Τρία τα σημεία αναφοράς σ’ αυτή την ανάρτηση, τρεις οι εμπλεκόμενοι φορείς, τρείς και οι επώνυμοι εκπρόσωποί τους:
Κατά πρώτον, το Υφυπουργείο Πολιτισμού και η κα Κασσιανίδου που μάς το έκοψε μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά της, με τον συνήθη «ξεκάθαρο» τρόπο της κυβέρνησης Χριστοδουλίδη. Ναι, βρισκόμαστε μακριά, πολύ μακριά, από τη δημιουργία ενός Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Κοιτάχτε να περάσετε με τη ΣΠΕΛ και τ’ άλλα υποκατάστατα. Κι ας είναι διεθνώς αποδεκτό πως τα εκάστοτε Εθνικά ή Κρατικά Μουσεία φέρουν την κύρια ευθύνη για τη Σύγχρονη Τέχνη που παράγεται στη χώρα τους, την αξιολογούν και τη διαφυλάττουν. Κι όχι μόνο αυτή των νεότερων αλλά κι εκείνη των πρεσβύτερων, ακόμα κι αυτών που δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Επιπλέον τη στηρίζουν αγοράζοντας έργα για τις συλλογές τους και την προωθούν, οργανώνοντας εκθέσεις για το κοινό εντός και εκτός χώρας.
Κατα δεύτερον, προσφάτως παρακολουθήσαμε τη δραστηριοποίηση του Ιδύματος PSI στη Λεμεσό, μ’ εκείνη την επιβλητική εναρκτήρια έκθεση με τίτλο CASTS OF AN ISLAND, που εγκαινίασε ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, εκεί στην μνημειώδη παραθαλάσσια χαρουπαποθήκη στα Τσιφλικούδια, υπό την γενική εποπτεία του δραστήριου συλλέκτη και εκδότη Νίκου Παττίχη.
Κατά τρίτον, ακούμε για τη δυναμική hi-tech επαναδραστηριοποίηση του BOCCF, του Πολιτιστικού Ιδρύματος της Τράπεζας Κύπρου στη Λευκωσία, με την μακρόπνοη έκθεση «Κύπρος Νήσος, Ιστορία-Μνήμη-Πραγματικότητα», υπό τη διεύθυνση του έμπειρου Γιάννη Τουμαζή του Ιδρύματος Πιερίδη, μετά από την εικοσιπενταετή προϋπηρεσία του στο υβριδικό Δημοτικό Κέντρο Τεχνών της Λευκωσίας, το γνωστό NiMAC.
Είναι πολύ νωρίς για μια ουσιώδη αντιπαραβολή των πιθανών «δημοσίων» και «ιδιωτικών» αξιολογικών κριτηρίων, αυτών που κατά πάσα πιθανότητα διαμορφώνουν, εδώ και τώρα που γράφουμε, το corpus της Σύγχρονης Κυπριακής Τέχνης, παρόλο που αυτό θα ήταν εφικτό μέσα από μια ενδελεχή θεώρηση των εννοιών που εμπεριέχονται στα τρέχοντα αφηγήματα των πιο πάνω φορέων, αρχής γενομένης με το κατ’ εξοχήν «κρατικό» αφήγημα που εμπέδωσε με την ερευνητική επιμονή της η ιστορικός Ελένη Νικήτα των πρώην Πολιτιστικών Υπηρεσιών, το πνεύμα του οποίου μεταλαμπάδευσε, υποθέτω, και στην Πινακοθήκη Λεβέντη, κατά τη τελευταία φάση της ζωής της, για να μην αναφερθώ στις «post colonial» και άλλες θεωρήσεις που παρεισέφρησαν μετά την αφυπηρέτησή της εκεί στα δώματα του Υφυπουργείου, όσο αυτό ήταν ακόμα μια ανυπόλογος «Υπηρεσία» στο παλιό Υπουργείο Παιδείας.
Για την ώρα ας κρατήσουμε στα υπόψιν την έννοια της νεοφανούς «νησιωτικότητας», στην οποία κατ’ επανάλειψη αναφέρεται στις πρόσφατες ανακοινώσεις του το BOCCF της Τράπεζας Κύπρου.