Παρόλο που πλησιάζουμε προς το τέλος του φετινού 78ου φεστιβάλ των Καννών, δεν έπαψαν να καταφθάνουν και άλλες διάσημες προσωπικότητες που συμμετέχουν με ταινίες τους στα διάφορα προγράμματα. Ανάμεσα στις πιο πρόσφατες εκπλήξεις και η παρουσία του Αμερικάνου ηθοποιού Ντένζελ Γούασινγκτον που ήρθε στις Κάννες για να παραστεί στην προβολή της ταινίας του Σπάικ Λι «Highest 2 Lowest» στην οποία πρωταγωνιστεί. Ευκαιρία για τον διευθυντή του φεστιβάλ, Τιερί Φρεμό για να του απονείμει ένα απρόσμενο, απρογραμμάτιστο Ειδικό Χρυσό Φοίνικα για το σύνολο του έργου του.
Ο Τζαφάρ Πανάχι είναι, μαζί με τον συμπατριώτη του, Μοχάμαντ Ρασούλοφ, ανάμεσα στους Ιρακινούς σκηνοθέτες οι οποίοι, παρόλο που με τις ταινίες τους πάνω σε πολιτικοκοινωνικά θέματα προκαλούν το καθεστώς της χώρας τους και έχουν συχνά συλληφθεί ή τεθεί υπό περιορισμό, εξακολουθούν να γυρίζουν ταινίες τολμηρές και ανανεωτικές. Βοηθός αρχικά του Αμπάς Κιαροστάμι στην ταινία του, «Μέσα στους ελαιώνες» (1994) , για να ξεχωρίσει, ένα χρόνο αργότερα με την πρώτη του σκηνοθεσία, « Το άσπρο μπαλόνι», που το ακολούθησε με μια σειρά εξαιρετικές ταινίες, με τις περισσότερες («Κόκκινο χρυσάφι», «Αυτή δεν είναι μια ταινία», «Ταξί στην Τεχεράνη», «Αρκούδες δεν υπάρχουν», κ.ά.), να βραβεύονται στα πιο σημαντικά διεθνή φεστιβάλ (Κάννες, Βενετία και Βερολίνο).
Στη νέα του ταινία, «Ένα απλό ατύχημα» που είδαμε στο σημερινό διαγωνιστικό πρόγραμμα, ο Πανάχι καταπιάνεται, για μια ακόμη φορά, με τη διαφθορά και τη βία του κράτους στο σύγχρονο τυραννικό καθεστώς στο Ιράν, αντιμετωπίζοντας την σαν μια μαύρη, σατιρική κωμωδία, μαζί και τρόμου. Ολα ξεκινούν όταν ο Εμπραχίμ (Εμπραχίμ Αζίζι), που ταξιδεύει με τη μικρή του κόρη και την έγκυο γυναίκα του, χτυπάει και σκοτώνει με το αυτοκίνητό του ένα σκύλο, με το αυτοκίνητό να χαλάει ύστερα από μερικά λεπτά. Θα σταματήσει σ’ ένα γκαράζ που συναντά στο δρόμο και θα ζητήσει τη βοήθεια του ιδιοκτήτη του, Βαχίντ (Βαχίντ Μομπασέρι), που έχει πρόβλημα με τα νεφρά του. Ο Βαχίντ ξαφνιάζεται όταν βλέπει τον οδηγό να κουτσαίνει και ακούει τη φωνή του, και, σίγουρος και εξοργισμένος πως αυτός είναι ο Εκμπάλ, ο άνθρωπος που μερικά χρόνια πιο πριν τον είχε συλλάβει και βασανίσει φρικτά, τον ακολουθεί και καταφέρνει να τον απαγάγει και να τον κλείσει σε ένα κιβώτιο που κρύβει στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του.
Αυτό που ακολουθεί είναι σκηνές ανάμεσα στην τραγωδία και την κωμωδία, διανθισμένες με σουρεαλιστικά στοιχεία, με τον Βαχίντ, στην προσπάθεια του να σιγουρευτεί πως ο άγνωστος οδηγός, είναι ο βασανιστής του, μπλέκει διάφορα πρόσωπα, που έχουν βασανιστεί από τον Εμπραχίμ: τον ιδιοκτήτη βιβλιοπωλείου, Σαλάρ, τη φωτογράφο γάμων Σίβα, το ζευγάρι που φωτογραφίζει (τη νύφη Ζίβα και τον γαμπρό Άλι) και έναν ντόπιο, οξύθυμο εργάτη, τον Χαμίντ, που προσπαθούν με διάφορους τρόπους να επιβεβαιώσουν πως ο κρατούμενος τους είναι ο βασανιστής Εκμπάλ.
Μπλεξίματα που τους οδηγούν σε διάφορα μέρη, από την έρημο, όπου ο Βαχίντ έχει ήδη σκάψει το λάκκο όπου σχεδιάζει να θάψει ζωντανό τον βιαστή τους, και τους χώρους όπου η Σίβα φωτογραφίζει το ζευγάρι (μαζί κι ένα μοναδικό δέντρο και που στον Χαμίντ θυμίζει το «Περιμένοντας τον Γκοντό»), μέχρι το νοσοκομείο, όπου η ομάδα βοηθά τη γυναίκα του βιαστή να γεννήσει το νέο της παιδί. Σκηνές που δίνουν την ευκαιρία στον Πανάχι να σατιρίσει διαφορές καταστάσεις, όπως τους σεκιουριτάδες που ζητάνε χρήματα για να μη ψάξουν το ύποπτο βανάκι του Βαχίντ, όπου μέσα είναι κρυμμένος ο δεμένος βιαστής, η νοσοκόμα που πείθει τον Βαχίντ να αγοράσει γλυκά για να προσφέρει στην ομάδα των υποτιθέμενων συγγενών, σύμφωνα με το έθιμο.
Είναι στιγμές που η κωμωδία και το μαύρο χιούμορ θυμίζουν τις κωμωδίες των Ealing studios καθώς και το παράλογο που συναντάμε στο έργο του Μπέκετ, ενώ, οι δύο μεγάλες σκηνές των συζητήσεων μου θύμισαν τις ταινίες του Κεν Λόουτς, με ‘συζητήσεις που βάζουν θέματα αρχών και δικαιοσύνης: στη μία, με την ομάδα να συζητάει μεταξύ της για το αν πρέπει να σκοτώσει τον βιαστή ή να τον αφήσει, δείχνοντας έτσι πως με την εκδίκηση και τη χρήση βίας θα πέσουν οι ίδιοι στο επίπεδο τη βασανιστών τους, και στην άλλη, ανάμεσα στον Βαχίντ και τον δεμένο σ’ ένα δέντρο βασανιστή του, με τον βασανιστή να υπερασπίζεται τις απόψεις του και τον Βαχίντ να προσπαθεί να τον πείσει για το κακό που κάνει αλλά και να διερωτάται αν πρέπει να εκδικηθεί ή να δείξει οίκτο. Μια δυνατή ταινία που κάνει άμεση κριτική στην πολιτική του καθεστώτος, που συγκίνησε το κοινό στη δημοσιογραφική προβολή της (είναι η μόνη, μέχρι στιγμής, που χειροκρότησαν, και μάλιστα θερμά, οι δημοσιογράφοι) και που σίγουρα θα είναι στα φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα.
Γνωστή περισσότερο μετά το θάνατο της και την έκδοση του βιβλίου της «Η τέχνη της χαράς», όπως μάλιστα μα πώς πληροφορούν οι τίτλοι τέλους της ταινίας, «σήμερα θεωρείται μια από τις καλύτερες συγγραφείς του 20ου αιώνα», η Ιταλίδα συγγραφέας Γκολιάρντα Σαπιένζα, πρωταγωνίστρια της νέας ταινίας του Μάριο Μαρτόνε, πέρασε το 1980 (όταν αρχίζει η ταινία) πέντε μέρες φυλακή για την κλοπή κοσμημάτων φίλης της, για να παραδεχτεί, με την αποφυλάκιση της, πως σ’ αυτή τη σύντομη περίοδο βρήκε περισσότερη αποδοχή και κατανόηση απ’ ό,τι έβρισκε στη διάρκεια χρόνων στους πνευματικούς κύκλους της Ιταλίας.
Με βάση ένα σενάριο που συνέγραψε ο ίδιος μαζί με τη σεναριογράφο και γυναίκα του, Ιπολίτα Ντι Μάτζιο, και με ενδιάμεσες σκηνές από το παρελθόν των τριών γυναικών του, ο Μαρτόνε έφτιαξε μια όμορφη φεμινιστική μελέτη, εστιάζοντας στη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στις τρεις αυτές γυναίκες που γνωρίστηκαν στη φυλακή: την 55χρονη τότε Σαπιέντζα (μια εξαιρετική, όλο ζωντάνια ερμηνεία από τη Βαλέρια Γκολίνο, που πριν γυριστεί η ταινία είχε ή ίδια σκηνοθετήσει για την ιταλική τηλεόραση μια μίνι-σειρά γύρω από τη ζωή της Σαπιέντζα), που τώρα περνάει οικονομική κρίση, προσπαθώντας να κάνει διάφορες άλλες δουλειές, μια και για το βιβλίο της δεν καταφέρνει να βρει εκδότη, τη νεότερη, πολύ έξυπνη και επαναστάτρια, αν και εθισμένη στην ηρωίνη, Ρόμπερτα (μια πολύ καλή Ματίλντα ντε Άντζελις), καθώς και την καλλιτέχνιδα Μπάρμπαρα (Ελοντί), που θα βοηθήσει την Σαπιέντζα να συνεχίσει το βιβλίο της.
(ΚΥΠΕ/ΝΦΜ/ΑΓΚ)