Παράθυρο logo
ΚΑΝΝΕΣ 2025: Προπαγάνδα και διαφθορά στο θρίλερ του Ταρίκ Σαλέχ, ύμνος στη γαλλική νουβέλ βαγκ από τον Ρίτσαρντ Λίνκλέιτερ
Δημοσιεύθηκε 20.05.2025
ΚΑΝΝΕΣ 2025: Προπαγάνδα και διαφθορά στο θρίλερ του Ταρίκ Σαλέχ, ύμνος στη γαλλική νουβέλ βαγκ από τον Ρίτσαρντ Λίνκλέιτερ

Ο Νίνο Φένεκ Μικελλίδης γράφει από το φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου στις Κάννες

Η τέχνη συγκρούεται με την προπαγάνδα στο αιγυπτιακό σατιρικό, πολιτικό θρίλερ, «Οι αετοί της δημοκρατίας» του Ταρίκ Σαλέχ, όταν ένας διάσημος σταρ του κινηματογράφου πιέζεται από την αιγυπτιακή κυβέρνηση να πρωταγωνιστήσει σε μια μεγάλη παραγωγή που εξυμνεί τον Πρόεδρο. 

Ο Τζορτζ Φάχμι (στο ρόλο ο Φάρες Φάρες, ο πιο δημοφιλής σταρ του αιγυπτιακού κινηματογράφου), ο φανταστικός σούπερσταρ της ταινίας, γνωστός ως «ο Φαραώ της οθόνης», παρόλο που γυναικάς, ψεύτης και εγωιστής τύπος, με μόνο ενδιαφέρον την καλοπέραση του, έχει τουλάχιστον ένα βασικό καλό, εξακολουθεί να υποστηρίζει πως η δουλειά του καλλιτέχνη έχει πραγματική καλλιτεχνική αξία. Για το λόγο αυτό θα αρνηθεί αρχικά την πρόταση να πρωταγωνιστήσει σε μια ταινία που θα χρηματοδοτήσει το κράτος για να τιμήσει την άνοδο στην εξουσία του τότε Προέδρου Αμπντέλ ελ-Σίσι (η ταινία εκτυλίσσεται το 2015), αν και, όταν αργότερα, εκπρόσωποι του καθεστώτος τον απειλούν πως θα εξαφανίσουν τον έφηβο γιο του, ο Τζορτζ δέχεται απρόθυμα να πρωταγωνιστήσει. 

 

 

 

Αυτή είναι η τρίτη μιας τριλογίας («Το επεισόδιο στο ξενοδοχείο Nile Hilton», 2017 και «το αγόρι από τον ουρανό», 2022), γύρω από τη διαφθορά και την καταπίεση στη σύγχρονη αιγυπτιακή κοινωνία, που σκηνοθέτησε ο αιγυπτιακής καταγωγής Σουηδός Ταρίκ Σαλέχ. Μέσα από το πορτρέτο του Τζορτζ, ο σκηνοθέτης δίνει μια εικόνα των μεθόδων με τις οποίες το τότε τυραννικό καθεστώς προσπαθούσε να ελέγξει όχι μόνο τον απλό λαό αλλά και την τέχνη και τους ανθρώπους με αρχές - «οι αρχές είναι χειρότερες από το AIDS», όπως του λέει κάποιος. Παρόλα αυτά, ο Τζορτζ προσπαθεί, μέσα από την ταινία, να δώσει μια όσο το δυνατόν πιο ειλικρινή εικόνα για την ίδια τη δημοκρατία, κάτι που συνεχώς ελέγχει ο «Δόκτωρ» Μανσούρ, ένα από τα πιο έμπιστα πρόσωπα του Προέδρου που παρακολουθεί και ακούει ό,τι γίνεται και λέγεται στα γυρίσματα της μεγάλης για τη χώρα υπερπαραγωγής (κάτι αντίστοιχο με τις «Δέκα εντολές» του Σέσιλ Ντε Μιλ, όπως σχολιάζει ένας παραγωγός). 

Ενώ προχωρούν τα γυρίσματα (τα οποία παρόλο που εκτυλίσσονται στο Κάιρο, γυρίστηκαν μακριά από την Αίγυπτο), με την ωραία φωτογραφία του ΠιέρΑϊμ και την υποβλητική μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά, και τις διανθισμένες από τον Σαλέχ με χιούμορ σκηνές, ο Τζορτζ κάνει ό,τι μπορεί για να περάσει δικές του ιδέες στην ταινία, φέρνοντας τον σε σύγκρουση με τον φαινομενικά ήρεμο αλλά πάντα απειλητικό Δρ. Μανσούρ, ενώ, εκτός από τον έφηβο γιο του, τη νεαρή φιλενάδα του Τζορτζ (έχει χωρίσει με τη γυναίκα του) και την πρώην γυναίκα του, αρχίζουν να εμφανίζονται και άλλα πρόσωπα που θα παίξουν ρόλο στις απρόοπτες εξελίξεις, ανάμεσά τους, ο Υπουργός Άμυνας και η κάπως περίεργη και μυστηριώδης, δυτικής κουλτούρας, γυναίκα του, μπλέκοντας τον Τζορτζ σε μια εξέγερση που θα ξεσκεπάσει το ακόμη πιο απάνθρωπο, αποκρουστικό πρόσωπο του αυταρχικού καθεστώτος.    

Το γύρισμα της εμβληματικής γαλλικής ταινίας του νέου κύματος, «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ, προσέλκυσε τον Αμερικανό σκηνοθέτη Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ στο συναρπαστικό, εφευρετικό του docudrama, «Nouvelle Vague», φόρος τιμής στην ταινία του Γκοντάρ αλλά και απομυθοποίησή της. Ο άγνωστος μαλιστα ηθοποιός Γκιγιόμ Μαρμπέκ που ερμηνεύει το «τρομερό παιδί» της νουβέλ βαγκ, Ζαν-Λικ Γκοντάρ, φορώντας σε όλη τη διάρκεια της ταινίας τα μαύρα γυαλιά που ο Γκοντάρ φορούσε πάντα, μιμούμενος τέλεια τη ρινική φωνή του, σε κάνει να πιστεύεις πως δεν θα χρειαζόταν ποτέ η AI για να φτιάξει κάποιο πιστό αντίγραφο του διάσημου σκηνοθέτη.

 

 

Ο Λίνκλεϊτερ χρησιμοποιεί μαυρόασπρη φωτογραφία με την κάμερα να περιφέρεται στους δρόμους και τα καφέ όπου είχε γυρίσει ο Γκοντάρ της ταινία του, για να δώσει την ντοκιμαντεριστική αυθεντικότητα στην ταινία, στοιχείο που αναζητούσε ο Γάλλος σκηνοθέτης - γι’ αυτόν ακριβώς το σκοπό, όπως θα δούμε αργότερα, ο Γκοντάρ επέλεξε τον Ραούλ Κουτάρ για διευθυντή φωτογραφίας επειδή ήταν ήδη γνωστός για τις αυθεντικές σκηνές από τον Γάλλο-ινδοκινέζικο πόλεμο που είχε γυρίσει. 

Αφού γνωρίζουμε και τους άλλους συναδέλφους του, σκηνοθέτες από το περιοδικό Cahiers du Cinéma (Τριφό και Σαμπρόλ), αποφασισμένους να αλλάξουν τον γαλλικό κινηματογράφο (ο Τριφό είχε ήδη εντυπωσιάσει στις Κάννες το 1959 με την ταινία του « Τα τετρακόσια χτυπήματα», με τον Γκοντάρ να κλέβει χρήματα από το ταμείο του περιοδικού για να πάει στις Κάννες στην προβολή της ταινίας), ακολουθεί η προσπάθεια του Γκοντάρ να πείσει τον παραγωγό Ζορζ ντε Μπορεγκάρ να χρηματοδοτήσει την ταινία, πείθοντας τον πως πρόκειται για μια αμερικανικού τύπου γκανγκστερική περιπέτεια και μάλιστα με Αμερικανίδα πρωταγωνίστρια (την Τζιν Σίμπεργκ στο ρόλο της Αμερικανίδας φιλενάδας του κλέφτη αντί-ήρωα), έχοντας στο πλάι του έναν άγνωστο μέχρι τότε πρωταγωνιστή, τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό που θα έπαιζε ένα τύπο στο στυλ του Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ. 

Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον της ταινίας είναι βέβαια τα γυρίσματα. Με τον Γκοντάρ να γράφει καθημερινά τους διαλόγους των ηθοποιών (με βάση ένα σενάριο που έγραψε γι’ αυτόν ο Τριφό) που τους μοιράζει την τελευταία στιγμή, χωρίς ειδικούς φωτισμούς, χωρίς ηχοληψία (όλοι οι διάλογοι θα γίνουν post-synch), να γυρίζει όποτε μπορεί, με την ομάδα να κινείται στους δρόμους και του πώς φυσικούς χώρους στο σύντομο διάστημα των γυρισμάτων, χρησιμοποιώντας την έμπνευση της στιγμής για να στήσει τις σκηνές του, με ένα ή δύο το πολύ λήψεις του κάθε πλάνου, κάτι που είχε κάνει δύο χρόνια πιο πριν με την ταινία του «Σκιές» ο Τζον Κασσαβέτης, τον οποίο ο Γκοντάρ θαύμαζε. Όπως θαύμαζε και σκηνοθέτες της παλιότερης γενιάς και με τους οποίους συνέχιζε να έχει σχέση (Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι, Ζαν-Πιέρ Μελβίλ (τον οποίο μάλιστα χρησιμοποίησε σε ένα μικρό ρόλο στο «Με κομμένη την ανάσα». 

Απογοητευτική αποδείχτηκε η νέα ταινία «Άλφα» της Τζούλια Ντικουρνό, βραβευμένης με το Χρυσό Φοίνικα των Καννών το 2021 για την ταινία της «Τιτάνιο». Η ταινία, αλληγορία επιστημονικής φαντασίας, που είδαμε στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα καταπιάνεται με ένα φανταστικό ιό (αναφορά τόσο στο AIDS όσο και στην πρόσφατη πανδημία του Covid), μέσα από την ιστορία ενος 13χρονου κοριτσιού, της προβληματικής Άλφα (Μελίσσα Μπόρος), που ζει μόνη μαζί με τη μητέρα της. Τα προβλήματά της αρχίζουν όταν ένα βράδυ επιστρέφει στο σπίτι της με ένα επικίνδυνο τατουάζ στο μπράτσο της. 

Παντού γύρω της, και ιδιαίτερα στο νοσοκομείο όπου εργάζεται η γιατρός μητέρα της, περιφέρονται πρόσωπα άρρωστα, που όταν βήχουν, όπως ο πρεζάκιας θείος (Ταράχ Ραχίμ) της Άλφα, βγάζουν από το στόμα ένα είδος ασβεστώδους σκόνης, ενώ στη συνέχεια μετατρέπονται σταδιακά σε μαρμάρινα αγάλματα. Η μητέρα της (Γκολσιφτέ Χαραφανί), πιστεύοντας πως ίσως και η Άλφα έχει κολλήσει την ασθένεια, τη μεταφέρει στην κλινική και αρχίζει να την υποβάλλει σε διάφορα, ατέλειωτα  τεστ, ενώ στο σχολείο της, συμμαθητές και συμμαθήτριες της αρχίζουν να την αποφεύγουν, φοβούμενη πως η Άλφα θα τους κολλήσει τον ιό.

Η Ντικουρνό, όπως και στις προηγούμενες ταινίες της («Grave» και «Τιτάνιο»), στρέφεται στο body horror για να αναπτύξει το στόρι της, αναμιγνύοντας παρελθόν με παρόν, με εντυπωσιακά συχνά φλάσμπακ (η  φωτογραφία είναι του Ρούμπεν Ίμπενς) και ωραία μουσική επιλογή, ιδιαίτερα το τραγούδι «The Mercy Seat» του Νικ Κέιβ (στο καλύτερο ίσως τμήμα της ταινίας), με δυστυχώς σοβαρές ελλείψεις στο σενάριο και μια κάπως ασυνάρτητη και επιφανειακή αντιμετώπιση του θέματος, του πώς τελικά μπορεί η νεότερη γενιά (μαζί κι ένα 13χρονο κορίτσι) να αντιμετωπίσει τα τραύματα, τις αρρώστιες και τους εφιάλτες μιας γενιάς που την πρόδωσε. 

(ΚΥΠΕ/ΝΦΜ/ΓΒΑ)    

Tags