Σε ανακοίνωση του Ιδρύματος Μάρτιν Παρ την Κυριακή αναφέρεται: «Με μεγάλη λύπη ανακοινώνουμε ότι ο Μάρτιν Παρ πέθανε χθες στο σπίτι του στο Μπρίστολ.
Τον αποχαιρετούν η σύζυγός του Σούζι, η κόρη του Έλεν, η αδελφή του Βίβιεν και ο εγγονός του Τζορτζ. Η οικογένεια ζητά ιδιωτικότητα αυτή την περίοδο.
Το Ίδρυμα Μάρτιν Παρ και ο οργανισμός Magnum Photos θα συνεργαστούν για να διαφυλάξουν και να διαδώσουν την κληρονομιά του Μάρτιν. Θα ακολουθήσουν περισσότερες πληροφορίες. Ο Μάρτιν θα μας λείψει βαθιά.»
Γνωστός για την οξυδερκή ματιά του πάνω στο αγγλικό ταξικό σύστημα, ο Παρ απαθανάτισε ηλιοκαμένους λουόμενους και λέσχες Συντηρητικών, πανηγύρια χωριών και πρωινά με καφέ, συχνά με έντονα χρώματα και πολύ χιούμορ. Το εμβληματικό του φωτογραφικό λεύκωμα The Last Resort (1986) αποτύπωσε παραθεριστές της εργατικής τάξης στο Νιου Μπράιτον του Μέρσεϊσαϊντ και σηματοδότησε μια στροφή στη βρετανική ντοκιμαντερίστικη φωτογραφία — από τη σκληρή, ασπρόμαυρη αισθητική προς ένα πιο παιχνιδιάρικο και χρωματιστό ύφος.
Ο ίδιος έλεγε:
«Βγάζω σοβαρές φωτογραφίες μεταμφιεσμένες σε διασκέδαση.»
Γεννημένος στο Σάρεϊ το 1952, μεγάλωσε στο Έπσομ. Εμπνευσμένος από τον παππού του, ερασιτέχνη φωτογράφο, αποφάσισε να ακολουθήσει τη φωτογραφία ήδη από την εφηβεία του. Σπούδασε στο Manchester Polytechnic και δούλεψε για κάποια καλοκαίρια στο Butlin’s μαζί με τον συνομήλικό του Ντάνιελ Μέντοους. Εκεί γνώρισε τις έντονα κορεσμένες, νοσταλγικές καρτ ποστάλ του Τζον Χάιντ που επηρέασαν το μετέπειτα έργο του.
Μετά τη μετεγκατάστασή του στο Hebden Bridge στο Δυτικό Γιόρκσαϊρ, φωτογράφισε θρησκευτικές κοινότητες πριν γνωρίσει τη σύζυγό του Σούζαν Μίτσελ και μετακομίσει στη δυτική Ιρλανδία, όπου δημοσίευσε, μεταξύ άλλων, το Bad Weather (1982), φωτογραφημένο με υποβρύχια κάμερα.
Ωστόσο, στη συνέχεια, όταν εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του στο Wallasey, στο Μέρσεϊσαϊντ, δημιούργησε το έργο που θεωρούσε ως το σημαντικότερο της καριέρας του. Εμπνευσμένος από Αμερικανούς φωτογράφους όπως οι Joel Meyerowitz και Stephen Shore, το The Last Resort γεννήθηκε από τρία καλοκαίρια στην παραλία του New Brighton, όπου φωτογράφισε περιτυλίγματα fish n'chips, παιδιά που κλαίνε και λούνα παρκ.
Ο διευθυντής του οργανισμού Autograph, Μαρκ Σίλεϊ, δήλωσε:
«Κάποιοι χαρακτήρισαν το έργο του σκληρό, αλλά όταν είσαι κοντά στα πράγματα, βλέπεις και τις ατέλειες. Δεν είχε στόχο τον χλευασμό, υπήρχε μια οικεία απόσταση. Τους αντιμετώπιζε με ισότητα – αν επρόκειτο να φας μια πίτα, θα το φωτογράφιζε, όποιος κι αν ήσουν.»
Αν και το έργο τον καθιέρωσε, δεν έλειψαν οι επικρίσεις. Πολλοί θεώρησαν ότι παρουσίαζε την εργατική τάξη μέσα από ένα προνομιούχο βλέμμα, εστιάζοντας σε ηλιοκαμένα δέρματα και «φθηνές» συνήθειες. Οι υποστηρικτές του όμως τόνιζαν ότι αυτή ακριβώς ήταν η ουσία του Παρ — η αμετακίνητη προσήλωσή του στο να αποτυπώνει τη ζωή όπως είναι, χωρίς ωραιοποιήσεις.
Επιπλέον, ο Παρ ήταν εξίσου καυστικός όταν φωτογράφιζε και τη μεσαία τάξη, της οποίας και ο ίδιος ήταν μέλος. Καθώς η Μάργκαρετ Θάτσερ άλλαζε τη χώρα, μετακόμισε στο Μπρίστολ με τη Σούζαν και την κόρη τους Έλεν. Εκεί, γύρισε το βλέμμα του προς τον κόσμο των garden parties, των εμπορικών εξορμήσεων και των ημερών ανοικτών θυρών σε ιδιωτικά σχολεία — υλικό που οδήγησε στο φωτογραφικό λεύκωμα The Cost of Living (1989).
Ο συγγραφέας και φωτογράφος Τζόνι Πιτς δήλωσε:
«Κανείς δεν συνέβαλε περισσότερο από τον Παρ στην άνοδο του φωτογραφικού λευκώματος ως δημοφιλούς μέσου τα τελευταία 20 χρόνια.»
Με το οξύ, ανθρωπολογικό του βλέμμα, οι φωτογραφίες του προκαλούσαν συχνά πολλαπλές αντιδράσεις — χιούμορ, ενσυναίσθηση, αποστροφή — συχνά όλα μαζί στην ίδια εικόνα. Αντικατόπτριζαν και τη δική του διφορούμενη σχέση με τη Βρετανία: αυτοχαρακτηριζόταν «remoaner», αλλά αγαπούσε τα χωριά, τα τοπικά πανηγύρια και τις παλιές παραδόσεις. Το έργο του δεν ήταν ανοιχτά πολιτικό, αν και κάποτε είχε δηλώσει στον Observer:
«Όλοι οι φωτορεπόρτερ είναι αριστεροί — δεν μπορείς να κάνεις αυτή τη δουλειά αν δεν νοιάζεσαι για τους ανθρώπους.»
Τη δεκαετία του ’90, το έργο του πήρε διεθνή κατεύθυνση: μελέτησε τον τουρισμό στο Small World και την καταναλωτική κουλτούρα στο Common Sense. Το 1994 εντάχθηκε στον φημισμένο φωτογραφικό οργανισμό Magnum, προκαλώντας αντιδράσεις.
Ο ίδιος ο Ανρί Καρτιέ-Μπρεσόν αποδοκίμασε το έργο του, χαρακτηρίζοντάς το «σαν από άλλον πλανήτη», ενώ ο Ουαλός φωτογράφος του πολέμου του Βιετνάμ Φίλιπ Τζόουνς Γκρίφιθς πολέμησε την είσοδό του, λέγοντας:
«Όποιος θεωρείται αγαπημένος φωτογράφος της Μάργκαρετ Θάτσερ δεν ανήκει στο Magnum.»
Ωστόσο, τελικά έγινε δεκτός με οριακή πλειοψηφία — ένδειξη ότι ο οργανισμός άρχιζε να εκσυγχρονίζεται. Ο Παρδιετέλεσε πρόεδρός του μεταξύ 2014 και 2017.
Το 2014 ίδρυσε το Martin Parr Foundation, που φιλοξενεί το φωτογραφικό του αρχείο, αλλά και μια τεράστια συλλογή έργων Βρετανών και Ιρλανδών φωτογράφων.
Η υποψήφια για το Turner Prize Ρενέ Ματίτς, που παρουσίασε έργο της στο Ίδρυμα το 2023, δήλωσε:
«Ο Παρ ήταν γενναιόδωρος με κάθε τρόπο – με το βλέμμα του, τη σοφία του, το χιούμορ του. Πίστεψε σε μένα ως δημιουργό εικόνων, και αυτή η πίστη με συνόδευσε.»
Ο καλλιτέχνης Τζέρεμι Ντέλερ χαρακτήρισε το Ίδρυμα ως μέρος μιας «τεράστιας, συνεχώς αυξανόμενης κληρονομιάς» που στηρίζει τη βρετανική φωτογραφία, προσθέτοντας πως πρόκειται για «έναν πολύ γενναιόδωρο χώρο με εξαιρετική ατμόσφαιρα».
Ο Παρ δεν ήταν μόνο φωτογράφος, αλλά και συλλέκτης: φωτογραφικών λευκωμάτων, καρτ ποστάλ και περίεργων αναμνηστικών. Το βιβλίο του Space Dogs (2019) ασχολείται με τη συλλογή του γύρω από τα διάσημα σκυλιά-κοσμοναύτες όπως η Λάικα, η Μπέλκα και η Στρέλκα. Η συλλογή του από ρολόγια με τον Σαντάμ Χουσεΐν έγινε επίσης βιβλίο το 2004.
Ωστόσο, η μεγαλύτερη του αγάπη παρέμενε η φωτογραφία.
«Πρέπει να είσαι ατρόμητος για να είσαι φωτογράφος. Δεν υπάρχει χρόνος για φόβο», είχε πει.
