Τον περασμένο Μάρτη, ο Ρικάρντο Μούτι έκανε την προσωπική του επανάσταση: εν μέσω θερμών χειροκροτημάτων, διέκοψε την όπερα «Ναμπούκο» στην Όπερα της Ρώμης -στο κοινό καθόταν μεταξύ άλλων και ο Μπερλουσκόνι- έκανε μια συναισθηματικά φορτισμένη έκκληση υπέρ της διάσωσης της κουλτούρας στην Ιταλία [ακολουθεί βίντεο].
Σύμφωνα με τον ίδιο, λύση στην οικονομική κρίση, τουλάχιστον στον ευρωπαϊκό Νότο, θα δώσει ο πολιτισμός.
«Ανήκω και εγώ στους πολλούς που πιστεύουν ότι αυτή η πολυσυζητηµένη κρίση η οποία αγγίζει όλους τους τοµείς της ζωής δεν ξέσπασε ξαφνικά. Είναι το αποτέλεσµα µιας πολύχρονης στρεβλής πορείας. Η ταχύτητα µε την οποία εναλλάσσονται πρόσωπα και πράγµατα µε αποτέλεσµα να εξαντλούνται προτού καλά-καλά υπάρξουν, η έλλειψη οράµατος και κάθε έννοιας µακροπρόθεσµου σχεδιασµού, η “επένδυση” στο εφήµερο, η απληστία, είναι στοιχεία που κυριαρχούσαν στην κοινωνία µας εδώ και αρκετά χρόνια και, τελικά, µας έφεραν εδώ που µας έφεραν. Αν προσθέσει κανείς και τις χαµένες ευκαιρίες, τις σηµαντικές κατακτήσεις του ανθρώπινου νου οι οποίες, ενώ ξεκίνησαν εξαιρετικά φιλόδοξα και ελπιδοφόρα, κατέληξαν να αποτελούν την καταστροφή του σύγχρονου ανθρώπου, σκιαγραφεί µια εικόνα....
Θα σας πω ένα παράδειγµα: η τηλεόραση ήρθε στην Ιταλία το 1957, όταν ήµουν 15-16 ετών. Εφηβος λοιπόν, και αργότερα νεαρός, την εποχή που διαµόρφωνα την προσωπικότητα, τις αντιλήψεις και τις αξίες της ζωής µου, είχα την ευκαιρία να παρακολουθώ στη µικρή οθόνη όπερες του Βέρντι και του Μότσαρτ, θεατρικά έργα του Σαίξπηρ και του Ιψεν, εποικοδοµητικές συζητήσεις γύρω από την πολιτική, την κοινωνία, τις θεωρητικές αναζητήσεις και τα τεχνολογικά επιτεύγµατα της εποχής. Τέτοια προγράµµατα µεταδίδονταν τότε και ήταν προσβάσιµα ακόµη και στο πιο αποµονωµένο χωριό... Τι µεσολάβησε άραγε και από εκείνη την τηλεοπτική εποχή περάσαµε στη σηµερινή µε όλες αυτές τις ανόητες, επιφανειακές εκποµπές που όχι µόνο αποβλακώνουν τον κόσµο αλλά και του στερούν κάθε έννοια επικοινωνίας µε τους άλλους; Το ίδιο και οι εφηµερίδες, οι οποίες ακολούθησαν επίσης αυτό το µοντέλο. Τα τελευταία χρόνια τα media επένδυσαν στην κουλτούρα του κενού. Και µοιραία, κάποια στιγµή, έπεσαν και τα ίδια µέσα....
Τον τελευταίο καιρό έρχεται ολοένα περισσότερο στον νου µου µια φράση του Αντρέ Μαλρό την οποία είδα κάποτε γραµµένη σε έναν δρόµο του Παρισιού: “Ο 21ος αιώνας”, έλεγε, “ή θα είναι πνευµατικός ή δεν θα υπάρξει...”. Πιστεύω ότι σήµερα χρειαζόµαστε µια πραγµατική πνευµατική επανάσταση και σ’ αυτή την κατεύθυνση τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, υπό την προϋπόθεση ότι θα ανακτήσουν τον ουσιαστικό τους ρόλο, είναι εξαιρετικά αναγκαία».
Για την Ελλάδα
«Η Ελλάδα είναι η µητέρα της Ευρώπης, δεν µπορώ να διανοηθώ τη Γηραιά Ηπειρο χωρίς αυτή. Κάτι τέτοιο θα ήταν µια σύγχρονη βαρβαρότητα, η οποία πραγµατικά µε ξεπερνά. Ποιος άραγε µπορεί να διώξει κάποιον από το σπίτι που ο ίδιος έχτισε; Είναι σίγουρο ότι, αν κάποιος νοµίζει ότι µπορεί να το κάνει, θα έρθει η στιγµή που θα πληρώσει την αλαζονεία του. Η Ιστορία το έχει διδάξει. Ο ίδιος γεννήθηκα στη Νάπολι και σε όλη µου τη ζωή η µεγαλύτερη υπερηφάνειά µου ήταν και παραµένει ότι είδα το φως σε ένα µέρος που κάποτε λεγόταν Μεγάλη Ελλάδα, και αυτό είναι κάτι που επαναλαµβάνω σταθερά, εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια, σ’ όποιο µέρος του πλανήτη κι αν βρίσκοµαι. Στον αρχαιοελληνικό πολιτισµό βασίζεται ολόκληρο το οικοδόµηµα του δυτικού κόσµου. Και σε µια εποχή που υπάρχει αυξηµένο ενδιαφέρον γι’ αυτόν, η Ελλάδα είναι αναγκαία όσο ποτέ...».
Για το «Ναμπούκο»
«Ούτε αντικυβερνητικό χαρακτήρα είχε η κίνηση μου στην Όπερα της Ρώμης, ούτε την είχα προετοιµάσει. Το αντίθετο µάλιστα: πιστεύω ότι ένας διευθυντής ορχήστρας δεν πρέπει να µιλάει στο πόντιουµ. Τη συγκεκριµένη στιγµή όµως θεώρησα ότι ως καλλιτέχνης οφείλω να πάρω θέση απέναντι στις περικοπές στον πολιτισµό, όχι για να κατακρίνω την κυβέρνηση αλλά για να κάνω µια έκκληση σε ολόκληρο το πολιτικό φάσµα. Ο “Ναµπούκο” ήταν η κεντρική εορταστική εκδήλωση για τα 150 χρόνια από την Ενωση της Ιταλίας. Θύµισα λοιπόν ότι στις 9 Μαρτίου 1842 έκανε πρεµιέρα ως µια όπερα πατριωτική, σχετική µε την ένωση και την εθνική ταυτότητα της Ιταλίας. “Σήµερα, στις 12 Μαρτίου 2011”, είπα, “ας ευχηθούµε ότι ο ‘Ναµπούκο’ δεν θα γίνει η επικήδειος λειτουργία της κουλτούρας και της µουσικής...”. Η αλήθεια είναι ότι είχα σκοπό να σταµατήσω σε αυτή τη φράση.
Μετά το “Va pensiero”, το πασίγνωστο χορωδιακό των εβραίων σκλάβων, υπήρχε έντονη απαίτηση του κοινού για επανάληψη. Είχα λοιπόν δύο επιλογές: ή να κάνω ένα τυπικό bis ή να δώσω έναν νέο χαρακτήρα. Προτίµησα το δεύτερο. Με βάση τη γνωστή φράση “oh mia patria si bella e perduta” (πατρίδα µου όµορφη και χαµένη) είπα ότι, ως Ιταλός που ταξιδεύει ανά τον κόσµο, ξέρω ότι η εντύπωση που κυριαρχεί στο εξωτερικό για την πατρίδα µας είναι ότι πρόκειται για µια χώρα όµορφη. Ωστόσο, αν αφήσουµε την κουλτούρα να πεθάνει, θα είµαστε πραγµατικά µια χώρα όµορφη αλλά χαµένη. Κάλεσα λοιπόν τον κόσµο να τραγουδήσει µαζί µε τη χορωδία και να ενώσουµε όλοι τη φωνή µας υπέρ της διάσωσης του πολιτισµού µας.
Μετά, αυτό που έγινε ειλικρινά δεν το περίµενα. Ο κόσµος σηκωνόταν µέσα στο θέατρο σιγά-σιγά, σε µικρές οµάδες, δειλά στην αρχή, αργότερα πιο αποφασιστικά, ώσπου κάποια στιγµή όλοι οι θεατές, στάθηκαν όρθιοι. Ενώθηκαν µε τη χορωδία και τραγουδήσαµε – µάλλον ψάλαµε – το “Va pensiero” όλοι µαζί. Ηταν από τις πιο δυνατές στιγµές που έχω ζήσει στο θέατρο...».
Μετά τις παραστάσεις στην Όπερα, ο Ρικάρντο Μούτι και η ομάδα των συντελεστών έδωσαν μια συναυλία µε αποσπάσµατα από τον “Ναµπούκο” µέσα στο ιταλικό κοινοβούλιο. «Απευθύνθηκα στους βουλευτές αυτή τη φορά και τους µίλησα και πάλι για την αναγκαιότητα της διάσωσης της κουλτούρας µας, για την οποία στο κάτω-κάτω είµαστε γνωστοί στο εξωτερικό περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Την εποµένη ήρθε και µε βρήκε ο υπουργός Οικονοµικών Τρεµόντι. Συζητήσαµε για περίπου µία ώρα και την ίδια ηµέρα ανακοίνωσε ότι θα δοθούν στον πολιτισµό τα χρήµατα από τη φορολογία των καυσίµων. Αρκετά µεγάλο ποσό...».
Ο Ρικάρντο Μούτι μίλησε στο Βήμα της Κυριακής, 18 Σεπτεμβρίου 2011.