Ένα 11χρονο κοριτσάκι, η Φούκι, παρακολουθεί από ένα βίντεο μικρά παιδιά που κλαίνε, ενώ, λίγο αργότερα, μόλις έχει ξαπλώσει και κοιμάται, ένα μυστηριώδες άτομο μπαίνει στο δωμάτιο και την πνίγει, στα πρώτα πλάνα της ταινίας, «Ρενουάρ» της Γιαπωνέζας Τσίε Χαγιακάβα («Plan 75»), που είδαμε σήμερα στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ των Καννών.
Στην κηδεία της που ακολουθεί ακούμε τη φωνή της νεκρής Φούκι να μας μιλάει για το πώς οι άλλοι αντιμετωπίζουν το θάνατο (όπως παλιότερα ο Γουίλιαμ Χόλντεν στην ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ, «Η λεωφόρος της Δύσεως»), ενώ στη συνέχεια παρακολουθούμε την ιστορία της Φούκι που θα οδηγήσει στον τραγικό της θάνατο. Σκηνή που εσκεμμένα δεν καθορίζεται αν είναι πραγματικότητα ή φαντασία.
Στα επόμενα πλάνα, σε προάστιο του Τόκιο, στη διάρκεια του ζεστού καλοκαιριού του 1987, παρακολουθούμε μια ζωντανή Φούκι (πολύ καλή στο ρόλο η πρωτοεμφανιζόμενη Γιούι Σουζούκι), ένα έξυπνο, ξεχωριστό για τη δουλειά του στο σχολείο, κορίτσι, επηρεασμένη από το τηλεοπτικό πρόγραμμα ενός υπνωτιστή, να αρχίζει να χρησιμοποιεί τις «υπερφυσικές» όπως πιστεύει δυνάμεις της μαζί με μια συμμαθήτρια της, αντιμετωπίζοντας παράλληλα και τον ετοιμοθάνατο από καρκίνο πατέρα της και το άγχος μιας μητέρας που προσπαθεί να αντιμετωπίσει όσο καλύτερα μπορεί την επικείμενη καταστροφή που θα προκαλέσει ο θάνατός του.
Η συμπεριφορά της Φούκι ανησυχεί τόσο τους γονείς όσο και τους δασκάλους της (παράδειγμα μια έκθεση της με το τίτλο «Θέλω να γίνω ορφανή» που η δασκάλα παρουσιάζει στη μητέρα), αντίθετα με την ίδια την 11χρονη Φούκι που το αντιμετωπίζει απλά σαν μια ακόμη έκθεση. Η Φούκο θα περάσει ένα καλοκαίρι γεμάτο καινούριες εμπειρίες, από τη συνάντησή της με ένα παιδόφιλο που γνωρίζει μέσω τηλεφωνικών επαφών στο ίντερνετ (με τη Χαγιακάβα να τονίζει τη μοναξιά και την αποξένωση της κοινωνίας), τις αποκαλύψεις ενός νεκρού συζύγου που κρατούσε βιντεοσκοπήσεις παιδιών που κλαίνε, χωρίς να ξεχνάμε το θάνατο του πατέρα της, εμπειρίες που θα συμβάλουν στην ενηλικίωσή της, αν και είναι στιγμές που διερωτάσαι αν ήδη το 11χρονο αυτό κορίτσι είναι πιο ώριμο από τα ώριμα πρόσωπα γύρω της.
Η Χαγιακάβα συνδυάζει το πραγματικό με τη φαντασία (όπως στη σκηνή που υπνωτίζει την πενθούσα γειτόνισσα του πάνω ορόφου), με ενδιάμεσες σκηνές σε μια φύση συγγενική μ’ εκείνη του ζωγράφου Ρενουάρ, που δίνει και τον τίτλο στην ταινία, για να δημιουργήσει τον περίπλοκο, τεμαχισμένο κόσμο στον οποίο ζει η νεαρή ηρωίδα του, εξετάζοντας ταυτόχρονα θέματα όπως η μοναξιά και η θλίψη.
Με τη θυελλώδη σεξουαλική σχέση ενός πανκ-ροκ ζευγαριού και την μετά τον τοκετό κατάθλιψη της γυναίκας καταπιάνεται στην πέμπτη της (τρίτη που συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα) ταινία της, Die, My Love, η Σκωτσέζα σκηνοθέτρια Λιν Ράμσεϊ. Η Γκρέις, έχοντας, με ένα νεογέννητο παιδί και τον άντρα της, Τζάκσον, εγκατασταθεί σε μια απομονωμένη περιοχή της Μοντάνα, πέρα από την κατάθλιψή της, αισθάνεται φυλακισμένη στο τεράστιο άδειο σπίτι που κληρονόμησε από τον θείο της, με μόνη διέξοδο το σεξ, στοιχείο που την έχει σχεδόν στοιχειώσει. Με τον σύζυγο να λείπει όλη μέρα και να επιστρέφει κουρασμένος το βράδυ, με το μωρό να κλαίει συνέχεια και το σκύλο που έχει, χωρίς να τη ρωτήσει, επιλέξει ο σύζυγος (ενώ η ίδια προτιμούσε γάτα), να γαβγίζει μέρα-νύχτα, η Γκρέις οδηγείται σε βίαια, ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα, που δίνουν στο ψυχολογικό αυτό δράμα κι ένα τόνο γοτθικού τρόμου: κάποια στιγμή, σε έξαλλη οργή, παίρνει το όπλο και σκοτώνει το σκυλί, ενώ σε μια άλλη, πηδάει μέσα από το τζάμι της πόρτας του σπιτιού τραυματίζοντας τον εαυτό της.
Με τα ξεθωριασμένα χρώματα της φωτογραφίας του Σιάμους ΜακΓκάρβεϊ, η Ράμσεϊ συνδυάζει αρμονικά το παρόν με το παρελθόν, ανάμικτα με το φανταστικό, μέσα από μια σειρά φλάσμπακ, όπου γνωρίζουμε το παρελθόν του ζευγαριού, και ιδιαίτερα τη σχέση της Γκρέις με τη μητέρα της (μια πολύ καλή ερμηνεία από την Σίσι Σπέισεκ), αναπτύσσοντας σταδιακά και με έξοχα ελεγμένο τρόπο το σασπένς, με τον Ρόμπερτ Πάτισον στο ρόλο του συζυγου που μετά τις πρώτες παθιασμένες, εξαντλητικές σκηνές σεξ, περιορίζεται σε μια εργασία που τον κρατάει μακριά από το σπίτι του και με την Τζένιφερ Λόρενς να κυριαρχεί στις σκηνές αλλά και στην ερμηνεία της (να σέρνεται στο έδαφος, κρατώντας ένα τεράστιο μαχαίρι, έτοιμη να επιτεθεί, με ακόρεστη σεξουαλική όρεξη σε ξεσπά βίαια σεξουαλικά παιχνίδια), με την κάμερα να επιμένει στο πρόσωπό της, προσπαθώντας να εξιχνιάσει τις σκέψεις που κρύβονται στο κεφάλι της, μια πραγματικά εξαιρετική ερμηνεία που θα είναι ανάμεσα στα φαβορί για το βραβείο.
Στην γαλλοτυνησιακή ταινία, «Ο ουρανός της επαγγελίας» (Promis le ciel) της Τυνησίας Έριγκε Σεχίρι («Κάτω από τις συκιές»), παρακολουθούμε το δεσμό και την αλληλεγγύη αναπτύσσεται ανάμεσα σε τρεις διαφορετικής κοινωνικής τάξης γυναικών από την Ακτή του Ελεφαντοστού που μεταναστεύουν στην Τυνησία: τη Μαρί, πρώην δημοσιογράφο και τώρα πάστορα στην κοινότητά της εδώ και 10 χρόνια, και η οποία φιλοξενεί στο διαμέρισμά της τις άλλες δύο, τη Νανέ, μια χωρίς έγγραφα μητέρα που έχει αφήσει το παιδί της στη πατρίδα της, και τη Ζολί, φοιτήτρια, η μοναδική από τις τρεις με τα απαραίτητα έγγραφα. Η προσωρινή παρουσία ενός μικρού κοριτσιού, της Κένζα, που έχει χάσει τους γονείς της ενώ μετανάστευαν για την Τυνησία, θα δώσει μια άλλη ώθηση στη ζωή τους και θα δημιουργήσει μια αίσθηση αλληλεγγύης, φέρνοντας στην επιφάνεια την ευαισθησία και τη δύναμή τους.
Η Σεχίρι χρησιμοποιεί, με τον ίδιο τρόπο που αντιμετώπισε και την προηγούμενη ταινία της, μια νεορεαλιστική προσέγγιση για να καταγράψει απλά, τεκμηριωμένα και με ποιητική διάθεση, την ακατάστατη και χαοτική ζωή αυτών των γυναικών που αγωνίζονται για τη ζωή και την αξιοπρέπειά τους σε μια χώρα, που αυτή τη φορά δεν βρίσκεται στην Ευρώπη, αλλά στην Αφρική, αντιμετωπίζοντας την εκμετάλλευση, την καταπίεση και τον εξευτελισμό - σε μια σκηνή, που τονίζει τα αντιμεταναστευτικά αισθήματα των ανθρώπων, μαθαίνουμε πως Τυνήσιοι μεταδίδουν ψευδείς πληροφορίες πως οι μετανάστες τρώνε τις γάτες - κάτι που θυμίζει τις πρόσφατες ψευδείς καταγγελίες στην προεκλογική του καμπάνια του Τραμπ που διέδιδε πως οι μετανάστες από τη Λατινική Αμερική έτρωγαν τα κατοικίδια ζώα! Μια αυθεντική εικόνα του καθημερινού δράματος των γυναικών σε μια ανδροκρατούμενη, ρατσιστική κοινωνία.
(ΚΥΠΕ/ΝΦΜ/ΚΑ)