Παράθυρο logo
Διατελώ μετά τιμής, Ηλιάκης
Δημοσιεύθηκε 11.11.2013 11:28
Διατελώ μετά τιμής, Ηλιάκης

Συνέντευξη στη Μερόπη Μωυσέως

Ο ποιητής και συγγραφέας Αντώνης Ηλιάκης μιλά στον «Π» για τη ζωή του στον γενέθλιο τόπο του, την Αναφωτία και το Βαρώσι, για τη γνωριμία του με τον Ευάγγελο Λουίζο, τον Σκοτεινό, σκιαγραφώντας ουσιαστικά, με καθαρότητα, μια εποχή που αξίζει να καταγραφεί και η οποία έχει παρέλθει.


Γεννήθηκα την 1η Φεβρουαρίου 1930 σε ένα χωριό της επαρχίας Λάρνακος, μικρό χωριό, καμιά 700αριά κάτοικοι τότε. Λεγόταν Αναφωτία Λάρνακος και λέγεται ακόμη.


Ο εκ μητρός παππούς μου ήταν από πλούσια οικογένεια. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν από αγάπη και ο πρώτος καρπός αυτής της αγάπης ήμουν εγώ, παρότι δεν είμαι τόσο αξιαγάπητος.


Αν και προχώρησα πολύ στα χρόνια, έχω γερό μνημονικό και θυμάμαι ότι τα πρώτα μου χρόνια ήταν πάρα πολύ ευτυχισμένα. Με παραχάιδευαν μάλιστα, σχεδόν ήμουν ένα βασιλόπουλο, τόσο ωραία με είχαν. Μάλιστα έμενα και σε άλλα σπίτια, σε οικογένειες συγγενικές.


Ήταν αρκετά ευτυχισμένο χωριό η Αναφωτία, δεν καταλάβαινα αν υπήρχε φτώχεια. Ήταν σχεδόν πλούσιο χωριό, με πολλά αμπέλια. Τα σταφύλια ήταν μεγάλη χαρά το φθινόπωρο, γιατί ερχόταν η ΚΕΟ και έπαιρνε τα σταφύλια -τα άσπρα- για βιομηχανοποίηση.


Γινόταν μεγάλο πανηγύρι τότε, η πλατεία γέμιζε κοφίνια σταφύλι και εμείς τα κλέβαμε. Τι θα τους κόστιζε αν κλέβαμε ένα τσαμπί σταφύλι; Αλλά μας φώναζαν.


Με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, άρχισε η οικογένειά μου να φτωχαίνει. Ο πατέρας μου ήταν μάλλον αριστοκρατικός τύπος, δεν του άρεσε να δουλεύει στα χωράφια και αν κάποιος δεν εργαζόταν σκληρά εκείνα τα χρόνια -και τώρα υποθέτω- η οικογένειά του θα φτώχαινε. Ο πατέρας μου ήθελε να καλοπερνά. Και έτσι η οικογένεια φτώχυνε.


Ήμασταν εφτά αδέλφια τότε. Ο ένας έπεσε στη μάχη του Αγίου Σωζομένου το 1964, στις φασαρίες. Ήταν ο Τάσος, ένας από τους ήρωες της Αναφωτίας. Τώρα επιζούμε πέντε. Πέθανε άλλος ένας, ο Χριστοφόρος κατά κόσμον Ιωάννης, επίσκοπος Τελμησσού, ο οποίος απεβίωσε το 2003 σε ηλικία 66 ετών. Υπήρχε και ένας πολύ μικρός αδελφός που σκοτώθηκε σε δυστύχημα το 1935 σε ηλικία 3 ετών. Και δύο οι γονείς, ήμασταν δέκα. Πολλοί ήμασταν, δεν είναι;


Πολύ ευτυχισμένα χρόνια πέρασα και στο λύκειο, ήμουν δημοφιλής και με έλεγαν ‘ο κουμπάρος’. Είχα σχέσεις με τους καθηγητές, με τον Δημήτριο Κουτουμάνο που κάπνιζε ακριβά πούρα Αβάνας, είχε αέρα αριστοκρατικό και ήταν και πλούσιος.


Δεν πρέπει να ξεχάσω τον Βίκτωρα Ιωαννίδη από τη Λεμεσό, που ήταν μαζί μας μέχρι την 3η λυκείου και ήμουν ο ευνοούμενός του. Φαίνεται ότι του άρεσαν οι τρελοί, γατί αγαπούσε και άλλους μαθητές που, όπως κι εγώ, ήμασταν τρελοί. Με τον Διαμαντή και τον Κάνθο ήταν η τριανδρία των ακαδημαϊκών ζωγράφων. Ο Βότσης ο Στέλιος, που πέθανε πριν από έναν χρόνο, ήταν στην ίδια τάξη με μένα. Κατόπιν έγινε μοντέρνος.


Εμένα μ’ ενδιαφέρει το θέατρο πρώτιστα. Ας ανέβαζα και κατέβαζα την αυλαία. Ήμουν παθιασμένος με το θέατρο. Πολύ ήθελα να γίνω θεατρίνος αλλά οι περιστάσεις ήταν τέτοιες που δεν έγινα.


Στο Βαρώσι πήγα την 1η Αυγούστου 1949, σε ένα γραφείο όπου έκαναν εξαγωγή πορτοκαλιών, λεμονιών σε όλο τον κόσμο, στις σκανδιναβικές χώρες, στα λιμάνια της Ερυθράς Θάλασσας, μέχρι τη Σιγκαπούρη και στη Σρι Λάνκα.


Τότε απέκτησα καριέρα γραφέως. Γραφιά, επί το λαϊκότερον. Ο πενιχρός μισθός μού φαινόταν ηγεμονικός: 15 λίρες τον μήνα, με 13ο τα Χριστούγεννα.


Είχα πολιτογραφηθεί Βαρωσιώτης στην ‘πόλη του μέλλοντος’ όπως την περιέγραφαν οι ντόπιοι, που δεν ήταν παρά ένα μεγάλο χωριό με τα καλά και τα κακά του.


Η παρηγοριά για τη μονότονη ζωή μας, εμένα και της συντροφιάς μου, ήταν το βραδινό σινεμά του Χατζηχαμπή, το Ηραίον, και αργότερα στο Ιντεάλ, του περιέργως ονομαζόμενου Δορυφόρου -άνευ δόρατος- Γιαπάνη.


Στο σινεμά, δίναμε ένα σελίνι στην πλατεία, δύο σελίνια στα θεωρεία.


Παίρναμε το δείπνο μας στο εστιατόριο Βυζάντιο στις 9 το βράδυ, με ένα μπουκάλι κονιάκ Αγγλίας και το έξοδο για κάθε συνδαιτυμόνα δεν υπερέβαινε τα 5 σελίνια.


Κάποια στιγμή, η Αμμόχωστος μου φαινόταν σαν βυθισμένη σε βαθύ ύπνο και οι κάτοικοί της ωσάν να περιφερόμασταν υπνωτισμένοι ή σε βαθύ ύπνο.


Δεν υπήρχε καλλιτεχνική κίνηση, μόνο κάποιος κύκλος ανθρώπων με δημιουργική σπίθα. Μόνο η μακαριστή Μαρία Ιωάννου τάραζε λίγο τα νερά του Λυκείου Ελληνίδων. Ο ζωγράφος Γιώργος Πολ Γεωργίου ταξίδευε έξι μήνες τον χρόνο και δεν έσμιγε με κανέναν. Ο Μάνος Κράλης, ποιητής και αυτός, ζούσε στην πόλη σχεδόν απομονωμένος. Σπουδαίος ποιητής ήταν και ο Νίκος Βραχίμης.


Ο Γιώργος Σκοτεινός και ο Γιώργος Κομήτης ήταν, τότε, μαθητές του σχολείου ακόμα.


Υπήρχαν όμως και οι αδελφοί Χατζησωτηρίου.


Τα χρόνια αυτά, ο τουρισμός ήταν υποτυπώδης, σχεδόν ανύπαρκτος. Ήρθαν, όμως, για τουρισμό και έμειναν σε ένα αγροτόσπιτο στον Άγιο Λουκά ο Χριστόφορος Σάββα και ο Ρόντι Μοντ Ρόξμπι. Κυκλοφορούσαν με ποδήλατο. Τους έβλεπαν τόσο εξωτικούς οι τόπακες, με καχυποψία. Ο πρώτος που έγραψε ένα μικρό κριτικό σημείωμα για τον Σάββα, στην εφημερίδα ‘Ελευθερία’, ήμουν εγώ. Ύστερα πήγε στη Λευκωσία και έγινε μια από τις κορυφαίες καλλιτεχνικές φυσιογνωμίες της Κύπρου.


Τα Βαρώσια τώρα περιγράφονται ως ένας τόπος απίστευτος, σαν ένας δρόμος στρωμένος χρυσάφι. Ε, δεν ήταν έτσι, δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα.


Ομολογώ, όμως, ότι η βαρωσιώτικη παραλία και η ανθοφορία των πορτοκαλεώνων πολύ λίγο απείχαν από έναν εξαίσιο παράδεισο. Πρώτος εγώ το παραδέχομαι, που πέρασα τόσα καλοκαίρια στην πλαζ της Αμμοχώστου. Μέχρι τις 31 Ιουλίου 1962. Που έφυγα, έκλεισα τη γραφομηχανή μου, πήγα στη Λευκωσία, πήρα το αεροπλάνο και ήρθα στην Αγγλία.


Ο Παναγιώτης Σέργης, που ήταν καθηγητής στο γυμνάσιο, ο Χριστόδουλος Νεοφύτου, ο Χάρης Παναγιώτου, ο Νόντας Βασιλάκας, ο Σωτήρης Γεωργιάδης, όλοι αυτοί ήταν συν-κυνηγοί μου. Πολύ λίγα ζωντανά σκότωσα και τώρα έχω τύψεις.


Ο Μιχαήλ Χατζηδημητρίου ‘Χατζής’ βάφτισε την ομάδα μας ‘Delices’. O μόνος αριστερός στην ομάδα του Ντελίς ήταν ο Αχιλλέας Πυλιώτης, που έβγαζε το περιοδικό Νέα Εποχή. Αυτός ήταν φίλος μου πολύ. Εγώ δεν ήμουν αριστερός. Ούτε είμαι και τώρα, αν και δεν ψηφίζω το συντηρητικό κόμμα ποτέ γιατί πολλοί δεξιοί βουλευτές, εδώ, είναι ακραίοι.


Η ζωή ήταν ειρηνική, αν όχι ληθαργική. Για κάποιον νέο που θα προτιμούσε να κάτσει στ’ αβγά του διάγοντας ήσυχο βίο, μπορεί τα Βαρώσια να αποδεικνύονταν πόλις των ονείρων. Όχι για μένα. Θυμούμαι, όταν ήμουν 22 ετών, μου προτάθηκε ως σύζυγος νεαρή περιβολάρισσα. Ήταν λίγο ασχημούλα η καημένη, και μου πρότειναν 1.000 λίρες τάκα-τάκα στο χέρι, που θα μου έδιναν μετά το μυστήριο.


Και τι να τις κάνω τόσες λίρες; Ήταν η αφελής ερώτησή μου. Η νύφη πέτυχε καλύτερο κελεπούρι, τραπεζικό με μουστακάκι αλά Κλαρκ Γκέιλμπ. Ελπίζω και εύχομαι να είχαν βίον ανθόσπαρτο.


Παράλληλα στην Αμμόχωστο εργαζόμουν στη βιβλιοθήκη της Ανόρθωσης. Μια μέρα ήρθε ένας μαθητής του γυμνασίου και ζήτησε ένα βιβλίο. Του είπα ‘δεν γίνεται, δεν είσαι μέλος’. Έφυγε και πήγε και βρήκε τον πρόεδρο της Ανόρθωσης, που ήταν τότε ο Αναστάσης Οικονομίδης. Ο ίδιος είχε τυπογραφείο και αργότερα εξέδωσε την πρώτη μου ποιητική συλλογή: 200 αντίτυπα για 22 λίρες.


Ήρθε, λοιπόν, στη βιβλιοθήκη και μου λέει: «Κύριε Ηλιάκη, για όνομα του θεού, δώστε στον μαθητή το βιβλίο, σας παρακαλώ, και θα αναλάβω εγώ την ευθύνη». Του το έδωσα και έβγαλα ένα δεφτέρι για να γράψω το όνομά του.


Γιώργος Σκοτεινός, μου λέει. Σκοτεινός; Τι όνομα είναι αυτό; Δεν τον εμπιστεύτηκα. Γι’ αυτό έγραψα και τον αριθμό του. Και ο Σκοτεινός άρχισε να γελά. Ύστερα μου σύστησε και τον Κομήτη, παραγωγό του ΡΙΚ που πέθανε πολύ νέος, το 1984. Ήταν κι οι δυο μαθητές του Παναγιώτη Σέργη. Αργότερα γίναμε αδελφικοί φίλοι και με τους δύο.


Ο Ευάγγελος Λουίζου ήταν ένας άνθρωπος... μπορεί να πει κανείς ‘αριστοκρατικός’. Για τα δεδομένα της Κύπρου, μπορεί και να ήταν. Ο πατέρας του ήταν δήμαρχος και βουλευτής Αμμοχώστου πολύ παλιά. Νομίζω πως η οικογένειά του προερχόταν από τα Επτάνησα όπως και άλλων Κυπρίων λεγόμενων αριστοκρατών.


Είχε κάποια φήμη πως ήταν απότομος, προ πάντων με λαϊκούς τύπους, και λίγο σνομπ. Αυτό μπορείτε να το επιβεβαιώσετε και με διπλωμάτες και ανθρώπους που τον γνώριζαν καλά. Ο Ευάγγελος διετέλεσε ο σύνδεσμος μεταξύ του ελληνικού και του αγγλικού στρατού στον πόλεμο του ’40. Πέρασε δύσκολους καιρούς, γι’ αυτό λέγεται ότι από τότε το έριξε στο φαγητό, γιατί δεινοπάθησε στην Ελλάδα. Επέζησε, όμως, του πολέμου.


Η δουλειά του Ευάγγελου στο Βαρώσι ήταν η αγελαδοτροφία. Πουλούσε γάλα. Είχε έναν υπάλληλο που του συμπεριφερόταν κατώτερα. Είχε και ένα χωράφι που νοίκιασε ο Ευάγγελος για τις αγελάδες του, σε συνεργασία με τον εργοδότη μου, τον Φρίξο Τσακιστό. Έπρεπε να πληρώσουν μισά-μισά και ο εργοδότης μου με έστειλε στον Λουίζο να εισπράξω το μερδικό του. Ο Τσακιστός είχε ήδη πληρώσει το δικό του.


Πήγα, λοιπόν, στο σπίτι του, αυτό που λένε ‘ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό’. Δεν μ’ αρέσει αυτή η έκφραση.


Ο ηλιακός του σπιτιού ήταν ένας κλασικός κυπριακός. Οι καρέκλες ήταν καλές καρέκλες. Όλα ήταν κυπριώτικα. Ο ίδιος φορούσε μεταξωτά πουκάμισα που ύφαιναν στη βούφα.


Χτύπησα την πόρτα. Ήρθε η υπηρέτρια. Ακούστηκε βήχας από τη σκάλα και εμφανίστηκε ένας άνδρας πολύ συνοφρυωμένος, φορώντας μια ρομπ ντε σαμπρ. Είχε και μια γάτα σιαμαία που την αγαπούσε πολύ.


Πήγα εκεί με την απόδειξη στο χέρι, περίμενα λίγο, ήρθε ο υπάλληλός του και την πήρε μέσα. Σε λίγο εμφανίστηκε ο Ευάγγελος και μου είπε: ‘Αυτά τα ενοίκια πληρώνονται τον Οκτώβριο. Να πάρετε την απόδειξη και να έρθετε ξανά τον Οκτώβριο!’.


Ύστερα από 2-3 μήνες, ξαναθυμήθηκε τα ενοίκια ο Φρίξος Τσακιστός και με ξανάστειλε. Πήγα ξανά με την απόδειξη, δέκα η ώρα το πρωί. Επαναλήφθηκε η σκηνή. Ούτε πέντε δευτερόλεπτα δεν πέρασαν και ήρθε ξανά ο Λουίζος.


- Να πάρετε την απόδειξη και να μην ξανάρθετε! Και ελπίζω να μην σας ξαναδώ!


Και τότε του είπα: ‘Ξέρετε κάτι; Κι εγώ ελπίζω να μην σας ξαναδώ!’


Ο Ευάγγελος είχε τη φήμη εκκεντρικού, ιδιότυπου τύπου. Αλλά μετά την επεισοδιακή μας πρώτη γνωριμία, γίναμε φίλοι.


Υπήρχε ένας Οργανισμός Αναπτύξεως και Προόδου Πόλεως και Επαρχίας Αμμοχώστου, όπου ο Ευάγγελος ήταν πρόεδρος. Μέλη της επιτροπής ήταν ο Μήτσος Μαραγκός, ο Μιχάλης Μοντάνιος, ο Κλεόπας, ο Πρόδρομος Παπαβασιλείου, ο Χαρίλαος Παντελίδης κ.ά. Χρειάζονταν υπάλληλο και έκαναν μια αγγελία. Έγραψα τότε εγώ μιαν αίτηση που έλεγε [έπρεπε να απευθύνεται στον γραμματέα]:


«Κύριε Γραμματεύ, υποβάλλω αίτηση δια τη θέση του γραμματέα. Διατελώ μετά τιμής, Ηλιάκης».


Ο Ευάγγελος με υποστήριξε και με πήραν με μισθό, αν αγαπάτε, δέκα λίρες τον μήνα. Τους είπα δέκα λίρες δεν είναι λίγες; Τουλάχιστον κάντε τες 20! Έγιναν 20 αλλά γι’ αυτό έπρεπε να πηγαίνω στο σπίτι του και να βοηθώ, καθώς μου υπαγόρευε επιστολές. Με είχε περί πολλού, με αγαπούσε. Αν αγαπούσε κανέναν... Κανέναν δεν αγαπούσε.


Πέρασα πολύ καλά στην Αμμόχωστο αλλά άρχισα να βαριέμαι. Ήθελα κάτι ευρύτερο, κάτι καλύτερο. Και μου προσφέρθηκε μια δουλειά στο Λονδίνο – έπαιρνα 27 λίρες τη βδομάδα και πλήρωνα ενοίκιο σε ξενοδοχείο, με δωμάτιο δικό μου και πρόγευμα, που ποτέ δεν έφαγα γιατί βαριόμουνα.



 

Κύριε Ηλιάκη, είπαμε πολλά για το παρελθόν. Να πούμε κάτι και για το σήμερα;


«Σαν τι να πούμε; Κάποια φιλοσοφία; Ας πούμε ότι ένας γέρος τρελός από το Λονδίνο πιστεύει ότι τα γηρατειά έχουν πολύ περισσότερα πλεονεκτήματα από τη νεότητα, γιατί οι απόστρατοι της ζωής δεν είναι αναγκασμένοι να ξυπνούν το πρωί. Ξυπνούν ό,τι ώρα θέλουν, εκτός εάν φύγουν από αυτόν τον μάταιο κόσμο στον ύπνο τους.


Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, θα φροντίσω να σας στείλει ένα μήνυμα ο άγιος Πέτρος που να λέει ότι αυτός ο γέρος ο τρελός από το Λονδίνο μόλις πέρασε τις ουράνιες πύλες με πολύ high spirit, in excellent mood. Πολύ ευδιάθετος και πολύ καλοζωισμένος».


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ: Ο Αντώνης Ηλιάκης στο καφενείο της Αναφωτίας, Νοέμβριος 2013, μπροστά από το τραπέζι, αριστερά.


ΦΩΤΟ ©ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ


ΠΑΡΑΘΥΡΟ | ΠΟΛΙΤΗΣ