Της Νίκης Σιώκη*
Η σύνταξη, η μορφολογία και το λεξιλόγιο μιας γλώσσας είναι ζητήματα που συνδέονται με τη χρήση της γλώσσας και κατά κύριο λόγο απασχολούν τους γλωσσολόγους. Ωστόσο τα διάφορα γλωσσικά ολισθήματα, ή οι παραδρομές που συχνά εντοπίζονται, προβληματίζουν ένα ευρύτερο κοινό και συζητιούνται όχι μόνο από όσους ερευνούν και διδάσκουν τη γλώσσα, αλλά και από κάθε σκεπτόμενο αναγνώστη. Στο παρόν σημείωμα η πράξη της ανάγνωσης αφορά την αποκωδικοποίηση και κατανόηση οποιουδήποτε κειμένου, είτε αυτό εμφανίζεται σε έντυπες ή ηλεκτρονικές σελίδες, είτε σε εξωτερικούς χώρους, όπως πινακίδες, πανό και συστήματα σήμανσης.
Ακριβώς αυτή η αποκωδικοποίηση δεν νοείται χωρίς την τυπογραφία. Η τυπογραφία είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο η γλώσσα αποκτά οπτική μορφή. Ο σχεδιαστής είναι ο επαγγελματίας που αναλαμβάνει να δώσει μορφή στο κείμενο, ώστε οι αποδέκτες του να μπορέσουν να το διαβάσουν και να το κατανοήσουν. Η οπτική μορφοποίηση ενός κειμένου γίνεται με βασικά εργαλεία τα γράμματα του αλφαβήτου και τη διαθέσιμη τεχνολογία αναπαραγωγής τους, με μεταλλικά τυπογραφικά στοιχεία στο παρελθόν, με ψηφιακές γραμματοσειρές σήμερα. Ο σεβασμός στους κανόνες γραμματικής και ορθογραφίας, η γνώση του μηχανισμού της ανάγνωσης, οι περιορισμοί αλλά και οι ελευθερίες που προσφέρει η τεχνολογία, καθώς και η αισθητική ποιότητα συντελούν στον σχεδιασμό κειμένων που προσελκύουν τον καθένα μας να τα διαβάσει και να τα κατανοήσει.
Ο τυπογραφικός σχεδιασμός διαθέτει ένα οπλοστάσιο γνώσεων, κανόνων και συμβάσεων που βασίζεται στη μακρόχρονη πρακτική εμπειρία των τυπογράφων-σχεδιαστών και στα αποτελέσματα της έρευνας που αφορούν τον μηχανισμό της ανάγνωσης, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τη φόρμα των τυπογραφικών χαρακτήρων. Στον Jean Anisson, διευθυντή του Βασιλικού Τυπογραφείου στο Παρίσι προς το τέλος του 18ου αιώνα, αποδίδεται μια από τις πρώτες πειραματικές προσπάθειες ελέγχου της ευαναγνωσιμότητας των τυπογραφικών στοιχείων. Ζητώντας από αναγνώστες να διαβάσουν δυο σελίδες στοιχειοθετημένες με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία, ο Anisson προσπάθησε να αποδείξει ότι τα τυπογραφικά στοιχεία Garamond ήταν πιο ευανάγνωστα από τα τότε μοντέρνα Didot. Από τις αρχές του 20ού αιώνα έρευνες σχετικά με την αντίληψη και την ανάγνωση των τυπογραφικών χαρακτήρων -είτε μεμονωμένων είτε μέσα στις λέξεις- απασχόλησαν κυρίως τους ψυχολόγους και επηρέασαν ως έναν βαθμό την τυπογραφική ποιότητα των κειμένων. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η έρευνα ευαναγνωσιμότητας των Jock Kinneir και Margaret Calvert που χρησιμοποιήθηκε για τον σχεδιασμό των πινακίδων σήμανσης του οδικού δικτύου της Αγγλίας.
