Παράθυρο logo
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ: «Η τέχνη είναι το εκλεπτυσμένο τρεμούλιασμα της ψυχής»
Δημοσιεύθηκε 16.12.2013
ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ: «Η τέχνη είναι το εκλεπτυσμένο τρεμούλιασμα της ψυχής»

Συνέντευξη στη Χριστίνα Λάμπρου / Φωτογραφία ©Ελένη Παπαδοπούλου|Παράθυρο| Πολίτης


Δραστήριος και παραγωγικός όσο λίγοι, ο Ανδρέας Χαραλάμπους διατηρεί το δικό του ιδιαίτερο ύφος, και τον δικό του χώρο στο κυπριακό εικαστικό τοπίο.


Επτά χρόνια μετά την καταστροφική πυρκαγιά στο εργαστήρι του και με αφορμή τη μεγάλη, αναδρομικού χαρακτήρα, έκθεση που παρουσίασε στην Πινακοθήκη Χαραλάμπους, ο Κύπριος ζωγράφος μιλά στο «Π».

Να αρχίσουμε από ένα τέλος: την πυρκαγιά του 2006 στο εργαστήρι σας, όπου κάηκαν 1.700 έργα σας. Πώς συνεχίσατε μετά απ’ αυτό;


Μετά την πυρκαγιά είχε τεθεί ένα ουσιαστικό δίλημμα: αν θα αυτοκτονήσω, ή αν θα δουλέψω - αν θα ζήσω. Από τη στιγμή που αποφάσισα να ζήσω, ήταν σίγουρο πια ότι θα ζούσα για να δουλέψω.


Διεφάνη μέσα στους πρώτους μήνες μετά την πυρκαγιά ότι η δουλειά μου, η ζωγραφική, λειτουργούσε ως θεραπεία. Δούλευα ασταμάτητα. Δούλευα παθιασμένα.


Είναι γεγονός ότι αυτά τα επτά χρόνια μετά την πυρκαγιά δούλεψα ακόμη πιο σκληρά απ’ ό,τι δούλευα ακόμη και στα νεανικά μου χρόνια. Ένιωθα σαν ένα μεγάλο παράπονο το ότι θα μπορούσε να φύγω από τη ζωή χωρίς να αφήσω κάτι.


Αυτά τα 1.700 έργα [που κάηκαν] ήταν η δική μου αναφορά στον εικαστικό χώρο. Αυτό το παράπονο εξελίχθηκε σε μανία. Δουλεύω ασταμάτητα και αυτό με κάνει πολύ ευτυχή.


Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να ακολουθήσετε τη ζωγραφική ως επάγγελμα;


Ζωγράφιζα από μικρός. Αυτό ήταν πάντα το ενδιαφέρον μου. Πρέπει να πω ότι οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ανθρώπους που συνέτειναν ώστε να πάρω υποτροφία για να σπουδάσω, γιατί η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς μου ήταν τέτοια που αν δεν κέρδιζα κάποια υποτροφία δεν θα σπούδαζα ποτέ. Κέρδισα την υποτροφία από τον Κυπρο-Σοβιετικό Σύνδεσμο Φιλίας και έτσι βρέθηκα στη Μόσχα.


Πόσο καθόρισαν την εξέλιξή σας ως καλλιτέχνη οι σπουδές στη Μόσχα;


Καταλυτικά. Απόλυτα, απόλυτα.
Ξεκίνησα από ένα χωριό, τη Λευκωσία, και βρέθηκα σε ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά κέντρα του κόσμου. Εκεί, όπου η λογοτεχνία, το θέατρο, η μουσική, το μπαλέτο, βρίσκονταν σε τέτοια επίπεδα που εγώ σαν μέλισσα ρουφούσα αυτή τη μαγεία που βρισκόταν γύρω μου σε όλους τους τομείς των τεχνών. Η ακαδημαϊκή παιδεία στη Μόσχα ήταν πάρα πολύ καλή αλλά πάρα πολύ σκληρή επίσης. Απαιτούσε απόλυτο δόσιμο.


Αυτό συνέτεινε στο να διαπλαστώ και ως χαρακτήρας: μέχρι σήμερα δεν μπορώ να διανοηθώ τη μέρα μου χωρίς ένα μεγάλο μέρος της να είναι δοσμένο στη ζωγραφική. Και έτσι ζω τις μέρες μου μέχρι τώρα. Δεν είχα ποτέ Χριστούγεννα, δεν είχα Κυριακές και Σάββατα, Πάσχα και Δεκαπενταύγουστο. Και οι γιορτές και οι διακοπές μου είναι απόλυτα συνυφασμένες με τη δουλειά μου.


Ένιωθα επίσης ότι εγώ, ένας επαρχιώτης χωρίς καθόλου προετοιμασία, έπρεπε να δουλεύω περισσότερο από τους άλλους στη Σχολή, για να μπορώ να συναγωνιστώ. Δούλεψα σκληρά μέχρι το έκτο έτος που έπρεπε να υπερασπίσω το μεταπτυχιακό μου δίπλωμα. Ως αποτέλεσμα το έργο μου παρουσιάστηκε στις πιο σπουδαίες πινακοθήκες της Ρωσίας, στην Ακαδημία της Μόσχας, στην Πετρούπολη, στο Κίεβο και τυπώθηκε σε πολλές περιοδικές εκδόσεις τέχνης.


Αργότερα, ο καθηγητής μου με ζήτησε να εργαστώ κοντά του ως βοηθός καθηγητής για τρία χρόνια. Αυτό έπρεπε να περιμένει λίγα χρόνια γιατί τέλειωσα τις σπουδές μου αμέσως μετά τον πόλεμο και ένιωθα την ανάγκη να επιστρέψω στην Κύπρο και να προσφέρω με τον δικό μου τρόπο.


Ποιες συνθήκες συναντήσατε επιστρέφοντας; 


Η πρώτη επιστροφή έγινε προς το τέλος του ’74, όταν προετοίμαζα την επί διπλώματι εργασία μου. Μετά το ’74 δεν μπορούσα να συνεχίσω [με το θέμα εκείνο], ήθελα να ασχοληθώ με το θέμα της εισβολής. Και έτσι από το τέλος του ’74 [αν δεν κάνω λάθος ήταν Νιόβρης], ήρθα στην Κύπρο – πολύ δύσκολα τότε, διασχίζοντας τη μισή Ευρώπη μέχρι την Αθήνα και από εκεί με πλοίο στην Κύπρο. Μάζεψα πάρα πολύ υλικό από τους προσφυγικούς καταυλισμούς, από το Προεδρικό, τη χαλασμένη Αρχιεπισκοπή... Μάζεψα το υλικό αυτό και το δούλεψα όταν επέστρεψα στη Μόσχα, όπου το ζωγράφισα και το παρουσίασα.


Σε ποιο βαθμό καθόρισαν το ύφος της ζωγραφικής σας οι σπουδές στην Ακαδημία Σουρικόφ;


Ενώ στη Σχολή είχαμε ένα αυστηρά καθορισμένο ακαδημαϊκό πρόγραμμα, εγώ δούλευα μέχρι τις πρωινές ώρες και σε άλλους μορφικούς χώρους. Ήταν η εποχή που έκανα δοκιμές στον χώρο του Κονστρουκτιβισμού, του Κυβισμού -αναλυτικού και συνθετικού-, έψαχνα διάφορες μορφές τέχνης γιατί ένιωθα την ανάγκη να συγκεράσω αυτά τα δύο πράγματα: το μορφικά νέο το οποίο ήρθε με τις αρχές του εικοστού αιώνα και το ακαδημαϊκό, το οποίο διδασκόμουν στη Σχολή.


Ένα χρόνο πριν τελειώσω τις σπουδές μου, ήρθε το πραξικόπημα και η εισβολή. Αυτό ήταν πολύ καθοριστικό στις μορφικές μου αναζητήσεις. Πήρα την απόφαση ότι ο χώρος στον οποίο θα κινηθώ είναι ο εικονικός χώρος. Δεν θα το ονόμαζα ρεαλισμό, υπό την ευρύτερη έννοια του Ρεαλισμού που είναι συνδεδεμένος με μια κοινωνική διάσταση, αλλά του ρεαλισμού με την έννοια της φόρμας, δηλαδή της εικονικής τέχνης. Όπου το αντικείμενο είναι εικονικό.


Πιστεύετε στην αυτονομία του έργου τέχνης;


Πιστεύω μόνο στην αυτονομία του έργου. Το έργο είναι αυτόνομο. Μπορεί να γίνονται δεκάδες, εκατοντάδες μελέτες, με ένα σκοπό όμως: να οδηγήσουν στην απόλυτη αυτονομία του έργου.


Ποια θεωρείτε πως είναι η θέση της τέχνης σε σχέση με το κοινωνικό πλαίσιο;


Εγώ πιστεύω ότι η τέχνη είναι το εκλεπτυσμένο τρεμούλιασμα της ψυχής του δημιουργού. Εκείνο μεταφράζεται σε τέχνη. Και το κάθε τι που μας περιβάλλει μπορεί να μετατραπεί σε τέχνη. Από το πιο απλό και το πιο ασήμαντο μέχρι το πιο δυνατό, το πιο τραγικό πολλές φορές.


Δεν θα έβαζα ποτέ κάποια σύνορα στο τι μπορεί να είναι τέχνη. Εκείνο που με απασχολεί πολύ κεντρικά, γιατί πιστεύω ότι είναι το κύριο συστατικό της τέχνης, είναι η χρυσή τομή ανάμεσα στο περιεχόμενο και τη φόρμα. Να μπορέσω να βρω τη φόρμα εκείνη που θα προβάλει το περιεχόμενο σωστά. Αυτό μπορεί να είναι στη δουλειά μου ένας βόλος, ή μια σαπουνόφουσκα -που δεν είναι τίποτε-, μπορεί να είναι και η σταύρωση του Χριστού.


Μέσα σε αυτά τα δύο άκρα κινείται η δουλειά μου. Χωρίς εγώ να έχω προτίμηση σε ένα από τα δύο, αντιμετωπίζω και τα δύο με πολύ σεβασμό και τα δουλεύω με πολλή αγάπη. Άλλωστε, στη διαδικασία της δουλειάς, εκτός από τον πολύ κόπο, το βάσανο και την αγωνία μέχρι το επιθυμητό αποτέλεσμα είναι και η ηδονή της ίδιας της διαδικασίας, η ομορφιά της διαδικασίας.


Θεωρείτε πως έχει πολιτική δύναμη η τέχνη;


Η τέχνη έχει μόνο πολιτική δύναμη. Η τέχνη είναι πάντοτε πολιτική, είτε ασχολείται με τα κοινά είτε όχι. Έτσι ήταν πάντοτε, έτσι είναι και έτσι θα παραμείνει. Αν ο Μπαλζάκ δεν έγραφε εκείνο που έγραφε, και ο Ουγκώ, εάν ο Ρίτσος δεν έγραφε εκείνο που έγραφε και έγραφε οτιδήποτε άλλο θα ήταν το ίδιο πολιτικό, από την αντίθετη πλευρά.


Ο Πικασό δεν έβγαινε ποτέ από το εργαστήρι του και κατέγραφε όλα τα πολιτικά γεγονότα από το εργαστήρι του. Ο Ματίς δεν αναφέρθηκε ποτέ στον πόλεμο αλλά έγραφε τη ζωή με τέτοιο τρόπο που βλέποντας τα έργα του δεν θα ήθελες ποτέ να έκανες πόλεμο. Είναι και οι δύο τρόποι πολιτικοί. Δεν υπάρχει κάτι μη πολιτικό, εκτός αν θεωρήσουμε ότι ο καλλιτέχνης δεν είναι μέλος του κοινωνικού συνόλου.


Είσαστε δραστήριος εδώ και δεκαετίες στην επαναπροσέγγιση ανάμεσα στις δύο κοινότητες. Πρόσφατα, το τρίπτυχό σας με τον ελληνικό/κυπριακό/τουρκικό καφέ κοσμούσε τον χώρο των συνομιλιών Χριστόφια - Ταλάτ. Επηρεάστηκε με κάποιο τρόπο η δική σας δουλειά μέσα από αυτή σας τη δράση;


Εικαστικά όχι, αλλά το βλέπω σαν κοινωνικό θέμα, μιας κοινωνίας που θα πρέπει να ζήσει μαζί. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι οι καλλιτέχνες πρωτοπόρησαν για να δείξουν αυτή την προσπάθεια στους πολιτικούς, να πουν: «Κύριοι, εμείς είμαστε μαζί, δουλεύουμε μαζί, εκθέτουμε μαζί, δεν μας χωρίζει τίποτε, κάμετε κάτι». Εγώ έκανα ατομική έκθεση στο Βαρώσι το ’97, κάτι που τότε ήταν αδιανόητο.


Θεωρείτε ότι υπάρχει αυτό που ονομάζουμε «Κυπριακή τέχνη»;
[Παύση] Ναι, υπάρχει... Δεν υπάρχει υπό την έννοια της ενιαίας φόρμας – όπως θα λέγαμε για τη Μεξικανική τέχνη όπου ξέρουμε ότι ο Ορόσκο, ο Ριβέρα, και ο Σικέιρος αν και έχουν κάποιες διαφορές, έχουν περισσότερα κοινά. Όχι υπό αυτή την έννοια.


Η Κυπριακή τέχνη κινείται πάντοτε με επιδράσεις κυρίως από τον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά πιστεύω ότι το ίδιο συμβαίνει σε πάρα πολλές χώρες ειδικά σήμερα που η τέχνη δεν περιορίζεται μέσα στα εθνικά σύνορα. Ξέρουμε σίγουρα ότι υπήρχαν ευρωπαϊκές επιδράσεις και στον Διαμαντή και στον Κάνθο και στον Σάββα, όπως συμβαίνει και σήμερα με τους καλλιτέχνες μας. Όμως πιστεύω ότι ο Κύπριος είχε πάντα ένα δικό του τρόπο γραφής, έβαζε πάντοτε ένα κομμάτι του τόπου του μέσα στη δουλειά του όχι θεματικά, αλλά μιας εσωτερικής κουλτούρας περισσότερο, παρά επίκτητης. Αυτό το πράγμα το βλέπουμε και στον Διαμαντή και στον Κάνθο και στον Φραγκουλίδη, που αν και ακολούθησαν ευρωπαϊκά πρότυπα εντούτοις κατάφεραν να γράψουν με δική τους γλώσσα.


Πιστεύω ότι και οι καλοί νέοι καλλιτέχνες σήμερα αυτό είναι που κάνουν. Θεωρώ ότι οι σημερινοί καλλιτέχνες που ασχολούνται με τις σύγχρονες μορφές βρίσκουν τη δική τους γλώσσα και αυτό το αναγνωρίζω σε πολλούς από τους νέους Κύπριους καλλιτέχνες.


Ναι, υπάρχει Κυπριακή τέχνη. Δεν ξέρω αν στο μέλλον θα μπορέσει να διασαφηνιστεί περισσότερο αυτός ο όρος αν και πιστεύω ότι μάλλον όχι, πιστεύω ότι θα ενταχθούμε περισσότερο μέσα στη σύγχρονη παγκοσμιότητα.


Εννοείτε ότι η ιδιαιτερότητα της Κυπριακής τέχνης οφείλεται στο ότι δεν έχει πλήρως συντονιστεί με το παγκόσμιο πλαίσιο; 


Νομίζω ότι έχουμε ενταχθεί. Η δουλειά, για παράδειγμα, των καλλιτεχνών που εργάζονται με τις σύγχρονες μορφές, είναι ήδη ενταγμένη στο παγκόσμιο πλαίσιο. Πιστεύω όμως ότι η φυσική κουλτούρα, η κουλτούρα του τόπου που μας διέπει είτε το θέλουμε είτε όχι είναι κάπου βαθιά μέσα μας και είναι δύσκολο να απαλλαγούμε από αυτή. Έστω και αν γράψουμε στην παγκόσμια σύγχρονη γλώσσα, πιστεύω ότι ο καθένας γράφει με τον τρόπο της δικής του κουλτούρας.


Να φέρω ένα παράδειγμα: ο Πικασό και ο Μπρακ άρχισαν τον Κυβισμό μαζί, περίπου το 1907. Δούλευαν μέσα στο ίδιο δωμάτιο, όπου έστηναν τις ίδιες ακριβώς νεκρές φύσεις και τις δούλευαν και οι δύο. Βλέποντάς τα μπορεί κανείς να αναγνωρίσει ποιο είναι του Μπρακ και ποιο είναι του Πικασό. Γιατί; Γιατί ο Μπρακ είχε εκείνη τη λεπτότητα, την ευγένεια και τη διακοσμητικότητα της βορειοευρωπαϊκής τέχνης ενώ στον Πικάσο βλέπεις ένα ταμπεραμέντο, έναν ενθουσιασμό, κάτι να βράζει... Απεικονίζουν όμως και οι δύο το ίδιο θέμα.


Άνοιγαν δρόμους στην τέχνη και εν τούτοις έφεραν μέσα τους στοιχεία της εσωτερικής τους κουλτούρας, όχι της επίκτητης, αυτής που μπορούμε να πάρουμε στις σχολές και στις βιβλιοθήκες. Της εσωτερικής κουλτούρας που έρχεται μέσα από τους αιώνες της χώρας μας.


Η εσωτερική κουλτούρα ενός καλλιτέχνη έχει να κάνει με τη χώρα του;
Εγώ πιστεύω πως ναι, είτε το θέλουμε είτε όχι.


Αυτό ισχύει και για σας;
Εγώ προσπαθώ να κάνω κάτι σαν καλλιτέχνης που αν δω ότι μέσα υπάρχει έστω και υπόνοια για σχέση με κάτι άλλο, το καταστρέφω. Θεωρώ, ότι ποτέ δεν έκανα κάτι που να μην είναι Χαραλάμπους, είναι κι αυτό μια από τις κεντρικές μου ανησυχίες σ’ αυτό που κάνω.


Υπάρχει κάποιο θέμα που αγαπάτε ιδιαίτερα να ζωγραφίζετε;
Τα θέματά μου κινούνται από τον βόλο ή τη σαπουνόφουσκα, μέχρι τον Θεό - από το πιο ασήμαντο μέχρι το πιο σημαντικό.

+ Τα έργα της έκθεσης στην Πινακοθήκη Χαραλάμπους [Αιγέως 7, Παλουριώτισσα, Λευκωσία] μπορείτε να δείτε με προσωπικό ραντεβού. Πληροφορίες τηλ. 99364410.


ΠΑΡΑΘΥΡΟ | ΠΟΛΙΤΗΣ