Παράθυρο logo
(Br)other(s)
Δημοσιεύθηκε 16.09.2019 09:00
(Br)other(s)

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Γιάννας Αμερικάνου είναι τραγικά επίκαιρη: μιλά για ένα 17χρονο αγόρι που μεγαλώνει σε παιδική στέγη μέχρι που βγαίνει ο πατέρας του από τη φυλακή και πάει να ζήσει μαζί του. Εκείνος όμως θεωρεί ότι το αγόρι είναι ιδιοκτησία του 

Ξεκινάμε ανάποδα. Η προηγούμενη ταινία της Γιάννας Αμερικάνου έγινε το 2009 και είχε τίτλο «Νανούρισμα». Ήταν μια 15λεπτη μικρού μήκους ταινία για την Ινέσσα, που κλειδώνεται μέσα στην τουαλέτα του καμπαρέ όπου δουλεύει ζητώντας λίγα λεπτά ησυχίας για να καληνυχτίσει την κόρη της, που είναι στη Ρωσία. Μερικά λεπτά μετά, θα είναι θύμα βιασμού ή ξυλοδαρμού, από τον ιδιοκτήτη του καμπαρέ ή από τους πελάτες. Ή θα είναι αρκετά τυχερή για να επιστρέψει στη χώρα της ζωντανή.

Για αυτά τα 15 λεπτά σεναρίου η Γιάννα Αμερικάνου πέρασε χρόνο στα καμπαρέ, γνώρισε γυναίκες / κορίτσια που δουλεύουν / δούλευαν εκεί. Γνώρισε από κοντά τι θα πει «νύχτα» στην Κύπρο, τι θα πει σωματεμπορία και τι θα πει να υπάρχει μια κοινωνία που κάθε μέρα εθελοτυφλεί για τη νύχτα της.

 

Ιστορίες κάτω από το χαλί: Ξεκινώ να κάνω μια ταινία όχι για να αλλάξω τον κόσμο, αλλά με την ελπίδα ότι θα εμφανίσω κάποιες πτυχές της κοινωνίας μας που κάποιοι μπορεί να μην γνωρίζουν αλλά υπάρχουν και είναι πεταμένες κάτω από το χαλί

 

 

Δέκα χρόνια μετά, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Γιάννας Αμερικάνου είναι σχεδόν έτοιμη. Έχει τίτλο (Br)other(s) και εστιάζει σε ένα 17χρονο αγόρι, τον Δημήτρη, που μεγαλώνει σε μια παιδική στέγη μέχρι που βγαίνει ο πατέρας του από τη φυλακή και πάει να ζήσει μαζί του, θεωρώντας ότι θα βρει -επιτέλους- την οικογένεια που του έλειπε.

Η ιδέα για αυτή την ταινία μυθοπλασίας, που όμως είναι βασισμένη στη βιωματική εμπειρία της σεναριογράφου και σκηνοθέτιδας, ξεκίνησε όταν η ίδια επισκεπτόταν ως εθελόντρια μια παιδική στέγη.

«Θα πήγαινα μια φορά τον μήνα για έναν χρόνο, με σκοπό να χρησιμοποιούμε τον κινηματογράφο ως μορφή έκφρασης. Να κάνουμε εργαστήρια, να μιλάμε για το σινεμά. Κανένα παιδί δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτά. Τους ενδιέφερε μόνο να καθόμαστε να μιλούμε και να βλέπουμε ταινίες. Τελικά, πήγαινα εθελοντικά κάθε βδομάδα, για τρία χρόνια. Και μόνο λίγο πριν το τέλος αυτής της τριετίας σκέφτηκα ότι έπρεπε να γίνει κάτι με τις ιστορίες αυτών των παιδιών. Δεν είχα καθόλου στο μυαλό μου την ταινία προηγουμένως».

 



 

Η ταινία (Br)other(s) είναι μυθοπλαστική, πηγάζει ωστόσο από την τρίχρονη βιωματική εμπειρία της Γιάννας Αμερικάνου και κομμάτια ιστοριών συναποτελούν το στόρι της.

«Δεν κάνω αυτοβιογραφικές αλλά βιωματικές ταινίες. Καταπιάνομαι με τα κοινωνικά θέματα που υπάρχουν γύρω μας. Με είχε τραυματίσει, χάραξε την πορεία μου ως ανθρώπου το προσωπικό βίωμα που έζησα με τα αγόρια στη στέγη. Η ταινία, ωστόσο, δεν βασίζεται σε πραγματικούς χαρακτήρες, γιατί θέλησα να προστατέψω αυτά τα παιδιά. Βλέποντας το πώς εξελίσσεται η κοινωνία μας, μπορεί κάλλιστα κάποιος να φωτογραφίσει, να πει ότι η υπόθεση μοιάζει με την ιστορία κάποιου παιδιού, αλλά δεν έχει να κάνει. Είναι κομμάτια από διάφορες ιστορίες».

Η ανάγκη για οικογένεια

«Ο Δημήτρης αρπάζει την ευκαιρία να πάει να ζήσει με τον πατέρα του φεύγοντας από τη στέγη, με την ελπίδα ότι θα έχει μια οικογένεια», σημειώνει η σκηνοθέτιδα συνοψίζοντας την υπόθεση της ταινίας. «Γνωρίζοντας έναν άνθρωπο που είναι ο πατέρας του αλλά βασικά είναι ένας ξένος, ο Δημήτρης βιώνει αρκετές βίαιες καταστάσεις και φτάνει στο τέλος να συνειδητοποιήσει ότι αυτό το πράγμα δεν είναι δικό του και θέλει να ξεφύγει», εξηγεί και σχολιάζει: «Μέσα από την εμπειρία μου, και αυτό βγαίνει μέσα από την ταινία, αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχει η ανάγκη για οικογένεια για αυτά τα αγόρια. Και η οικογένεια έρχεται σε πολλές μορφές, γιατί, τι σημαίνει οικογένεια; Οικογένεια για κάποιον σημαίνει ασφάλεια, για άλλον σημαίνει στέγη, ένα σπίτι, αλλά για τα πιο πολλά παιδιά οικογένεια σημαίνει αγάπη».

Στην ταινία (Br)other(s) είναι εμφανής η απουσία της γυναίκας. «Υπάρχουν πέντε γυναικείες μορφές στην ταινία που είναι σιλουέτες. Δεν είναι πραγματικοί χαρακτήρες, δεν έχουν αναπτυχθεί ως τέτοιοι και εσκεμμένα συνέβη αυτό γιατί στις ζωές αυτών των αγοριών η γυναικεία παρουσία είναι σαν σιλουέτα».

Η επικαιρότητα της ιστορίας

«Το logline που έχουμε για την ταινία και που για μένα είναι πολύ σημαντικό είναι: ‘Ο σκύλος είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Ένα παιδί είναι ιδιοκτησία ενός πατέρα’. Μέσα από την ταινία βλέπουμε ότι ο πατέρας νιώθει πως ο Δημήτρης είναι ιδιοκτησία του. Είναι αρκετά επίκαιρη αυτή η ιστορία με το τι συμβαίνει γύρω μας το τελευταίο διάστημα» σχολιάζει η Γιάννα Αμερικάνου, η οποία συνεργάστηκε με σπουδαία ονόματα από την Κύπρο και την Ελλάδα για την υλοποίηση της ταινίας της.

«Ο Δημήτρης είναι στα 17. Είναι στο όριο που πρέπει να πάρει κάποιες αποφάσεις και επενδύει πολύ στην ιδέα του πατέρα. Αλλά ο πατέρας τον βλέπει σαν ιδιοκτησία. Όπως προσπαθεί να επιβληθεί και να ελέγξει τους σκύλους του, που τους έχει κλεισμένους μέσα σε κλουβιά, προσπαθεί να επιβληθεί και να ελέγξει και να κρατήσει σαν ιδιοκτησία τον Δημήτρη».

Τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν πέρσι το καλοκαίρι σε αγροτικές κυρίως περιοχές, στο Αβδελλερό, στο Δάλι και στη Λάρνακα. Χρειάστηκαν τρία χρόνια μέχρι την ολοκλήρωση του σεναρίου, ενώ είχαν περάσει ήδη δύο απ’ όταν έφυγε από τη στέγη η Γιάννα και μέχρι να ξεκινήσει τη συγγραφή. «Χρειάζεται η αποστασιοποίηση γιατί μετά το θέμα μπορεί να γίνει μελό ή πολύ συναισθηματικό. Θέλουμε μεν να είναι μυθοπλασία, αγγίζοντας όμως τα όρια της πραγματικότητας. Αν ήταν μια καθαρά αυτοβιογραφική ταινία, θα έπρεπε να είναι ντοκιμαντέρ. Ήθελα να ξεκινήσω να γράφω το σενάριο βασισμένη σε μια ανάμνηση, της οποίας όμως η γεύση ήταν ακόμη εκεί: το τι βίωσα, το πώς ένιωσα. Και το πώς ένιωσα ήταν βασικά το πώς ένιωθαν τα ίδια τα παιδιά».

Το μήνυμα

«Όλες οι ταινίες είναι χρήσιμες βάσει του τι έχει ο σκηνοθέτης να πει. Δεν θα μπεις σε μια διαδικασία να κάνεις κάτι τόσο δύσκολο και να μην έχεις να πεις κάτι. Η κάθε ταινία έχει ένα μήνυμα. Εγώ ξεκινώ να κάνω μια ταινία όχι για να αλλάξω τον κόσμο, ούτε για να αλλάξω την Κύπρο, δεν μπορώ να το κάνω μόνη μου. Ξεκινώ όμως να κάνω μια ταινία με την ελπίδα ότι θα περάσω κάποια μηνύματα και θα εμφανίσω κάποιες πτυχές της κοινωνίας μας τις οποίες κάποιοι μπορεί να μην γνωρίζουν. Οι οποίες υπάρχουν, είναι κάτω από το χαλί, πεταμένες, ξεχασμένες. Έχοντας γίνει μητέρα, συνειδητοποιώ ότι είναι το μέλλον μας αυτά τα παιδιά. Ζούμε σε μια τραυματισμένη χώρα. Όταν μεγαλώνουμε τραυματισμένα μωρά, ποιο είναι το μέλλον; Νιώθω πολύ έντονα το πόσο εύκολα μπορούμε να καταστρέψουμε αυτές τις ψυχές που είναι εύθραυστες.

Είδα πολύ πόνο, και ήθελα να μεταφέρω αυτό το πράγμα. Για μένα είναι πολύ πραγματική αυτή η ιστορία. Και ο καθένας ό,τι θέλει ας πιάσει. Ελπίζω ότι θα αφήσει κάτι στο κοινό. Στο μοντάζ βγαίνει το συναίσθημα που θα ήθελα και βγαίνει και η θετική πλευρά γιατί δεν ήθελα να τελειώσει με αρνητική διάθεση η ταινία. Υπάρχει ελπίδα για αυτά τα παιδιά, όσο κι αν τα ίδια νιώθουν πως δεν υπάρχει».

+ Τον ρόλο του Δημήτρη ερμηνεύει ο Δημήτρης Κίτσος και του πατέρα ο Αντρέας Κωνσταντίνου (Μικρά Αγγλία, Το Τελευταίο Σημείωμα). Μαζί τους ο Νικολάκης Ζεγκίνογλου, η Αντωνία Χαραλάμπους, η Άννα Γιαγκιόζη και πολλοί άλλοι. Το μοντάζ ανέλαβε ο μοντέρ Λάμπης Χαραλαμπίδης που δούλεψε πάνω στο μοντάζ της πιο πρόσφατης ταινίας του Κώστα Γαβρά «Ενήλικες στην αίθουσα».

Η ταινία είναι συμπαραγωγή Κύπρου - Ελλάδας και πέτυχε χρηματοδότηση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή Κινηματογράφου (ΣΕΚΙΝ) του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας Κύπρου, από το SEE Cinema Network και το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Την παραγωγή ανέλαβαν η ελληνική Viewmaster και η κυπριακή Filmblades.

Συνέντευξη στη Μερόπη Μωυσέως | Φωτογραφία Ελένη Παπαδοπούλου