Ο χαρισματικός Δημήτρης Μεσημέρης λίγο πριν φύγει μόνιμα για την Αθήνα, συναντήθηκε με το «Π» στο μουσικό μπαράκι Baristro στην Αγλαντζιά, όπου, όπως θυμάται ο ίδιος, έκανε το πρώτα του live, εννέα χρόνια πριν. Βέβαια, «δεν είναι αποχωρισμός», σημειώνει, καθώς θα συνεχίσει περιοδικές εμφανίσεις σε σταθερούς συνεργάτες-μαγαζιά. Ξεδιπλώνοντας τη σκέψη του, ο Μεσημέρης μιλά επίσης και για την απόφαση που «είχε πάρει εδώ και καιρό», ενώ αφηγείται για τις στιγμές και τους ανθρώπους-«σταθμούς» της μέχρι στιγμής πορείας του.
Κάνεις ένα μεγάλο βήμα στην καριέρα σου αλλά και στη ζωή σου. Τι σε έκανε να πάρεις τώρα την απόφαση;
Την απόφαση δεν την πήρα τώρα, την είχα πάρει εδώ και 4-5 χρόνια, ή μπορώ να σου πω ότι ήξερα ότι θα το κάνω από τότε που σπούδαζα. Γιατί ακόμα και πριν καν πάω για σπουδές, ένιωθα ότι σε κάποια φάση θα ήθελα να πάω στην Αθήνα ξέροντας ότι εκεί είναι η πηγή, έχει παραπάνω ευκαιρίες. Όμως ήρθε ο κορωνοϊός και με πήρε δύο χρόνια πίσω. Μετά ήρθαν άλλες επαγγελματικές υποχρεώσεις, οι οποίες ήταν και για βιοποριστικούς λόγους. Εννοείται ότι παράλληλα έκανα και δισκογραφικές δουλειές, οι οποίες συνδέονταν με την Αθήνα. Απλά πάντα κάτι γινόταν και δεν έβρισκα την ευκαιρία να πάω κάπως πιο μόνιμα.
Τώρα ήρθε επιτέλους αυτή η στιγμή που μπορώ να το κάνω. Και φυσικά τι σημαίνει Αθήνα; Σημαίνει ότι αλλάζω περιβάλλον, αλλάζω κάπως τη μόνιμή μου μεν κατοικία, αλλά δεν πρόκειται να ρίξω μαύρη πέτρα πίσω μου και να πάω να αναζητήσω την τύχη μου και το μέλλον μου εκεί. Είναι μια προεργασία που γίνεται όλα αυτά τα χρόνια. Μέσα από τις δισκογραφικές δουλειές, συνεργάστηκα με εταιρείες, μουσικούς και απέκτησα μια επαφή με την Αθήνα. Οπότε για μένα δεν είναι μεταβατικό, είναι λες και ήδη το ζούσα, γιατί ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια πηγαινοερχόμουν συνέχεια.
Το νέο σου βήμα σημαίνει αποχώρηση από το μουσικό συγκρότημα Prospectus στο οποίο συμμετέχεις εδώ και τρία χρόνια. Πώς νιώθεις που δεν θα είναι στη μουσική σου καθημερινότητα;
Τρία χρόνια και παλαιότερα ήμουν στο συγκρότημα για άλλον έναν χρόνο. Βασικά από τότε που ξεκίνησα δεν μου άρεσε η ιδέα του σταθερού live. Ποτέ δεν μπορούσα να συλλάβω ότι κάθε βδομάδα θα ήμουν στο ίδιο μέρος. Ήταν και ένας από τους λόγους που άργησα να μπω στο σχήμα, γιατί ο Φιλήτας μου το είχε προτείνει και πιο παλιά.
Μια φορά θυμάμαι, οδηγούσαμε για Πόλη Χρυσοχούς και μου λέει “από φέτος θα παίζουμε κάθε δύο Σάββατα” και του είπα “έτσι το ακούω”. Και τώρα που το σκέφτομαι, ίσως ο λόγος που δεν ήθελα αυτή την σταθερότητα, ήταν γιατί πάντα είχα στο μυαλό μου την Αθήνα και ήθελα να έχω την ελαστικότητα να πηγαινοέρχομαι.
Πως νιώθεις που δεν θα είναι στην μουσική σου καθημερινότητα;
Νιώθω ένα περίεργο συναίσθημα. Είναι κάπως σαν τον αποχωρισμό αλλά δεν το νιώθω τελείως αποχωρισμό και όλα τα παιδιά με στήριξαν σ’ αυτήν μου την απόφαση. Έτσι κι αλλιώς ψηνόταν από πριν και το ξέραμε όλοι. Θα νοσταλγώ τις στιγμές που περνούσαμε κάθε εβδομάδα σχεδόν που παίζαμε σε διάφορα μαγαζιά αλλά όπως έγραψα και στα ΜΚΔ, δεν είναι αποχωρισμός από την οικογένεια των Prospectus.
Θες να μιλήσουμε για τον Φιλήτα;
Εγώ του Φιλήτα του χρωστάω πάρα πολλά, ήταν από τους πρώτους που όταν ήρθα από την Αγγλία με έβαλε μέσα στο χώρο. Συγκεκριμένα θυμάμαι την πρώτη φορά είχαμε πάει στην Διαχρονική για τα γενέθλια μίας από την παρέα και σε μια στιγμή στο πρόγραμμα των Prospectus, ο Κώτσιος τραγουδούσε το “Θεέ μου μεγαλοδύναμε” και μ’ έσπρωξαν από την παρέα πάνω στην σκηνή και συνέχισα να το τραγουδώ. Μ’ έπιασε ο Φιλήτας από την πλάτη και μου είπε “κάτσε εδώ, δεν θα πας πουθενά. Σ’ άκουσα προχθές στο Facebook να τραγουδάς και μου έκανες εντύπωση. Κάτσε να πούμε άλλο ένα μαζί”. Όντως είπαμε δυο-τρία άλλα τραγούδια μαζί και την επόμενη μέρα συναντηθήκαμε για καφέ γιατί είχε μια ιδέα για ένα πρότζεκτ. Ήθελε να κάνει κάτι πιο ακουστικό με στόχο να πηγαίνουμε χωρίς πρόγραμμα και να αφήνουμε τα συναισθήματα της μέρας και του κόσμου να το καθοδηγούν — όπως και έγινε — και να γυρίσουμε την Κύπρο, να παίξουμε παντού. Νομίζω δεν υπάρχει χωριό που να μην παίξαμε το ακουστικό πρότζεκτ με τον Φιλήτα. Τότε ήταν που συζητήσαμε σοβαρά να μπω στην μπάντα για μια σεζόν και δυο-τρία χρόνια μετά μας ξαναέφερε με την Φρειδερίκη Τομπάζου. Και μάλιστα υπήρχε και η ανησυχία του αν θα ταίριαζα με το ρεπερτόριο. Από μία φάση και μετά έγινε οικογένεια. Η απώλεια του ήταν ένα από τα μεγαλύτερα χαστούκια της ζωής μου.
Είχες πει σε παλαιότερή σου συνέντευξη ότι έχεις επιρροές από το παραδοσιακό και λαϊκό στοιχείο. Νιώθεις ότι μεταβάλλεται ο προσωπικός σου ήχος;
Φουλ. Γενικά μου αρέσει να πειραματίζομαι και να απορροφώ στοιχεία από όπου κι αν πάω. Ας πούμε όταν πάω κάπου να ακούσω μουσική, γιατί μου αρέσει και θαυμάζω κάτι όμορφο, πιάνω κάτι από αυτό που μου κάνει κλικ. Γιατί για να μας αρέσει κάτι, σημαίνει ότι κάποιο από τα συναισθήματά μας εκείνη την ώρα πυροδοτήθηκε. Οπότε δεν το αφήνω, το εντάσσω με τη δίκη μου αισθητική στη μουσική μου.
Είναι και κάτι που μεταφράστηκε στον καινούργιο σου δίσκο, «Τικ Τακ».
Ναι, το ηχόχρωμα έχει ποικιλία. Αυτό μετέπειτα συνδέθηκε και με το κόνσεπτ του άλμπουμ, η ιδέα ότι όπως ο χρόνος που περνά και αλλάζουμε στη ζωή μας, έτσι κάθε στιγμή, σταθμός, όπως είναι και το κάθε τραγούδι, είμαστε διαφορετικοί στη ζωή μας.
Ποιον ήχο δεν έχεις εξερευνήσει ακόμα αλλά θα ήθελες να εξερευνήσεις;
Τον ηλεκτρονικό ήχο, τον οποίο πλησιάζω αρκετά, ήδη έκανα κάποιες απόπειρες.
Κάπως έτσι προέκυψε το νέο σινγκλ «Βάωσε τζαι ρωμάνισε»;
Με τον Alejo είμαστε πάρα πολλά χρόνια φίλοι και του το πρότεινα αφού έπιασε σειρά τα παραδοσιακά κυπριακά τραγούδια. Το τραγούδι αυτό το ήξερα από τα live και τις εκπομπές. Σκέφτηκα λοιπόν ότι υπάρχει πρόσφορο έδαφος για να παίξεις πάνω του. Άρχισα έτσι να πειραματίζομαι μόνος μου, για να μπορώ να μιλήσω στη γλώσσα του. Πώς αλλιώς θα του το εξηγούσα; Και κάπως το βρήκαμε.
Άρα θα το ξανακάνεις.
Μ’ άρεσε. Κοιτά, ποτέ δεν αδίκησα καμία μουσική, απλά πάντα θέλω η μουσική που θα ακούσω να μην είναι φτηνή, θέλω να νιώθω την προσπάθεια που έβαλε ο άλλος. Καταλαβαίνεις όταν κάτι έχει τέχνη μέσα, σε όλα τα είδη, στο ποπ, ακόμα και στο τραπ. Και κυρίως ο στίχος. Για μένα πρώτα είναι ο στίχος και μετά η μουσική. Ο στίχος είναι αυτός που δίνει λόγο ύπαρξης στο τραγούδι.
Τα τελευταία δύο χρόνια έχεις συμμετάσχει σε μεγάλες συναυλίες, όπως το αφιέρωμα στον Μιχάλη Βιολάρη, αλλά και το αφιέρωμα στη στιχουργό Σάννυ Μπαλτζή στην Τεχνόπολη Αθηνών.
Με τη Σάννυ Μπαλτζή γνωριστήκαμε στο μπαράκι που έχει στο Χαλάνδρι, όταν είχα παίξει ακουστικά και είπαμε ότι θα κάνουμε μια σοβαρή συνεργασία σε κάποια φάση, έναν δίσκο μαζί. Ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία για πρώτη φορά να τραγουδάς στην Τεχνόπολη. Επίσης γνώρισα ανθρώπους τους οποίους θαυμάζω χρόνια και είχα την ευκαιρία να τους μιλήσω.
Επίσης, ήταν η πρώτη χρονιά που έπαιξα στον Σταυρό του Νότου, όπου πήγαμε όλη η παρέα, το σχήμα, οι συνεργάτες μου στην Κύπρο και το ζήσαμε στο φουλ.
Το αφιέρωμα στον Μιχάλη Βιολάρη στην Κρήτη, ήταν με αφορμή τη γιορτή για τα 60 χρόνια στη δισκογραφία του με διάφορες συναυλίες, σε Κύπρο και Ελλάδα. Είναι χαρά και τιμή μου να είμαι ένας από τους ανθρώπους που θα ήθελε σε αυτόν τον τελευταίο, θεωρεί ο ίδιος, εγώ του λέω έχει ακόμα, κύκλο συναυλιών του. Πότισε ολόκληρες γενιές με τα τραγούδια του. Ακόμα και της γενιάς μας και νεότεροι, ακούμε τραγούδια του και νομίζουμε ότι είναι παραδοσιακά, όπως το «Ούλλα χαλάλι σου» και τα «Ριάλια». Όμως ο Βιολάρης τραγούδησε και πολλά τραγούδια του Νέου Κύματος, μελοποιήσεις από ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη και από τον Λίνο Κόκοτο.
Παρόλο που τα τραγούδια σου είναι στην ελληνική γλώσσα, τώρα που θα πας Αθήνα, θέλεις να πάρεις το κυπριακό στοιχείο, να το επικοινωνήσεις εκεί;
Εννοείται, ήδη το κάνω, πάντα το έκανα. Η κυπριακή μουσική γενικά, όλα τα φάσματα, και η παραδοσιακή, και η ορίτζιναλ, παλιά και καινούργια, κομμάτια που γράφονται τώρα, θεωρώ ότι είναι μέρος των επιρροών που πρέπει να προβάλλω προς τα έξω.
Αναφέρθηκες πριν ότι δεν σου αρέσει η σταθερότητα. Σε ελκύει η ζωή του νομά-μουσικού;
Γενικά είμαι άνθρωπος που δεν μπορεί τη ρουτίνα. Και τα τελευταία χρόνια δημιουργήθηκε ένα comfort zone στην Κύπρο, ένιωθα πως ό,τι και να έκανα πλέον επαναλαμβανόμουν. Σίγουρα πάντα υπάρχουν καινούργια πράγματα που μπορείς να κάνεις και πάντα θα ανακαλύπτεις τον εαυτό σου και να γίνεσαι καλύτερος. Αλλά μέσα μου ένιωθα μια επανάληψη και η ερώτηση ήταν «πού θα με πάρει αυτό το πράγμα» και «τι βλέψεις έχω»; Θέλω να μοιραστώ τη μουσική μου με όσους περισσότερους ανθρώπους μπορώ γιατί αυτά που νιώθω στα τραγούδια που επιλέγω να δημιουργήσω ή να τραγουδήσω στα live μου, εκείνα τα συναισθήματα που νιώθω, τις εικόνες που φτιάχνω, θέλω να τα νιώσει όσος περισσότερος κόσμος μπορεί. Η αγορά της Αθήνας είναι πιο μεγάλη αντικειμενικά. Έτσι ένιωσα ότι έχω δύο επιλογές: να μείνω Κύπρο, να κάνω δισκογραφία και να βγάζω λεφτά ή να πάρω τη μουσική μου παραπέρα και να νιώθω ότι έχω πιο πολύ κοινό, και άλλους στόχους να γίνω εκείνο το εργαλείο για να μεταφέρω εκείνα τα τραγούδια; Επίσης όταν πω ότι θα κάνω κάτι, το κάνω. Δεν ξέρω πότε, αλλά σίγουρα σε ένα πλαίσιο ενός χρόνου το κάνω. Μπορεί να μην νιώθω 100% έτοιμος, ψυχολογικά ή τεχνικά, για κάτι αλλά δεν με νοιάζει. Μου αρέσει εκείνο το άγχος, το ριψοκίνδυνο.
Θα ήθελες να δισκογραφήσεις τραγούδια που σε στιγμάτισαν;
Θα το ήθελα παρά πολύ και είναι κάτι που σκέφτομαι να κάνω. Γιατί όταν κολλήσω με ένα τραγούδι το λέω σαν να είναι δικό μου. Για κάποια τραγούδια μάλιστα έχω πάρει ήδη την άδεια.
Πού θα σε δούμε σύντομα;
Υπάρχουν διάφορες προγραμματισμένες συναυλίες.
Ένα σημαντικό αφιέρωμα θα είναι στις 24/09 στο Κηποθέατρο Λεμεσού για τον Μίκη Θεοδωράκη, όπου θα είμαστε παρά πολλοί τραγουδιστές.
Στις 11/10, συμμετοχή σε αφιέρωμα στον Μάριο Τόκα στο Christmas Theater (Αθήνα).
Ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα που θα κάνω στη ζωή μου, στις 16/10 στον Σταυρό του Νότου, επίσημη παρουσίαση του δίσκου «Τικ Τακ». Θα είναι καλεσμένοι οι: Παντελής Θαλασσινός, Βασίλης Προδρόμου και Φρειδερίκη Τομπάζου μαζί με ένα εξαιρετικό σχήμα μουσικών τους οποίους θαυμάζω εδώ και χρόνια. Είναι πολύ συγκινητικό για μένα ότι θα συμπράξουμε μαζί. Και άλλες εκπλήξεις.
20 και 27/10, στην Μπουάτ Απανεμιά, με τη Φρειδερίκη Τομπάζου, τον Αντρέα Παράσχο και τον Ντάσιο Κούρτη.
23/10 με τη Φρειδερίκη Τομπάζου στο Hall of Hellenic Centre, στο Λονδίνο.
25/11 παρουσίαση δίσκου στο Διεθνές Φεστιβάλ Λευκωσίας με μόνο Κύπριους συντελεστές.
Που είναι πολύ σημαντικό για μένα γιατί ανακαλύπτω ότι μου αρέσει πολύ περισσότερο να βρίσκω τους μουσικούς με τους οποίους θα παίξω, στα μέρη που πάω. Γιατί είναι και κοινωνική αλληλεπίδραση. Ανοίγεις τον κύκλο σου παραπάνω, όχι σαν στόχο να πετύχεις κάτι, αλλά περισσότερο σαν ανάγκη.
Άρα Κύπρο θα σε βλέπουμε, θα πηγαινοέρχεσαι αλλά ανάποδα;
Ακριβώς αυτό. Τόσο καιρό πηγαινοερχόμουν Αθήνα, τώρα θα πηγαινοέρχομαι Κύπρο.