Επιμέλεια: Χριστοθέα Ιακώβου
Το 2025 χαρακτηρίζεται ως μία δύσκολη χρονιά για τη βιομηχανία της τέχνης. Το πρώτο εξάμηνο σημαδεύτηκε από υποτονικές δημοπρασίες, καθυστερημένες ή ακυρωμένες φουάρ και το κλείσιμο γκαλερί, κυρίως σε μεγάλες μητροπόλεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ωστόσο, το δεύτερο μισό του έτους άρχισε σταδιακά να αντιστρέφεται το κλίμα. Όπως σημείωσε η Katya Kazakina του Artnet, τον Σεπτέμβριο καταγράφηκε μια ισχυρή παρουσία συλλεκτών στη δημοπρασία της Pauline Karpidas στο Λονδίνο, που ακολουθήθηκε από αξιόλογες επιδόσεις σε φουάρ στο Λονδίνο και το Παρίσι και στη συνέχεια από εντυπωσιακά αποτελέσματα στις κορυφαίες δημοπρασίες του Νοεμβρίου στη Νέα Υόρκη. Η Eileen Kinsella και η Annie Armstrong κάνουν μία ανασκόπηση των πιο αξιοσημείωτων στιγμών των δημοπρασιών, καλών και κακών.
Η «στιγμή» της νοτιοασιατικής τέχνης
Ένα από τα πιο καθοριστικά γεγονότα της χρονιάς σημειώθηκε τον Μάρτιο στη Νέα Υόρκη, στη δημοπρασία Νοτιοασιατικής Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης του Christie’s. Το «Untitled» (Gram Yatra) του 1954 του Maqbool Fida Husain ξεπέρασε κατά πολύ την ανώτερη εκτίμησή του των 3,5 εκατομμυρίων δολαρίων, φτάνοντας τα 13,8 εκατομμύρια. Ήταν η πρώτη φορά που έργο νοτιοασιατικής μοντέρνας τέχνης διέσπασε το φράγμα των 10 εκατομμυρίων, καταγράφοντας ιστορικό ορόσημο για την κατηγορία.
Το έργο απορρόφησε σχεδόν το ήμισυ του συνολικού αποτελέσματος της δημοπρασίας, ύψους 24,9 εκατ. δολαρίων, αφήνοντας σε σαφή απόσταση το δεύτερο υψηλότερο lot: το «Black Sun» (Le Soleil Noir) του 1953 του Syed Haider Raza, που πωλήθηκε έναντι 2,3 εκατομμυρίων. Η διαφορά αυτή ανέδειξε την ιεράρχηση που διαμορφώνεται πλέον στη συγκεκριμένη αγορά, με τον Husain να εδραιώνεται ως παγκόσμιας εμβέλειας καλλιτέχνης και όχι απλώς ως περιφερειακή μορφή.
Η επιτυχία αυτή δεν ήρθε τυχαία. Μετά από δεκαετίες περιορισμένου συλλεκτικού ενδιαφέροντος εκτός Ασίας, καλλιτέχνες όπως ο Husain, ο Tyeb Mehta και ο Raza προσελκύουν πλέον την προσοχή διεθνών μουσείων και μεγάλων συλλεκτών. Το άνοιγμα νέου μουσείου αφιερωμένου στον Husain στην Ντόχα ενισχύει δε περαιτέρω αυτή τη μετατόπιση.
Όταν τα 47 εκατ. θεωρούνται λίγα
Σε πλήρη αντίστιξη με αυτή την άνοδο, η δημοπρασία της συλλογής Leonard και Louise Riggio στη Νέα Υόρκη αποκάλυψε τα όρια της αγοράς των αριστουργημάτων. Το «Composition with Large Red Plane, Bluish Gray, Yellow, Black and Blue» του Piet Mondrian πωλήθηκε έναντι 47,6 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό εντυπωσιακό αλλά κατώτερο των προσδοκιών που το ήθελαν να ξεπερνά τα 50 εκατομμύρια και να καταρρίπτει το ρεκόρ του καλλιτέχνη.
Παρότι η συλλογή «Riggio» απέφερε συνολικά 271,9 εκατομμύρια δολάρια, η συζήτηση επικεντρώθηκε στο γεγονός ότι το αποτέλεσμα υπολειπόταν των εγγυημένων στόχων κατά περίπου 26 εκατομμύρια. Το επεισόδιο αυτό ανέδειξε μια βασική μετατόπιση: ακόμη και τα πιο εμβληματικά ονόματα δεν εξασφαλίζουν πλέον αυτόματα νέες κορυφές.

Το «όχι» της αγοράς στον Giacometti
Αν ο Mondrian θεωρήθηκε μια σχετική απογοήτευση, η περίπτωση του Alberto Giacometti ήταν μια καθαρή αποτυχία. Η μπρούντζινη προτομή «Grande tête mince» (Grande tête de Diego) του 1955, με ζητούμενη τιμή τα 70 εκατομμύρια δολάρια, έμεινε απούλητη στη δημοπρασία Μοντέρνας Τέχνης του Sotheby’s τον Μάιο. Το γεγονός αυτό κλόνισε την παγιωμένη αντίληψη ότι τα λεγόμενα έργα-τρόπαια πωλούνται ανεξαρτήτως συνθηκών.
Η απουσία εγγύησης, σε συνδυασμό με μια πιο επιθετική στρατηγική κατανομής προμηθειών, αποδείχθηκε ρίσκο που δεν απέδωσε. Η αποτυχία αυτή ερμηνεύτηκε ως ένδειξη κόπωσης στην κορυφή της αγοράς, όπου οι συλλέκτες εμφανίζονται πλέον πιο επιφυλακτικοί απέναντι σε υπερβολικές αποτιμήσεις, ακόμη και για εμβληματικά ονόματα.
Το καλοκαίρι των Les Lalanne
Την ίδια στιγμή, η αγορά του design ή η ζώνη όπου design και τέχνη συναντώνται γνώρισε μια από τις πιο εντυπωσιακές της χρονιές. Το καλοκαίρι, παραδοσιακά ήσυχη περίοδος για τις δημοπρασίες, ανατράπηκε από την πώληση του «Grand Rhinocrétaire II» του François-Xavier Lalanne στη Νέα Υόρκη έναντι 16,4 εκατομμυρίων δολαρίων, υπερτριπλάσιου της αρχικής εκτίμησης.
Οι Les Lalanne φαίνεται να έχουν πλέον εδραιωθεί όχι απλώς ως σχεδιαστές συλλεκτικών αντικειμένων αλλά ως καλλιτέχνες με ισχυρή παρουσία στην αγορά της σύγχρονης τέχνης. Οι συνεχείς δημοπρασιακές επιτυχίες, οι θεσμικές εκθέσεις και, κυρίως, το νέο ρεκόρ των 31,4 εκατομμυρίων δολαρίων για ένα μπαρ σε σχήμα ιπποπόταμου τον Δεκέμβριο επιβεβαιώνουν αυτή τη μετατόπιση.
Οι «Παλαιοί Δάσκαλοι» επιστρέφουν
Σε έναν ακόμη απρόσμενο άξονα, η κατηγορία των «Παλαιών Δασκάλων» αναδείχθηκε ως η μόνη που παρουσίασε καθαρή ανάπτυξη μέσα στο 2025. Το «Venice, the Return of the Bucintoro on Ascension Day» του Canaletto πωλήθηκε στο Λονδίνο έναντι 43,9 εκατομμυρίων δολαρίων, καταγράφοντας τη δεύτερη υψηλότερη τιμή που έχει επιτευχθεί ποτέ για έργο αυτής της κατηγορίας.
Πέρα από τις φήμες για τον αγοραστή, η πώληση αυτή επιβεβαίωσε ότι τα έργα υψηλής ποιότητας, με ξεκάθαρη ιστορική και αισθητική αξία, εξακολουθούν να λειτουργούν ως ασφαλή καταφύγια σε περιόδους αβεβαιότητας. Η αυξημένη ζήτηση για Canaletto και άλλους Βενετσιάνους ζωγράφους υποδηλώνει μια στροφή μέρους των συλλεκτών προς πιο «σταθερές» επιλογές.
Παρίσι και Klimt: Η επιστροφή της αυτοπεποίθησης
Το φθινόπωρο, το Παρίσι επανήλθε δυναμικά στο προσκήνιο με τις δημοπρασίες «The Modernites», όπου έργα του Amedeo Modigliani κατέγραψαν εντυπωσιακά αποτελέσματα, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο της γαλλικής πρωτεύουσας ως κόμβου για μεγάλες ευρωπαϊκές πωλήσεις.
Η χρονιά, ωστόσο, έκλεισε με έναν ισχυρό «σεισμό»: την πώληση του «Portrait of Elisabeth Lederer» του Gustav Klimt έναντι 236,4 εκατομμυρίων δολαρίων στη Νέα Υόρκη. Το αποτέλεσμα αυτό δεν κατέρριψε απλώς ρεκόρ αλλά λειτούργησε και συμβολικά, σηματοδοτώντας μια επιστροφή της αυτοπεποίθησης σε μια αγορά που τα προηγούμενα χρόνια κινείτο συχνά αμυντικά.
Μια αγορά σε φάση επαναπροσδιορισμού
Το 2025 δεν υπήρξε χρονιά σταθερότητας. Υπήρξε, όμως, μια χρονιά αποκαλύψεων: για τα όρια της υπερβολής, για τη δύναμη της ποιότητας και για το πώς η αγορά τέχνης, ακόμη και μέσα στην αβεβαιότητα, συνεχίζει να επαναπροσδιορίζει τον εαυτό της.
Οι επιλογές των συλλεκτών, οι στρατηγικές των οίκων και η επαναξιολόγηση της αξίας, αισθητικής, ιστορικής αλλά και συμβολικής, έδειξαν ότι η αγορά τέχνης δεν κινείται πλέον με την ορμή προηγούμενων ετών. Αντίθετα, φαίνεται να εισέρχεται σε μια φάση μεγαλύτερης ωριμότητας, όπου η προσοχή μετατοπίζεται από τον εντυπωσιασμό στη διάρκεια και από το όνομα στο πλαίσιο.
Σε αυτό το περιβάλλον μετάβασης, οι αντιθέσεις της χρονιάς δεν αναιρούν η μία την άλλη αλλά συνυπάρχουν. Οι αποτυχίες συνδέθηκαν με ιστορικά ρεκόρ, οι καθιερωμένες αγορές με νέες γεωγραφικές εστίες ενδιαφέροντος και οι υψηλές προσδοκίες με αυξημένη επιφυλακτικότητα. Το 2025 αποτυπώνει μια στιγμή αναδιάταξης, όπου η αξία δεν μετριέται αποκλειστικά σε τιμές αλλά και στη δυνατότητα των έργων να αντέχουν στον χρόνο, στη θεσμική ανάγνωση και στη συλλογική μνήμη.
