλά και η έκδοση του βιβλίου και η δημιουργία της ιστοσελίδας, η συνολική χρηματοδότηση του πρότζεκτ δεν ξεπέρασε τις δέκα χιλιάδες ευρώ.
Η άλλη μεγάλη πρόκληση του έργου -όπως και κάθε εθνογραφικού έργου που καταπιάνεται με μεγαλύτερης ηλικίας άτομα- ήταν η ίδια η φυσική κατάσταση των συμμετεχόντων: με κάθε ταξίδι μου στην Κύπρο οι μουσικοί που συναντούσα λιγόστευαν. Κάποιοι πέθαιναν, ενώ κάποιοι άλλοι, λόγω προχωρημένης ηλικίας ή ασθένειας, δεν μπορούσαν πια να παίξουν ή να μιλήσουν.
Πώς «μεταφράζεται», για σένα, η παρουσία του πρότζεκτ στη βραχεία λίστα των βραβείων Ευρωπαϊκής Κληρονομιάς Europa Nostra 2025; Είναι μία αναγνώριση του «Κύπριου Βιολάρη»;
Η παρουσία του πρότζεκτ στη βραχεία λίστα των βραβείων Europa Nostra είναι πρώτα-πρώτα μια αναγνώριση των «μικρών ιστοριών» των καθημερινών ανθρώπων ή, με άλλα λόγια, μια αναγνώριση της «ιστορίας από κάτω προς τα πάνω», όπως συχνά ορίζεται η προφορική ιστορία. Ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος, η παρουσία του «Κύπριου Βιολάρη» στη βραχεία λίστα αποτελεί ήδη μια νίκη: μια νίκη της υπομονής έναντι της βιασύνης (το πρότζεκτ, από την πρώτη ιδέα μέχρι το τέλος του, κράτησε σχεδόν είκοσι χρόνια), μια νίκη της επιμονής ανεξαρτήτως εμποδίων, οικονομικών ή άλλων, μια νίκη της πίστης στο εγγενές «καλό» ενός πρότζεκτ, μια νίκη του αργού και αναλογικού τρόπου ζωής, όπου το νεαρό άτομο, καθυποτάσσοντας το δικό του «εγώ», κάθεται ως μαθητευόμενο με τον/τη γηραιότερο/η και ακούει τα ίδια και τα ίδια, ξανά και ξανά, μέχρι να του γίνουν βίωμα. Το ότι οι ιστορίες αυτών των μουσικών, όπως τις αφηγούνται οι ίδιοι στο βιβλίο και το ντοκιμαντέρ, κατάφεραν να συναγωνιστούν με ερευνητικά προγράμματα εκατομμυρίων, είναι ήδη επιτυχία, και το καλύτερο μνημόσυνο σε όλους αυτούς που μοιράστηκαν τις ιστορίες τους μαζί μας.
Ποια είναι τα επόμενα βήματα για το έργο «Ο Κύπριος Βιολάρης»; Υπάρχουν σχέδια για περαιτέρω ανάπτυξη του πρότζεκτ;
Συνεχίζουμε πάντα να μαζεύουμε υλικό για τους παλιούς μουσικούς της Κύπρου, ιδιαιτέρως για όσους έζησαν και έδρασαν πριν από το 1974. Το βιβλίο έχει μεν εκδοθεί, αλλά ιστορίες παραδοσιακών μουσικών μπορούν ακόμα να παρουσιαστούν στις διάφορες σελίδες του «Κύπριου Βιολάρη» στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αλλά και μέσω του Αρχείου Κυπριακής Μουσικής.
Πέραν του πρότζεκτ με τους βιολάρηδες, έχεις ιδρύσει το Αρχείο Κυπριακής Μουσικής. Θες να μας πεις περισσότερα γι' αυτό;
Το Αρχείο Κυπριακής Μουσικής [ΑΚΜ] είναι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός, που ιδρύθηκε στη Λευκωσία το 2022. Σκοπός του είναι η δραστηριοποίηση στον χώρο του πολιτισμού, και ιδιαίτερα του παραδοσιακού πολιτισμού, με έμφαση την κυπριακή παραδοσιακή μουσική, τη λαϊκή ποίηση, τη λαογραφία, την τοπική ιστορία και την παράδοση γενικότερα. Οι δράσεις του ΑΚΜ εδράζονται σε τρεις βασικούς άξονες: (α) τη συλλογή, καταγραφή και προβολή αρχείων κυπριακής μουσικής (ήχου και εικόνας) και τη δημιουργία μιας ψηφιακής βιβλιοθήκης ανοιχτής πρόσβασης, (β) τη διοργάνωση και παρουσίαση σεμιναρίων, εργαστηρίων και διαλέξεων σε θέματα συναφή με τους στόχους του οργανισμού, και (γ) την ερμηνεία ή/και επανερμηνεία κυπριακής παραδοσιακής μουσικής και ποίησης, ιδιαιτέρως ειδών που δεν ακούγονται πια.
Ειδικά σε σχέση με τον πρώτο μας στόχο, δηλαδή τη συλλογή, καταγραφή και προβολή αρχείων κυπριακής μουσικής, προσπαθούμε να μαζέψουμε υλικό που βρίσκεται στα χέρια του κοινού (π.χ. παλιές κασέτες με ηχογραφήσεις μουσικής ή συνεντεύξεων για τη μουσική, φωτογραφίες μουσικών, παρτιτούρες κ.λπ.), το ψηφιοποιούμε χωρίς κανένα κόστος προς τους ιδιοκτήτες και το παρουσιάζουμε μέσω της ψηφιακής μας βιβλιοθήκης. Αν, λοιπόν, οι αναγνώστες/αναγνώστριές σας έχουν υπόψη τέτοιο υλικό και θα ήθελαν να το μοιραστούν μαζί μας, θα χαρούμε να τους/τις ακούσουμε!
[Περισσότερες πληροφορίες για το «Ο Κύπριος Βιολάρης», μπορείτε να βρείτε σε αυτό τον σύνδεσμο: https://thecypriotfiddler.com/, καθώς για το «Αρχείο Κυπριακής Μουσικής», στο https://cyprusmusicarchive.org/]
Φωτογραφία: Ανδρέας Σπύρου Βιολάρης, Κυρά Μόρφου. (c) Νικολέττα Δημητρίου, 2015.