Την έναρξη χαιρέτισαν η Γενική Διευθύντρια, Ελίζ Ζαλαντο και ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής του φεστιβάλ, Ορέστης Ανδρεαδάκης, καθώς και κρατικοί και τοπικοί εκπρόσωποι με επικεφαλής με επικεφαλής τον Yφυπουργό Πολιτισμού, Ιάσωνα Φωτήλα, ο οποίος στην ομιλία του, τονίζοντας το ρόλο του Yπουργείου, ανάφερε πως «το Υπουργείο Πολιτισμού και η κυβέρνηση πιστεύουν στον κινηματογράφο και στα οπτικοακουστικά τόσο ως εστία πολιτιστικής δημιουργίας όσο και ως παράγοντα ανάπτυξης».
«Πολιτιστική δημιουργία, που συνεπάγεται δυνατότητα έκφρασης, ταυτότητας και άποψης. Ανάπτυξη, που προκαλείται από τις θέσεις εργασίας, τον κύκλο εργασιών γύρω από τη βιομηχανία των εικόνων, την προσέλκυση ξένων παραγωγών, την αύξηση της επισκεψιμότητας», είπε.
Πρόσθεσε ότι «από το ίδιο βήμα πέρσι σας είχα πει πως ο νέος φορέας που δημιουργήσαμε για τον κινηματογράφο και τα οπτικοακουστικά, το ΕΚΚΟΜΕΔ, θα βρει σταδιακά τον βηματισμό του και θα αρχίσει να λειτουργεί στο πλαίσιο των σκοπών και των επιδιώξεων όλων μας».
Ο σκηνοθέτης της εναρκτήριας ταινίας, Τζιμ Τζάρμους, έστειλε, εξαιτίας του ατυχήματος που πρόσφατα είχε και που δεν του επέτρεψε να ταξιδέψει, βιντεοσκοπημένο μήνυμα στο οποίο ανάφερε ότι «είμαι πολύ περήφανος που θα προβληθεί η ταινία μου Father Mother Sister Brother. Είναι μια πολύ ήσυχη ταινία, που ελπίζω να σας αγγίξει, ελπίζω να γεννήσει ενσυναίσθηση απλώς μέσα από την παρατήρηση, χωρίς να κρίνουμε τους χαρακτήρες που εμπλέκονται».
«Είμαστε πολύ περήφανοι που η ταινία μας συμπεριλαμβάνεται στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ. Σας ευχαριστώ πολύ, το πνεύμα μου είναι εκεί και συγγνώμη που δεν κατάφερα να βρίσκομαι κοντά σας. Ένα μεγάλο ευχαριστώ και από όλους τους συντελεστές της ταινίας, σάς στέλνουμε τον σεβασμό και τις ευχές μας», κατέληξε.
Με νέα παιδιά και τις σχέσεις τους με τους γονείς τους καταπιάνεται στο τρίπτυχό του, «Πατέρας μητέρα αδερφή αδερφός» ο Τζιμ Τζάρμους. Τρεις ιστορίες γυρισμένες σε τρία διαφορετικά μέρη, στο Νιου Τζέρσι στην Αμερική, στο Δουβλίνο στην Ιρλανδία και στο Παρίσι. Μια πολύ προσωπική, συγκινητική στο βάθος ταινία, μελέτη χαρακτήρων, πάνω στις οικογενειακές σχέσεις, με θέματα όπως η μέση ηλικία, οι όχι πάντα ευχάριστες παιδιών και γονιών, η αδιαφορία ορισμένων και η αγάπη άλλων, η απομάκρυνση λόγω δουλειάς, εγγονών αλλά και οικονομικών προβλημάτων, αλλά και τα μυστικά και η άλλη, κρυμμένη πλευρά των προσώπων. Ταινία βουτηγμένη σε μια μελαγχολική ατμόσφαιρα, με μια ομάδα διάσημων ηθοποιών να δίνουν εξαίρετες ερμηνείες.
Με μπόλικο, ιδιόμορφο συχνά, χιούμορ (το ρολόι Rolex που εμφανίζεται και στις τρεις ιστορίες, τις προπόσεις με νερό και καφέ), με ωραίους διαλόγους, με παρόμοιες αναφορές και στις τρεις ιστορίες ανθρώπων στους οποίους το χρήμα έχει ξεχωριστή θέση, ιστορίες χωρίς συγκρούσεις, χωρίς σασπένς, μέσα από σιωπές και βλέμματα, ο Τζάρμους έφτιαξε μια απλή, άνετη, με αίσθημα και λυρισμό ταινία, για να μας μιλήσει για τη ζωή μας, ζωή σίγουρα σύντομη που όμως συχνά σπαταλούμε, χάνοντας τα πιο ενδιαφέροντα γύρω μας: την αγάπη και την επαφή με τους δικούς μας ανθρώπους, την απόλαυση της ομορφιάς στη φύση (οι σκηνές στο πρώτο επεισόδιο με τα διάφορα πρόσωπα να κάθονται σε μια καρέκλα που γυρνάει και βλέπει προς το έξω, τη θάλασσα και γενικά τη φύση), με άλλα λόγια τις αναγκαίες ανθρώπινες σχέσεις.
Σημαντική φέτος η συμμετοχή της Κύπρου με δύο ταινίες στο τμήμα «Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου: επίσημη πρώτη», με τις ταινίες Σμαράγδα του Αιμίλιου Αβραάμ (που εντυπωσίασε στο φεστιβάλ του Ταλίν) και «Εκτροπή» του Μαρίνου Καρτίκκη. Η ταινία «Σμαράγδα» του Αβραάμ που είδαμε στο χτεσινό πρόγραμμα του φεστιβάλ, καταπιάνεται με το θέμα της αυτογνωσίας αλλά και τα προβλήματα μιας μεσήλικης γυναίκας σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία. Η ηρωίδα του, η 46χρονη Σμαράγδα αγωνίζεται να βρει τη θέση που της αρμόζει στην κοινωνία που ζει.
Με αποτυχημένες σχέσεις και μια τηλεοπτική καριέρα που έχει βαλτώσει, η χωρίς σταθερή δουλειά Σμαράγδα, βοηθώντας ένα, ίσως τον μοναδικό, νεότερο φίλο της και αναλαμβάνοντας να απασχολεί με παιχνίδια και διάβασμα μικρά παιδιά τουριστών στη διάρκεια των διακοπών τους, ξεκινά τις «αλλαγές» της. Προσπαθεί από τη μια, να δημιουργήσει την επιτυχημένη καριέρα influencer που απαιτεί ο διευθυντής προγράμματος για να μπορέσει να ξεκινήσει ένα νέο πρόγραμμα, κι από την άλλη, να φτιάξει μια πιο σταθερή σχέση με έναν άντρα που τελικά αποδεικνύεται στενοκέφαλος και σεξιστής, αδύναμος να αποδεχτεί τις δικές της, αντικομφορμιστικές, ιδέες. Προσπάθειες που θα τις δείξουν πως η ζωή δεν είναι όπως την περιμένουμε ή όπως συχνά την οργανώνουμε, κι όπου αυτό που μας τραβάει και μας δίνει την επιμονή και τη δύναμη να αφοσιωθούμε σ’ αυτό με αγάπη και πάθος είναι συχνά κάτι το πιο απλό και όμορφο.
Με μια κάμερα, του Γιώργου Ραματούλιν, να ακολουθεί από κοντά και με επιμονή την πρωταγωνίστρια με ρεαλιστικό στιλ, με ένα σωστά και με την απαιτούμενη άνεση ελεγχόμενο ρυθμό, ο Αβραάμ έφτιαξε μια ταινία που δίνει με τον καλύτερο τρόπο τα αφόρητα και βασανιστικά προβλήματα της γυναίκας που προσπαθεί ν’ ανακαλύψει την ταυτότητα της και να χαράξει το δρόμο της σε μια κοινωνία που συνεχώς της προβάλλει ατέλειωτα προβλήματα. Η εξαιρετική Νιόβη Χαραλάμπους εκφράζει με τρόπο θαυμαστό, με το πρόσωπο, τις εκφράσεις, τις σιωπές, τις κινήσεις και την όλη συμπεριφορά της, τις αγωνίες, τα αδιέξοδα, τις καταπιέσεις, την απελπισία αλλά και την ατέλειωτη επιμονή της ηρωίδας της.
Η γυναίκα είναι στο επίκεντρο και στην έβδομη ταινία «Η ουρά του ελαφιού» ( Whitetail») της Ολλανδής Νάνουκ Λέοπολντ, γυρισμένης στην Ιρλανδία, που είδαμε στις Ειδικές Προβολές του φεστιβάλ. Ένα τραγικό περιστατικό στην εφηβική ζωή της Τζεν (σκοτώνει την αδερφή της σε κυνηγετικό ατύχημα με ένα δειλό αρραβωνιαστικό), θα επηρεάσει ψυχολογικά την επόμενη η ζωή της, όταν, ως οικολόγος δασοφύλακας, αντιμετωπίζει λαθραίους κυνηγούς και συντηρητικά, ανόητα πρόσωπα.
Μέσα από διάφορα, πυκνά, δοσμένα με οικονομία, επεισόδια (με λάιτ μοτίβ το νεκρό ελάφι που εκφράζει τη «νεκρή ζώνη» στη ζωή της Τζεν, αλλά και την κατσαρίδα που νεαρή της χάρισε τη ζωή να παίζει ρόλο συμβολικό στο φινάλε) με την κάμερα να επιμένει στο πρόσωπο της Τζεν (μια δυνατή, δοσμένη με αμεσότητα και πάθος ερμηνεία από την Νατάσα Ο’Κιφ), να εξερευνά τις σχέσεις με έναν αρχικά απόμακρο πατέρα και τα ψυχολογικά της τραύματα που εντείνονται με την επανεμφάνιση του πρώην αρραβωνιαστικού, καταγράφοντας την κάθε λεπτομέρεια της έκφρασης και των σιωπών της, με ένα θεληματικά επιλεγμένο αργό ρυθμό, που όμως δεν κουράζει, με τους φυσικούς χώρους, το δάσος, με τα μυστήρια τους κινδύνους που κρύβει, η Λέοπολντ φτιάχνει μια ταινία γύρω από τον πόνο της απώλειας αλλά και την αναζήτηση λύτρωσης και συγχώρεσης.
