Συμβαίνει συχνά, η ματαιοδοξία ενός ανθρώπου ή ενός λαού, να είναι πιο ισχυρή από την εξαθλίωσή του. - Ανώνυμος
Πώς άραγε ξεκουράζεται ένας καλοκάγαθος γίγαντας;
Αν είναι ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ίσως γράφει ένα σονέτο, αν είναι ο Αϊνστάιν πιθανόν να παίζει στο βιολί Μότσαρτ, κι αν είναι ο Βέρντι θα συνθέτει το Valzer Brillante, αυτό το ακτινοβόλο βαλς που περίμενε ανέκδοτο να το επιλέξει ο Νίνο Ρότα για τον χορό του Γατόπαρδου.
Η σκηνή του χορού στο έργο του Λουκίνο Βισκόντι διαρκεί 44 λεπτά και μπορώ να πω ότι είναι μια μικρή ταινία μέσα στη μεγάλη, ή ένα αυτόνομο αριστούργημα court métrage, το οποίο εικονοποιεί την εκλεπτυσμένη αγωνία του Λαμπεντούζα για τον χρόνο, τον έρωτα, τον θάνατο.
Βρισκόμαστε στο Παλέρμο τον Νοέμβριο του 1862, κι ο πρίγκιπας Ποντελεόνε υποδέχεται στο επιβλητικό μέγαρό του (1) την αφρόκρεμα της σικελικής αριστοκρατίας, μιας αριστοκρατίας που ζει σε περίοδο χαράς κι ευδαιμονίας αφού μόλις πριν λίγους μήνες, στις 24 Αυγούστου, ο Γκαριμπάλντι αιχμαλωτίστηκε μαζί με τους εθελοντές του στη μάχη του Ασπρομόντε. Ο εφιάλτης των απαλλοτριώσεων έχει πλέον εξαλειφθεί και οι διακόσιοι άνθρωποι που αποτελούν την αριστοκρατία του Παλέρμο δεν κουράζονται να δίνουν χοροεσπερίδες.
«Ήταν μόνο δέκα και μισή, κάπως νωρίς για να εμφανιστείς σ' έναν χορό όταν είσαι ο πρίγκιπας ντι Σαλίνα, ο οποίος σωστό είναι να φτάνει όταν η δεξίωση είναι στο αποκορύφωμά της. Αυτή τη φορά, ωστόσο, δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά, γιατί ήθελαν να βρίσκονται ήδη εκεί όταν θα έμπαιναν οι Σαντάρα (2) οι οποίοι («δεν τα ξέρουν αυτά ακόμη οι καημένοι») ήταν άνθρωποι που θα ακολουθούσαν κατά γραμμα την ένδειξη της ώρας στο γυαλιστερό χαρτονάκι της πρόσκλησης».
Καθώς οι Παλερμιτάνοι, όπως κι όλοι οι Ιταλοί, εκτιμούν ιδιαίτερα τη γυναικεία ομορφιά, η είσοδος της Αντζέλικα έκανε μεγάλη εντύπωση. Κι όσο εκείνη, ανάλαφρη στο αχνογάλαζο κρινολίνο της, κατακτούσε με χάρη κι εξυπνάδα την αριστοκρατία, ο Ντον Φαμπρίτσιο περιφερόταν ολομόναχος, ωσάν γατόπαρδος ανάμεσα σε πολύχρωμο πλήθος, χαιρετώντας επιλεκτικά, άλλοτε εγκάρδια κι άλλοτε (τις περισσότερες φορές) τυπικά, τους προσκαλεσμένους. «Δεν είναι δίκαιο να μισείς, παρά μόνο την αιωνιότητα», συμπέρανε κοιτάζοντας με κάποιο οίκτο τους καλοντυμένους μελλοθάνατους της τάξης του, κι απότομα αισθάνθηκε δυσφορία. «Έκανα άσχημα να έρθω», μουρμούρισε, «όμως τώρα είμαι εδώ και θα ήταν αγένεια να φύγω. Είμαι ίσως πιο έξυπνος κι ασφαλώς πιο καλλιεργημένος από αυτούς, αλλά είμαστε από την ίδια πάστα· μ' αυτούς πρέπει να συμπορευτώ και να συμμαχήσω».
Ήταν κιόλας δύο μετά τα μεσάνυχτα. Η μουσική, οι φωνές των κοριτσιών, η ματαιόδοξη αντανάκλαση του φωτός στους ολόχρυσους τοίχους, οι γυαλιστές επωμίδες των αξιωματικών, το γήρας στα πρόσωπα των γυναικών (ορισμένες είχαν υπάρξει ερωμένες του), οι ανιαρές συζητήσεις των ανδρών, του δημιούργησαν αποστροφή κι έντονη δίψα... δίψα για ζωή, δίψα για νιάτα, δίψα για δροσερό νερό. Άδραξε με τις δυο παλάμες ένα κρυστάλλινο ποτήρι και ήπιε αχόρταγα χωρίς να γνοιαστεί αν οι σταγόνες τον πιτσίλισαν στο πρόσωπο. «Μόνο το νερό είναι αγνό», μονολόγησε παρατηρώντας με ενδιαφέρον ένα αντίγραφο του πίνακα, ο θάνατος του Δικαίου, του Ζαν Μπατίστ Γκρεζ. Στην εικόνα, ένας γέροντας άφηνε την τελευταία του πνοή ανάμεσα σε πτυχές κάτασπρων, ακηλίδωτων σεντονιών, περιτριγυρισμένος από τεθλιμμένα εγγόνια κι εγγονές που ύψωναν τα χέρια προς τον ουρανό αποχαιρετώντας την ψυχή του επιθάνατου. Αναρωτήθηκε αν ο δικός του θάνατος θα έμοιαζε με εκείνον του πίνακα. Μάλλον ναι. Όμως εκτός από τα ασπροσέντονα που θα ήταν λιγότερο άψογα (το ήξερε καλά πως τα σεντόνια των ετοιμοθάνατων είναι πάντα λιγδερά, με σάλια, κόπρανα, λεκέδες από φάρμακα), η συνολική εικόνα θα ήταν ίδια. Η σκέψη του δικού του θανάτου τον ηρεμούσε, ενώ τον τάραζε η σκέψη του θανάτου των άλλων. «Μήπως γιατί ο δικός μας θάνατος σημαίνει κατά βάθος τον θάνατο όλου του κόσμου;».
Από τις σκοτεινές σκέψεις τον έβγαλαν τα φωτεινά νεανικά πρόσωπα της Αντζέλικα και του Τανκρέντι.
«Τι κοιτάζεις θειούλη, φλερτάρεις με τον θάνατο;» τον πείραξε ο Τανκρέντι, ενώ η Αντζέλικα επιχείρησε να διώξει τις σκιές λέγοντας ντροπαλά, «Πρίγκιπα, μάθαμε πως ήσασταν εδώ και ήρθαμε να ξεκουραστούμε, αλλά επίσης για να σας ζητήσω κάτι που ελπίζω δεν θα μου αρνηθείτε. Θα ήθελα να χορέψετε μαζί μου την επόμενη μαζούρκα». Τα εκφραστικά μάτια της Κλαούντια Καρντινάλε τον κοιτούσαν παρακλητικά χωρίς να υποκρίνονται, ενώ τα άλλα, εκείνα της Αντζέλικα, περίμεναν την απάντηση με καλυμμένη ερωτική αδημονία. «Πείτε μου ναι, μην είστε κακός, είναι γνωστό πως είσαστε δεινός χορευτής». «Ποτέ δεν είχα μια τόσο θελκτική πρόταση... αλλά...». «Σας παρακαλώ πρίγκιπα, σας παρακαλώ, μην μου αρνηθείτε...», ακούμπησε τη λευκή, τρυφερή παλάμη τον ώμο του κι εκείνος, σαν να το ευχόταν από πριν, τη σκέπασε (μαζί κι ολόκληρο το νεανικό κορμί της, έτσι νόμισε), με τη δική του. Αβίαστα, λες και υπήρχαν μόνο οι δυο τους στον κόσμο, φίλησε τα γυμνά ακροδάχτυλα· σχεδόν τα έγλειψε. Οι υπαρξιακές αγωνίες του μεσήλικα χάθηκαν πάραυτα, επέστρεψαν τρομαγμένες στο θλιβερό αντίγραφο που τις γέννησε. «Ευχαριστώ Αντζέλικα, με κάνεις και νιώθω πάλι νέος. Δέχομαι αλλά όχι για τη μαζούρκα, χάρισέ μου το πρώτο βαλς». Τον φίλησε στο λακκάκι πλάι στο στόμα και τον κοίταξε βαθιά, ζητώντας εξιλέωση για τα όσα αμίλητα δεν θα τους ένωναν ποτέ σ' ετούτη τη ζωή. Ξαφνικά θυμήθηκε τον Τανκρέντι, «Βλέπεις Τανκρέντι πόσο καλός είναι ο θείος σου; Δεν κάνει νάζια σαν κι εσένα». Πέρασε τη γλώσσα κυκλικά στα χείλη της συλλέγοντας (για πρώτη και τελευταία φορά) τη γεύση του ιδρωμένου κορμιού του. «Το ξέρετε πρίγκιπα ότι δεν ήθελε να σας ζητήσω να χορέψουμε; Είναι ζηλιάρης». Ο Τανκρέντι που τους παρατηρούσε αμήχανος, κατάφερε να πει, «Όταν έχεις έναν τόσο ωραίο και γοητευτικό θείο είναι λογικό να ζηλεύεις, όμως γι' αυτή τη φορά, θα κάνω εξαίρεση».
Μπαίνοντας στην αίθουσα του χορού, τους υποδέχτηκε το υπέροχο βαλς Brillante του Βέρντι. Την οδήγησε στο κέντρο της αίθουσας και καθώς περιστρέφονταν ανάλαφρα, η έκφραση και ψυχή της Κλαούντια Καρντινάλε ταυτίστηκε ξανά μ' εκείνη της Αντζέλικα Σαντάρα. «Όλοι είναι τόσο καλοί μαζί μου και είμαι τόσο ευτυχισμένη θειούλη. Ο Τανκρέντι είναι ένας άγγελος, κι εσείς το ίδιο. Όλα αυτά τα οφείλω σε σας θειούλη, ακόμη και τον Τανκρέντι». «Τα οφείλεις όλα στον εαυτό σου Αντζέλικα. Κανένας Τανκρέντι δεν θα μπορούσε να αντισταθεί στην ομορφιά σου».
«Το μεγάλο χέρι του έσφιγγε τη μέση της με ρωμαλέα αποφασιστικότητα, το πιγούνι του ακουμπούσε στα κυματιστά μαλλιά της που σ' έκαναν να τα ξεχνάς όλα. Το ντεκολτέ της Αντζέλικα εξέπεμπε μια μυρωδιά που έμοιαζε με bouquet à la Maréchale, και κυρίως μια μυρωδιά νεανικού, λείου δέρματος».
Ένιωθε ότι ξανάγινε είκοσι χρονών, τότε που αγνοούσε τι σήμαινε απογοήτευση, πλήξη κι όλα τα άλλα. Κι ο θάνατος, όσο διαρκούσε το βαλς, έγινε για εκείνον «κάτι που αφορούσε τους άλλους».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η σκηνή του χορού γυρίστηκε στο Παλάτσο Valguernera - Gangi του Παλέρμο.
2. Στην ταξική διαφορά μεταξύ των Σαντάρα και των Σαλίνα-Φαλκονέρι αναφέρθηκα στο προηγούμενο άρθρο μου.
3. Ζαν Μπατίστ Γκρεζ, 1725-1805.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.