Δανείζομαι τον όρο Bestiaria, που παίζει με τη σύμπτυξη των όρων Beast (ζώο, θηρίο) και Βεστιάρια (ο χώρος στο θέατρο όπου φυλάγονται τα κοστούμια των ηθοποιών για τις παραστάσεις) από τον Πεφάνη (Γιώργος Πεφάνης, Θεατρικά Bestiaria. Θεατρικές και φιλοσοφικές σκηνές της ζωικότητας. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, 2018). Τo θέμα που διερευνώ είναι πώς οι αναφορές σε ζώα συμμετέχουν στα πολιτικά βεστιάρια: στον τρόπο με τον οποίο πολιτικοί κτίζουν δραματουργικά το προφίλ τους, στον τρόπο με τον οποίο ο πληθυσμός της χώρας εκπαιδεύεται και άγεται, και στον τρόπο με τον οποίο η εθνική και η κοινωνική πολιτική αποκτούν νόημα, πειστικότητα και (επι)δραστικότητα.
Ο καρχαρίας και το χρυσόψαρο
Αυτή τη φορά η προεκλογική περίοδος εγκαινιάστηκε πολύ νωρίς καθώς η ενδοκομματική κόντρα Αβέρωφ Νεοφύτου και Νίκου Χριστοδουλίδη πήρε μορφή και νόημα μέσα από ένα Beastiario. Ο Αβέρωφ Νεοφύτου δήλωσε ότι οι προεδρικές εκλογές δεν είναι διαγωνισμός δημοφιλικότητας αλλά θέμα ικανοτήτων, ποιος δηλαδή μπορεί να «κουμαντάρει» τη χώρα: «Ο κόσμος σήμερα είναι εξαιρετικά πολύπλοκος, σε κάθε πεδίο, σε κάθε επίπεδο. Και σε έναν ωκεανό γεμάτο καρχαρίες δεν μπορεί να είσαι χρυσόψαρο. Στις πολύπλευρες ιδιότητες που απαιτεί η προεδρία, πιστεύω ότι ανταποκρίνομαι πλήρως». Δεν ξέρω αν είχατε επαφή και εμπειρία με καρχαρίες. Προφανώς ελάχιστοι έχουν. Η σχέση ανθρώπου με καρχαρία δεν χαρακτηρίζεται από αμεσότητα. Μια τέτοια αμεσότητα δεν είναι ούτε δυνατή αλλά ούτε και επιθυμητή. Η μεγάλη απόσταση από τον καρχαρία δίνει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη στην αίσθηση, τη γνώση, τη σκέψη, την προοπτική, την προθετικότητα προς τον καρχαρία. Μακρινό και απρόσιτο βέβαια είναι και το φεγγάρι αλλά η σχέση μας με το φεγγάρι δεν διαμεσολαβήθηκε κινηματογραφικά από «Τα σαγόνια του Καρχαρία» (Jaws). Αντίθετα, με τον καρχαρία που είναι μακριά το χρυσόψαρο είναι κοντά. Κοντά και κοντής ζωής, βραχύβιας δηλαδή. Αν το έχεις σε γυάλα. Που φαντάζομαι εκεί το έχουμε οι πιο πολλοί. Διότι το χρυσόψαρο το παίρνεις για το χάζι, το χάζι «των μωρών» σου δηλαδή, για να εντυπωσιάζονται και να χαίρονται, χωρίς ιδιαίτερο κόστος, ιδιαίτερο χώρο, χωρίς ιδιαίτερη φροντίδα. Οι μεγάλοι δεν παίρνουν χρυσόψαρα. Τουλάχιστον εγώ όχι. Η σχέση μου με τα χρυσόψαρα ήταν μακάβρια. Το πρώτο pet που είχε το παιδί μου. Του το φέρανε. Και μου φέρανε και εμένα μια αγωνία να μην πεθάνει. (Να μην ψοφήσει μάλλον θα έλεγε κάποιος άλλος για χρυσόψαρο, για καρχαρία μάλλον θα έλεγε να πεθάνει, size matters όταν μετρούμε την εμψυχότητα και θρηνούμε τον θάνατο). Αγωνιούσα διότι πεθαίνουν γρήγορα όσο γρήγορα εκτρέφονται. Πεθαίνουν νωρίς όσο προστατευμένος χώρος κι αν είναι η γυάλα. Οι καρχαρίες αλήθεια πόσο ζουν; Mα πολύ. Όσο κρατάει μια ολόκληρη κινηματογραφική ταινία.
Δεν ξέρω αν ο Αβέρωφ Νεοφύτου αναφερόταν στο Υπουργείο Εξωτερικών and friends ως ένα είδος γυάλας όπου ο πολιτικός προϊστάμενος μπορεί να φαντάζει ηγέτης διότι δρα, σκηνοθετεί και επιτελεί δραματουργικά την αποτελεσματικότητα και τη χάρη του σε ένα ελεγχόμενο περιβάλλον. Και τι κάνει το χρυσόψαρο στη γυάλα πέρα από το να φαντάζει χρυσωπό και να δίνει χαρά στα «μωρά»; Διά γυρούς. Αντίθετα, ο καρχαρίας έχει plan. Και ρότα, όπως το τριγωνικό του πτερύγιο που προεξέχει του εμβυθισμένου σώματός του και ξέρεις από την ώρα που η ματιά σου ευθυγραμμίζεται με τη γραμμή πλοήγησής του ότι κάπου πάει. Ότι και η ματιά σου και μαζί με αυτήν εσύ κάπου επιτέλους πάτε. Ξέρεις πού πάει πριν ο κολυμβητής ή ναυαγός ή αχάπαρος μπει στο κάδρο. Και ταυτίζεσαι τόσο έντονα με την κατεύθυνση και την προθετικότητά του, όσο έντονα τρομάζεις στην ιδέα ότι θα επιτεθεί, θα δαγκάσει, θα ακρωτηριάσει.
Η Τζιούλη (Julie)
H Τζιούλη γεννήθηκε το 1953, πέθανε το 1998 και πέταξαν το νεκρό της σώμα σε μια χωματερή στο Βατί. Η Τζιούλη ήταν «Ο Ελέφαντας» του Ζωολογικού Κήπου της Λεμεσού. Κατ’ ακρίβεια δεν πέθανε· «ευθανατίστηκε». Σκάρτος όρος το «ευθανατίστηκε». Αντίστοιχος ρηματικός τύπος με τον αγγλικό euthanize δεν υπάρχει στα ελληνικά και έτσι είναι δύσκολο να αποδοθεί γλωσσικά η πράξη της υποβολής κάποιου σε ευθανασία. Τι εξυπηρετεί λοιπόν η επινόηση ενός γλωσσικά σκάρτου όρου για να πούμε πώς τερματίστηκε η ζωή της Tζιούλη(ς); Εξυπηρετεί το εξής: αποδίδει γλωσσικά τον τρόπο τερματισμού της ζωής της με τη χρήση ενός ενεργητικού ρήματος. Γιατί όχι θανατώθηκε; Αυτό θα υπαινισσόταν χρήση βίας και βίαιη θανάτωση. Μα δεν την κοίμισαν; Nαι, την κοίμισαν. Διότι λόγω οστεοπόρωσης δεν μπορούσε πια ούτε καν να σηκώνεται. Και υπέφερε; Ναι. Και λυτρώθηκε από τον πόνο με την ευθανασία; Nαι. Ε, τότε, γιατί να επιμένεις στη χρήση ενός σκάρτου, ίσως και άσχημου όρου, όταν θα μπορούσες μια χαρά να πεις «υποβλήθηκε σε ευθανασία»; Διότι η ομαλότητα του όρου θα ομαλοποιούσε τη βία και τον πόνο στην οποία και στον οποίο υποβλήθηκε η Tζιούλη κατά τη διάρκεια των 42 χρόνων διαμονής της στον Ζωολογικό Κήπο Λεμεσού. Θα αποκαθιστούσε τη βία της αργής θανάτωσής της. Το κούγκρενο κλουβί των 50 τετραγωνικών μέτρων δεν ήταν τόπος για έναν ελέφαντα. Υπέφερε. Η Τζιούλη έζησε στον χρόνο της αργής θανάτωσής της όσο εμείς ζούσαμε τα ευτυχισμένα παιδικά μας χρόνια και τη χαρά που κάναμε όταν μας έπαιρναν επίσκεψη στον Ζωολογικό Κήπο «να δούμε τον Ελέφαντα». Εμείς όμως, Ζέλειά μου, μου είπε μια φίλη, που ζούσαμε τζιαμαί κοντά, ακούαμεν ούλλη νύχτα τις παουρκές της.
Την Τζιούλη δώρισε στον τότε δήμαρχο Λεμεσού Παρτασίδη ο Τζον Γουίλκς. Τον έφερε από τον Ζωολογικό Κήπο της Σιγκαπούρης. Το ’56. Έναν χρόνο μετά την έναρξη του ένοπλου απελευθερωτικού αγώνα. Κάποια δημοσιεύματα στο ίντερνετ αναφέρουν ότι ο Γουίλκς ήταν ένας Αμερικάνος. Μα τι Αμερικάνος ήταν τούτος που έκαμνε δώρα… ελέφαντες; Κάποια άλλα δημοσιεύματα αναφέρουν ότι ο Γουίλκς ήταν Άγγλος Major General. Υποπτέραρχος. Μα παράξενο ακούγεται κι αυτό, ο Παρτασίδης ήταν ιδρυτικό μέλος του ΑΚΕΛ και είχε καταδικαστεί και φυλακιστεί από το αποικιοκρατικό καθεστώς. Όσο ασαφής είναι η άφιξή της και τα πολιτικά της δώρισής της, τόσο σαφές το μέγεθός της ως asset Ζωολογικού Κήπου και το κλουβί της ως χώρος αποτελεσματικού εγκλεισμού και έκθεσης, τόσο σαφής ήταν η χαρά που έδινε και η συγκολλητικότητα της χαράς ως κολλητικής ουσίας για παραγωγή αστικής κοινότητας και χρονικότητας μνήμης, και με διάρκεια και με επαναληπτικότητα.
Θα θανατώσουν και τον Δημόσιο Κήπο στη Λεμεσό; Μάλλον. Θα γίνει αργά όπως κάθε αναίμακτη θανάτωση. Θα γίνει σε χρόνο παρακείμενο, καθώς έχει ήδη αρχίσει να γίνεται, κι έτσι η αγγελλόμενη θανάτωση φαντάζει ήδη τετελεσμένη και μη ανατρέψιμη (ή μάλλον φαντάζει χωρίς νόημα η θεώρηση ανατροπής της). Η αργή θανάτωση είναι το modus operandi της θανάτωσης της ζωής, της έννοιας του δημόσιου και της πολιτικής κοινωνίας στην Κύπρο. Χρυσόψαρο ή καρχαρίας; Μα προφανώς και τα δύο, και οι δύο. Οι ψηφοφόροι θέλουν και τόλμη και γοητεία. Και τα bestiaria είναι πολιτικά βεστιάρια. Και τι θέλω να πω με αυτό; Τίποτα άλλο από αυτό: αυτό που παρουσιάζεται να πεθαίνει κατ’ ακρίβεια σκοτώνεται. Από κάποιους. Ακροαστείτε τις παουρκές μέσα στη μεγάλη νύχτα που ζούμε.
*Αναπληρώτρια καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κύπρου