Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 27.6.2022

Σκηνοθεσία: Παναγιώτης Λάρκου


Παραγωγή: ΘΟΚ

Η δεκαετία του 1950 θα αναδείξει την κωμωδία (ή καλύτερα τη φαρσοκωμωδία, όπως θα ονομαστεί από την κριτική), σε ένα από τα κορυφαία θεατρικά είδη της εποχής. Το τραύμα της Κατοχής και του Εμφυλίου, όλα τα κοινωνικά προβλήματα που θα φέρει η αστικοποίηση της Αθήνας και η ερήμωση της υπαίθρου, αλλά και ο αδιάκοπος αγώνας της μικρομεσαίας τάξης για επιβίωση, θα δώσουν πληθώρα θεμάτων και τύπων στους κωμωδιογράφους της εποχής, οι οποίοι θα αφήσουν με τα έργα τους ένα ανεξίτηλο στίγμα στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου. Το συγγραφικό δίδυμο Αλέκος Σακελλάριος και Χρήστος Γιαννακόπουλος, έχοντας θητεύσει ο καθένας ξεχωριστά στα είδη της επιθεώρησης και της οπερέτας, εγκαινιάζει τη συνεργασία του το 1945 και για μία περίπου δεκαετία θα μεσουρανήσει στο συγκεκριμένο είδος, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα και τους σημαντικότερους θιάσους και ηθοποιούς του είδους για εκείνη την εποχή. Τα έργα τους, φέροντας τα κατάλοιπα της γαλλικής και ιταλικής κωμωδίας, κατορθώνουν να συνδυάσουν για πρώτη φορά τεχνικές της φάρσας, κωμικά σκετς, παρεξηγήσεις, αναποδιές, διαβολικές συμπτώσεις, ηθογραφικά στοιχεία, με την επικαιρότητα της εποχής και τα προβλήματα που ταλανίζουν τη μεταπολεμική Ελλάδα, θέτοντας ως επίκεντρο, ως επί το πλείστον, τον απλό μεσήλικα άνδρα που αγωνίζεται να αναδειχθεί κοινωνικά και οικονομικά αλλά δεν το κατορθώνει. Έργα, συγγραφείς αλλά και ηθοποιοί, θα γνωρίσουν πρωτοφανή δημοτικότητα μέσα από τις κινηματογραφικές διασκευές της Φίνος Φιλμ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, διασκευές που θα εξασφαλίσουν και τη διαχρονικότητά τους μέχρι ακόμη και σήμερα.

Στο έργο Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες, το οποίο πρωτοανέβηκε το 1954 στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ, εκ πρώτης όψεως, δεν υπάρχει τόσο έντονο το στοιχείο της επικαιρότητας και της κοινωνικής κριτικής όπως σε άλλα έργα του συγγραφικού διδύμου (Οι Γερμανοί ξανάρχονται…, Η Δεξιά, η Αριστερά και ο κυρ-Παντελής, Ένας ήρως με παντούφλες κ.λπ.). Το θέμα το οποίο στηλιτεύεται μέσα από τη στάση των δύο κεντρικών χαρακτήρων, το αιματηρό έθιμο της βεντέτας ανάμεσα σε μεγάλες οικογένειες/φατρίες, μοιάζει να έχει περισσότερο σαν στόχο την τέρψη μέσα από τα φαρσικά επεισόδια που διαρκώς προκύπτουν, παρά την άμεση κοινωνική ή άλλη καταγγελία. Αν θελήσει, ωστόσο, να δει κανείς κάποιες κοινωνικές προεκτάσεις στο έργο, θα μπορούσε εύκολα να εντοπίσει την έμμεση αναφορά στον εθνικό διχασμό των Ελλήνων κατά τα πρόσφατα, τότε, και ακόμη επώδυνα, χρόνια του Εμφυλίου, και τη διχόνοια η οποία ακόμη και τη δεκαετία του 1950 αποτελούσε καρκίνωμα για την κοινωνική και πολιτική ζωή της χώρας. Εκμεταλλευόμενος, λοιπόν, τόσο τα έντονα κωμικά στοιχεία του έργου, όσο και το γενικό μήνυμα συμφιλίωσης και ομόνοιας, μετά από δύο χρόνια εγκλεισμού και διχόνοιας που έφερε η πανδημία, ο Παναγιώτης Λάρκου στήνει ένα ξέφρενο πανηγύρι, «μια σχολική εκδρομή με λεωφορείο» όπως μας υπόσχεται στο σκηνοθετικό του σημείωμα, οδηγώντας το σε δήμους και πλατείες, εξυπηρετώντας απόλυτα τους στόχους της «εκτός έδρας» παραγωγής του ΘΟΚ.

Η διασκευή που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης εντοπίζει τα κενά που αφήνει η μάλλον αδύναμη πλοκή του έργου και τα «γεμίζει» με κωμικά μουσικά ιντερμέδια, ενώ ενδυναμώνει τους περιφερειακούς χαρακτήρες δίνοντάς τους μια σχεδόν σουρεαλιστική παρουσία στη σκηνή, τόσο μέσα από την υποκριτική υπερβολή, όσο και μέσα από την -επί τούτου- «κιτς» αισθητική των κοστουμιών και των σκηνικών αντικειμένων. Σεβόμενος το αρχικό έργο και ενισχύοντας τη θεατρικότητά του, συμπτύσσει ή επινοεί δευτερεύοντες χαρακτήρες (Φον Παλάβρας, καμαριέρα-ξενοδόχος, Χάρος, πόρνες) προσαρμόζοντάς τους ευρηματικά στις αριθμητικές δυνατότητες του θιάσου. Τοποθετώντας το έργο στην Αθήνα αλλά σε μια ακαθόριστη εποχή με στοιχεία του τότε, αλλά και του σήμερα, ο Παναγιώτης Λάρκου νοθεύει το είδος της ηθογραφικής κωμωδίας μετατρέποντάς το σε ένα σύγχρονο πολυθέαμα που ενισχύεται από τον ρόλο της εικόνας, της μουσικής, της σκηνικής φλυαρίας, της ταχύτητας και της υπερκινητικότητας. Τα «ευχάριστα μουσικά διαλείμματα», αν και μεγαλώνουν (σχεδόν στα όρια της κούρασης) τη διάρκεια του έργου, διασκευάζουν τόσο εύηχα τα τραγούδια της εποχής (Δημήτρης Σπύρου) και εκτελούνται τόσο εύστοχα και με συνολική σκηνική χημεία από τον θίασο, που δένουν αρμονικά με το υπόλοιπο έργο δίνοντας την εντύπωση ότι υπήρξαν από γραφής αναπόσπαστο κομμάτι του έργου. Επιπλέον, χρησιμεύουν και ως μια τεχνική αποστασιοποίησης τόσο του κοινού, όσο και των ηθοποιών, οι οποίοι δίνουν την αίσθηση μιας κομπανίας που διαρκώς μας υπενθυμίζει ότι «παίζει» θέατρο, ενώ «αναδιπλώνει» και μεταμορφώνει σε τέσσερις διαφορετικούς χώρους το φαινομενικά μονοδιάστατο, αλλά εν τέλει πολυπρισματικό και ευμετάβλητο σκηνικό του Εδουάρδου Γεωργίου, το οποίο συμπληρώνεται και ολοκληρώνεται μέσα από τους καίριους φωτισμούς του Γεώργιου Κουκουμά.

Ως προς την υποκριτική γραμμή των ηθοποιών, ο Παναγιώτης Λάρκου ακολουθεί μια πολύ εύστοχη διαφοροποίηση. Ενώ παραμορφώνει κωμικά, στα όρια της καρικατούρας, τους δευτερεύοντες ρόλους (βλάχοι θείος και θεία, πόλισμαν, Χάρος κ.λπ.), κινεί τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες (Στέλιος Κοντογιώργης, Θωμάς Μακρυκώστας) σε έναν πιο ρεαλιστικό κώδικα, δημιουργώντας μια αντίθεση ανάμεσα στη φάρσα και την ηθογραφία. Έτσι, ο Βασίλης Χαραλάμπους και ο Άγγελος Χατζημιχαήλ, με εμφανή σκηνική χημεία, δημιουργούν ένα δίδυμο το οποίο ενώ ακολουθεί με μεγάλη ευστοχία τους κινησιακούς και εκφραστικούς κώδικες της κωμωδίας και της φάρσας, ταυτόχρονα ξεπερνά το εξωτερικό και σχηματικό περίβλημα, κατορθώνοντας να δημιουργήσει όχι τύπους, αλλά χαρακτήρες. Το παράλογο σύμπαν που περιβάλλει τους δύο ήρωες δημιουργείται μέσα από τους περιφερειακούς ρόλους στους οποίους διογκώνονται τα εξωτερικά χαρακτηριστικά, με τους ηθοποιούς να τονίζουν πότε καίρια και πότε με αχρείαστη υπερβολή, τα χαρακτηριστικά των τύπων που καλούνται να υποδυθούν: η Νάγια Τ. Καρακώστα την αφέλεια και την κουτοπονηριά της μοδίστρας και της καμαριέρας, ο Βασίλης Βασιλάκης τη γραφική βλαχιά του θείου «εκ Κουτσόπυργου», ο Πέτρος Γιωρκάτζης τον αρχοντοχωριατισμό του κύριου Περδικούλη και ο Μιχάλης Μουστάκας την υπερεκτιμημένη εξουσία του «πόλισμαν». Ο Μιχάλης Καζάκας που επωμίζεται πολλούς ρόλους και βρίσκεται σχεδόν συνέχεια επί σκηνής, είναι ιδιαίτερα εύστοχος και ευρηματικός στον τρόπο που μοιράζεται τον ρόλο του ξενοδόχου και της καμαριέρας. Η φιγούρα του Φον Παλάβρα από τον Ονησίφορου Ονησιφόρου, χαρακτήρας στον οποίο συμπτύσσονται όλοι οι μικρότεροι ρόλοι που υποβοηθούν την προώθηση της δράσης στην αρχική εκδοχή, αναμφίβολα προσδίδει, τόσο με το κοστούμι του, όσο και με τις κινήσεις και τις εκφράσεις του, μια σουρεαλιστική πινελιά στον γραφικό αυτό τύπο του έργου, ωστόσο η επαναληπτικότητα της εμφάνισης και αποχώρησής του από τη σκηνή αποδυναμώνει το όλο εύρημα. Απολαυστική και κωμικά καταιγιστική η Ηλιάνα Κάκκουρα, ιδιαίτερα στον ρόλο της θείας εκ Κουτσόπυργου. Η σκηνική χημεία του θιάσου, η υποκριτική σύμπνοια, ο καλός συντονισμός στην κίνηση (Άννη Χούρη), δίνει ένα δεμένο αποτέλεσμα με σωστό ρυθμό, στοιχείο πρωταγωνιστικό για την επιτυχία του θεατρικού αυτού είδους.

Η σκηνική ανάγνωση του Παναγιώτη Λάρκου ξεπερνά και τους δύο κινδύνους που διατρέχει μια σύγχρονη αναβίωση του έργου: το να φανεί παλιακή και ξεπερασμένη από τη μια, και να μας βάλει σε διαδικασία σύγκρισης με την κινηματογραφική εκδοχή, από την άλλη. Όλοι οι συντελεστές στο σύνολό τους στήνουν μια σύγχρονη και φρέσκια παράσταση, αναγκάζοντάς μας να αφήσουμε πίσω την ασπρόμαυρη ταινία και να δούμε με καθαρή ματιά μια νέα, πολύχρωμη και φανταχτερή εκδοχή του έργου. Σε μια ευτυχή συγκυρία όπου μετά από 2 χρόνια κοινωνικής απομόνωσης μπορέσαμε για πρώτη φορά να πετάξουμε τις μάσκες και να δείξουμε και πάλι το πρόσωπό μας, η παραγωγή του ΘΟΚ μας φέρνει κοντά, καταργεί τις αποστάσεις και μας αναγκάζει να φορέσουμε και πάλι το χαμόγελό μας.

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;