"Εν τζι' έν' εμείς που σας τραβούμε ρε φίλε. Εν το υπουργείο. Κάμε καλά μαζί τους". Εξεδίπλωσα ξανά τα ΦΑΠ τζιαι είδα τα για να βεβαιωθώ. Τρεις φορές του χρόνου. Τρεις φορές έφεδρος.
"Κύριε λοχαγέ", είπα αβέβαια.
Αβέβαια τζιαι μισοδότζιην, επειδή ακόμα τζιαι σήμερα, είκοσι χρόνια μετά, εν ξέρω πώς να αποκαλέσω οποιονδήποτε αξιωματικό στον στρατό. Εν το γυρίζει η γλώσσα μου το σκέτο "λοχαγέ", χωρίς πρόθεμα. Το "ρε λοχαγέ" ξινίζει νάκκον τη γλώσσα μου. Νιώθω ότι εν σέβουμαι τη δουλειά του άλλου. Όποια τζι' αν ένι.
"Κύριε λοχαγέ, έσιει κοπελλούθκια που εν στρατιώτες τωρά, που εγεννηθήκαν την χρονιά που απολύθηκα. Τι με τραβολοάτε εμένα, ακόμα;"
Εχαμογέλασε άγαρμπα. Εκάλυψε τα μάθκια του με την παλάμη του σιερκού του. Εκατέβασε την κάτω, μπροστά που το πρόσωπό του. Σαν να τζιαι εκαθάριζε έναν πέπλο σκόνη. Σαν να τζιαι εβαρέθηκε να ακούει την ίδια κουβέντα που ακόμα έναν έφεδρο.
Ψηλός, νεαρός. Γυμνασμένος, με καθαρό πρόσωπο τζιαι φρεσκοξυρισμένος. Ελαφρά ξεβαμμένη παραλλαγή τζιαι ακριβά, μπεζ άρβυλα, σε στυλ "είμαι προβλεπόμενος, αλλά όχι ψαρωμένος". Μέσα που τα κλειστά του μάθκια εφαίνουνταν χιλιόμετρα τροχάδην στη Σχολή Ευελπίδων, άψογοι φάκελοι μαξιλαριών τζιαι βολές 50/50 με G3. Την ώρα που εγύρισε να με δει, είδα τον να κάθεται στη θέση του αεροπλάνου, με την επίσημη στολή του ανθυπολοχαγού. Με το πηλίκιο στο γόνατο, τα γυαλισμένα λουστρίνια τζιαι καρφιτσωμένη στο πέτο του την ιδέα "εγώ εν να κάμω την διαφορά".
"Τι να σου πω ρε μάστρε τωρά" απάντησε. Ό,τι δουλειά τζιαι να κάμνεις, άμα φορείς παραλλαγή χωρίς διακριτικά, γίνεσαι αυτόματα μάστρος.
"Επροσλάβαν μισθωτούς στρατιώτες αφού. Πάλε φέρνουν μας τζιαι εφέδρους. Νομίζεις εμέναν αρέσκει μου;"
Εκατάλαβα ότι εμετάνιωσε μόλις είπε τούτη την κουβέντα. Ένα κομμάτι του πρέπει να τον εκέντρισε τζιαι να του εθύμισε ότι δεν πρέπει να αμφισβητεί ή να αμφιβάλλει για τες αποφάσεις ή τες διαταγές του υπουργείου.
"Σαν να τζιαι φέρνετε τον Ράμπο. Έσιει σχεδόν είκοσι χρόνια, έρκουμαι, κάμνω υπομονή μια-δκυο νύχτες, θωρώ γυρόν μου ώσπου να μου δώκετε ένα ΦΑΠ να πάω στο καλό. Σαν να τζιαι πρέπει να με θωρείτε δκυο-τρεις φορές τον χρόνο να βεβαιώνεστε ότι είμαι καλά στην υγεία μου. Εμπορούσετε να πιάνετε τηλέφωνο, το ίδιο θα έκαμνε".
Εστράβωσε το στόμα του τζιαι εσήκωσε απορημένα τους ώμους του. Σιωπηλός, εκοίταξεν με για κάποια δευτερόλεπτα.
"Ετέλειωσες;", είπε μου η σιωπή του.
"Ετέλειωσα", είπε η δική μου.
"Κύριε λοχαγέ, εμείς που πάμε σκοποί δικαιούμαστε να πάμε καψιμί πριν να πάμε αναφορά;", ερώτησε ένας μιτσής, στημένος προσοχή.
"Έσιει πρόγευμα μες στα μαγειρεία! Εν να πάθετε καμιάν αρρώσκιαν που τες πελλάρες που μασάτε ούλλη μέρα που το καψιμί".
"Το καψιμί εν έσιει πόκες, κύριε λοχαγέ!"
"Κάμετε ό,τι νομίζετε", είπε σιγανά. Στο ποφύσιμά του, άκουσα την απογοήτευση. Σαν σφαίρα που πάει άκαη.
Εν είπα τίποτε. Εγύρισα μεταβολή τζι' έφυα.
