Παραγωγή: ΕΘΑΛ
Σκηνοθεσία: Μαρίνα Βρόντη
«Χωρίς τη Φόνισσα, το παπαδιαμαντικό έργο θα ήταν εντελώς διαφορετικό», γράφει στον πρόλογο της έκδοσης του έργου ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, θεωρώντας τη Φόνισσα ως «το κορυφαίο έργο, όχι μόνο του συγγραφέα, αλλά και όλης της νεοελληνικής πεζογραφίας». Σε αυτό αποτυπώνονται οι παθογένειες της ελληνικής επαρχίας των αρχών του 20ού αιώνα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί και ένα μοναδικό στο είδος του ψυχογράφημα, μιας γυναίκας που διαπράττει το απόλυτο, τέλειο έγκλημα. Ένα έγκλημα ανιδιοτελές και χωρίς κανένα συμφέρον, που δεν διαπράττεται εν βρασμώ ψυχής και, κυρίως, δεν προέρχεται από κάποια ψυχοπαθολογική περίπτωση μιας «serial killer», αλλά από μια απλή γυναίκα του λαού η οποία, επιβεβαιώνοντας πόσο εύκολα μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει στο σημείο όπου «ψηλώνει ο νους», ακολουθεί τους δικούς της κώδικες δικαιοσύνης και σκοτώνει για να «σώσει», εγκληματεί για το κοινωνικό «καλό».
Εκατό είκοσι χρόνια μετά τη συγγραφή του, το «κοινωνικόν μυθιστόρημαν» του Παπαδιαμάντη φαίνεται ότι εξακολουθεί να συγκινεί και να «μιλά» όχι μόνο στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό, αλλά και στους ανθρώπους του θεάτρου. Παρά την αφηγηματικότητα του κειμένου και την ιδιαιτερότητα της γλώσσας του, η οποία κινείται ανάμεσα στην ιδιάζουσα καθαρεύουσα του συγγραφέα αλλά και τη σκιαθίτικη διάλεκτο στα διαλογικά μέρη, δεν είναι λίγοι οι σκηνοθέτες που τόλμησαν την αναμέτρηση με το κορυφαίο έργο του Παπαδιαμάντη επιχειρώντας να δώσουν τη δική τους, σύγχρονη σκηνική ανάγνωση. Το εγχείρημα αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο, αν αναλογιστεί κανείς ότι μέσα από την αποτύπωση του ελληνικού ηθογραφικού τοπίου των αρχών του 20ού αιώνα, ο σκηνοθέτης οφείλει να αναδείξει τα στοιχεία που εξακολουθούν να καθιστούν το έργο σύγχρονο και επίκαιρο.
Η Μαρίνα Βρόντη δείχνει εξαρχής, τόσο τον τρόπο που θέλει να στήσει την ιστορία, όσο και την οπτική μέσα από την οποία ερμηνεύει την ηρωίδα του Παπαδιαμάντη. Αποφεύγει συνειδητά τη δραματοποίηση και οπτικοποίηση του έργου, δίνοντας όλη τη βαρύτητα στην αφήγηση του λόγου, δημιουργώντας πιο πολύ μια παράσταση «ακουστική». Προβαίνοντας μόνο στις απαραίτητες περικοπές, η σκηνοθέτιδα μεταφέρει αυτούσιο τον παπαδιαμαντικό λόγο μέσα από μια πολυφωνική και διαδοχική αφήγηση την οποία επωμίζονται εξίσου οι επτά ηθοποιοί της παράστασης (Σαββίνα Γεωργίου, Νίκη Δραγούμη, Μυρτώ Κουγιάλη, Χριστίνα Κυριάκου, Κωνσταντίνα Ξενοφώντος, Παναγιώτα Παπαγεωργίου, Μαρίλια Χαριδήμου). Αυτό το ενιαίο σώμα λειτουργεί σαν τον Χορό της αρχαίας τραγωδίας που σχολιάζει τα τεκταινόμενα, ενώ στις κομβικές σκηνές διασπάται και οι ηθοποιοί επωμίζονται διαφορετικούς ρόλους, χωρίς να ταυτίζονται με συγκεκριμένα πρόσωπα. Ακόμη και ο χαρακτήρας της Φραγκογιαννούς μοιράζεται σε περισσότερες από μία, δημιουργώντας στον θεατή μια ενδιαφέρουσα κριτική αποστασιοποίηση, παρά ταύτιση με τα πάθη της ηρωίδας. Η Μαρίνα Βρόντη οδηγεί τις επτά ηθοποιούς σε μια αδιάσπαστη, συλλογική και αξιοθαύμαστη ερμηνεία. Όλες ανεξαιρέτως αποδίδουν την εξαιρετικά δύσκολη γλώσσα του έργου με αρτιότητα, δίνουν ασταμάτητα τη σκυτάλη της αφήγησης η μία στην άλλη με συντονισμένο λόγο και κίνηση (Χλόη Μελίδου), ταχύτητα και εσωτερικό ρυθμό, ενώ ο λόγος του συγγραφέα γίνεται κτήμα τους και μεταφέρεται αβίαστα στο κοινό.
Η ομαδικότητα που επιλέγει η Μαρίνα Βρόντη τονίζει τη γυναικεία συλλογικότητα μέσα από την οποία διαβάζει το έργο του Παπαδιαμάντη. Το ενιαίο σώμα αντιπροσωπεύει τα βάρη που επωμίζεται το γυναικείο φύλο, γεγονός το οποίο οπτικοποιείται μέσα από τον τεράστιο μπόγο, το βασικό σκηνικό αντικείμενο της παράστασης, τον οποίο οι γυναίκες αγωνίζονται να σηκώσουν, και κάτω από το βάρος του οποίου δείχνουν σιγά - σιγά να λυγίζουν. Η σκηνοθεσία εστιάζει στην καταπίεση, τη βαριά μοίρα του γυναικείου φύλου σε μια πατριαρχική κοινωνία, η οποία οδηγεί στο ψήλωμα του νου της Χαδούλας και στη διάπραξη των φριχτών εγκλημάτων της. Ερμηνεύοντας τη Φραγκογιαννού ως μια πρώιμη «φεμινίστρια» που επαναστατεί ενάντια στη μοίρα της γυναίκας, η σκηνοθεσία ρίχνει όλο το βάρος στους γυναικείους χαρακτήρες, ενώ σχεδόν σατιρίζει τους ανδρικούς, οι οποίοι περνούν φευγαλέα μέσα από την αφήγηση του έργου. Η ιδιαίτερη βαρύτητα που δίνεται, τόσο στις αναμνήσεις τις ηρωίδας και τις εσωτερικές της σκέψεις, όσο και στα οράματα που βλέπει κατά τη διάρκεια του κατατρεγμού της από τους «ταχτικούς», δημιουργεί γλαφυρά τον ψυχικό κόσμο της Φραγκογιαννούς, ενώ ώς έναν βαθμό βοηθά τον θεατή, αν όχι να τη δικαιολογήσει, τουλάχιστον να κατανοήσει γιατί ήθελε να απαλλάξει τα μικρά κοράσια από τη μοίρα στην οποία ήταν καταδικασμένα.
Η συλλογική ερμηνεία που επιλέγει η σκηνοθέτιδα τοποθετείται σε ένα σχεδόν άτοπο και άχρονο περιβάλλον το οποίο προδίδεται μόνο από τη γλώσσα του συγγραφέα. Το σκηνικό του Γιώργου Γιάννου, λιτό και εντελώς ουδέτερο σε χρωματισμούς, εστιάζει μόνο στον μπόγο που συμβολίζει τα γυναικεία βάρη, αλλά ενίοτε και τα εμπόδια που χρειάζεται να προσπελάσουν οι χαρακτήρες, ενώ πίσω τοποθετείται ένα κλιμακωτός τοίχος που μοιάζει με καλυμμένα κιβώτια, συμβολίζοντας τα βουνά αλλά και τα βράχια της Σκιάθου που θα οδηγήσουν την ηρωίδα στον θάνατο. Τα μακριά φορέματα με τις ποδιές, ίδια και στις 7 ηθοποιούς, εξίσου ουδέτερα στους χρωματισμούς, αποτυπώνουν τον συντηρητισμό της εποχής, αλλά και τον εγκλεισμό της γυναίκας στο σπίτι και τον ρόλο της οικοκυράς. Το μόνο «έγχρωμο» στοιχείο στην παράσταση φαίνεται να είναι το μήλο που προκλητικά τρώει η Φραγκογιαννού, το οποίο δεσπόζει και στην αφίσα της παράστασης ως σύμβολο, ίσως, του πειρασμού και του προπατορικού αμαρτήματος.
Αναμφίβολα η Μαρίνα Βρόντη έδωσε μια σκηνική ανάγνωση πιστή στο πνεύμα και τη γλώσσα του συγγραφέα, ενώ τα επί μέρους στοιχεία συνέβαλαν σε μια παράσταση εύληπτη, με τεχνική και υποκριτική αρτιότητα. Ωστόσο, ενώ η ματιά της Βρόντη είναι συνήθως πρωτότυπη και φρέσκια, αυτή τη φορά αισθάνθηκα ότι το «μέγεθος» του έργου και του συγγραφέα δεν την άφησαν να επιχειρήσει μια πιο τολμηρή σκηνοθεσία που θα μπορούσε, ίσως, να καταστήσει το έργο σύγχρονο και επίκαιρο. Υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες η επαναληπτικότητα τού ευρήματος της συλλογικής αφήγησης και διάσπασής της, σε συνδυασμό με το άχρωμο και ουδέτερο σκηνικό αλλά και τους ουδέτερους φωτισμούς (Βασίλης Πετεινάρης) που δεν συνέβαλαν στη δημιουργία μιας ιδιαίτερης ατμόσφαιρας, οδήγησαν την παράσταση σε μια οπτική και ακουστική μονοτονία. Και ενώ αναμφίβολα η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Γιώργου Ανδρέου είναι αξιόλογη, όπως και η εκτέλεση των πολυφωνικών τραγουδιών από τις ηθοποιούς, η ασταμάτητη επανάληψη του νανουρίσματος και της συλλαβής «κοι» –από το ρήμα «κοιμήσου» ή «κείμαι», όπως εξηγεί ο συγγραφέας – μάλλον ενέτεινε τη μονοτονία αυτή. Επιπλέον, η επιλογή της σκηνοθέτιδας να μην ακουστούν τα τελικά λόγια του συγγραφέα, αντικαθιστώντας τα, κάπως αυθαίρετα, με τη λέξη «μάνα» ως την τελική επίκληση της Φραγκογιαννούς πριν τον θάνατο, αποδυναμώνει το αριστουργηματικό τέλος του έργου, ενώ στερεί από τον θεατή τη θέση του ίδιου του συγγραφέα απέναντι στην ηρωίδα του. Το γεγονός, δηλαδή, ότι η «γραία Χαδούλα» βρίσκει τον θάνατο προτού προλάβει να συλληφθεί, αλλά και προτού προλάβει να εξομολογηθεί: «εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης».