Παράθυρο logo
Συρανό ντε Μπερζεράκ
Δημοσιεύθηκε 21.01.2019
Συρανό ντε Μπερζεράκ

Συγγραφέας: Εντμόν Ροστάν

Μετάφραση: Λουίζα Μητσάκου

Σκηνοθεσία - δραματουργική επεξεργασία: Αχιλλέας Γραμματικόπουλος

Μουσική: Γιώργος Ανδρέου

Σκηνικά - κοστούμια: Έλενα Κατσούρη

Χορογραφία - κίνηση: Χλόη Μελίδου

Μουσική διδασκαλία: Μαρία Θεοδότου

Σχεδιασμός φωτισμών: Γεώργιος Κουκουμάς

Ερμηνεύουν: Χάρης Αριστείδου, Αλέξανδρος Αχτάρ, Γρηγόρης Γεωργίου, Σαββίνα Γεωργίου, Πέτρος Γιωρκάτζης, Γιώργος Ευαγόρου, Νεκτάριος Θεοδώρου, Κώστας Καζάκας, Στέλιος Καλλιστράτης, Αντώνης Καλογήρου, Χάρης Κκολός, Βαλεντίνος Κόκκινος, Λώρης Λοϊζίδης, Παντελίτσα Λοΐζου, Αντρέας Μακρής, Παναγιώτης Μπρατάκος, Ήβη Νικολαΐδου, Αντρέας Φυλακτού, Αντωνία Χαραλάμπους

Παραγωγή: ΘΟΚ

Όταν ο Εντμόν Ροστάν έγραφε το 1896 την, «κατά παραγγελία» από τον γνωστό ηθοποιό της εποχής Κονστάν Κοκλέ, ιστορία του Συρανό ντε Μπερζεράκ, εμπνευσμένος από τη ζωή του ρηξικέλευθου φιλόσοφου, ποιητή και δεινού ξιφομάχου Σαβινιέν ντε Συρανό (1619-1655), σίγουρα δεν περίμενε ότι θα δημιουργούσε μια τομή, όχι μόνο στη γαλλική, αλλά και στην παγκόσμια δραματουργία. Ότι μόνο στη Γαλλία, το έργο του θα ξεπερνούσε τις πέντε χιλιάδες παραστάσεις και ότι ο ίδιος, αλλά και ο Συρανό του, θα έμεναν για πάντα στο πάνθεον της ιστορίας του θεάτρου. Η ιστορία του δύσμορφου Συρανό, απαλλάσσοντας το κοινό από τη σκληρότητα και την ασχήμια που είχε επιβάλει ο νατουραλισμός, θύμιζε ότι υπάρχει και μια πιο ρομαντική εκδοχή της ζωής, έστω κι αν δεν καταλήγει σε αίσιο τέλος. Η πρωτοτυπία και η διαφορετικότητα του Συρανό ως ήρωα βρίσκονται στο ότι κινείται διαρκώς ανάμεσα σε αντιθετικά δίπολα: το κωμικό και το τραγικό, το μυθιστορηματικό και το ποιητικό, το ιπποτικό - ηρωικό και το καθημερινό, το ρομαντικό και το ρεαλιστικό. Τα δίπολα αυτά καταφέρνουν να αποτυπωθούν μέσα από τον πηγαίο ποιητικό λόγο του Ροστάν στο πρόσωπο του ήρωά του. Ο Συρανό είναι ένα από τα πιο πολυσχιδή θεατρικά πρόσωπα: πρωτότυπος, εφευρετικός, ευφυής, σαρκαστικός, αυτοσαρκαστικός, παιγνιώδης, κωμικός και τραγικός ταυτόχρονα, σκληρός αλλά και ευαίσθητος. Φέρει κάτι από τη γοητεία και τη γενναιότητα των «Τριών Σωματοφυλάκων», χωρίς όμως να χάνει τα στοιχεία που τον καθιστούν γήινο και ανθρώπινο. Μέσα από τον Συρανό, ο Ροστάν πραγματοποιεί μια κατάδυση στον ψυχικό κόσμο του ήρωά του, καταδεικνύοντας τη ματαιότητα και την παροδικότητα της εξωτερικής ομορφιάς. Ο Συρανό είναι, αναμφισβήτητα, ένας από τους γοητευτικότερους «άσχημους» ήρωες του θεάτρου.

Αυτή η καθολικότητά του, αλλά και η έντονη θεατρικότητα του έργου που κινείται διαρκώς ανάμεσα στο παραμύθι και την πραγματικότητα, είναι που καθιστούν το «Συρανό ντε Μπερζεράκ» ένα έργο γοητευτικό ακόμη και σήμερα. Αυτό είναι και το στοίχημα του κάθε σκηνοθέτη που αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον ρομαντικό αυτό ήρωα: να πείσει, τον σύγχρονο θεατή, ότι η έμμετρη αυτή ιστορία τον αφορά και ότι μπορεί να τον συγκινήσει.

Ο Λώρης ως Συρανό: Έχω την αίσθηση ότι ο Λώρης Λοϊζίδης, στην προσπάθειά του να αντιταχθεί στην τηλεοπτική του εικόνα, δημιούργησε έναν Συρανό σοβαροφανή, θλιμμένο, οργισμένο και εν τέλει μονοδιάστατο

Το έργο αυτό ταιριάζει γάντι στις προδιαγραφές της κεντρικής σκηνής του ΘΟΚ. Ικανοποιεί το αίτημα για κλασικό ρεπερτόριο, προϋποθέτει πολυπρόσωπο θίασο και προσφέρεται για να δώσει μια παράσταση με πινελιές υπερθεάματος: εντυπωσιακές εναλλαγές σκηνικών που αξιοποιούν τις δυνατότητες της σκηνής, πλούσια κοστούμια, χορός, τραγούδι, γέλιο, δράμα και ένας δυνατός πρωταγωνιστικός ρόλος, δέλεαρ για κάθε άνδρα ηθοποιό. Ο Αχιλλέας Γραμματικόπουλος δοκιμάζει τις δυνάμεις του στον ρόλο του σκηνοθέτη και δίνει, σίγουρα, μια καλοστημένη, συνεπή, καλοδουλεμένη στη λεπτομέρειά της παράσταση συνόλου, βασισμένη σχεδόν αποκλειστικά στις εγχώριες δυνάμεις, χωρίς όμως να κατορθώνει να δρασκελίσει τα περιγράμματα της συμβατικής σκηνοθεσίας. Στην προσπάθειά του να πετύχει τη συνταγή της παράστασης για όλα τα γούστα, καταλήγει σε ένα συνονθύλευμα αισθητικών ειδών, χωρίς σκηνική ομοιογένεια. Στοιχεία Μπελ Επόκ συνυπάρχουν με το μπαρόκ, το ιπποτικό μυθιστόρημα, τις επικές μάχες και τη φαντασμαγορία του μιούζικαλ, στερώντας από την παράσταση την εσωτερική συνοχή, αφού το κωμικό και το τραγικό στοιχείο δεν κατορθώνουν να δέσουν αρμονικά σε ένα ομοιογενές σύνολο. Η ίδια ασυμφωνία υπάρχει και στα σκηνικά: ο εύστοχος σκηνικός αφαιρετισμός που επιτυγχάνεται μέσα από τα περιγράμματα, τις σκάλες και τους φωτισμούς, έρχεται σε αντιδιαστολή με τη σκηνική φλυαρία του ζαχαροπλαστείου και του πεδίου της μάχης, όπως επίσης και με τον ενδυματολογικό πλουραλισμό που, ακολουθώντας μια καθαρά ρεαλιστική αισθητική, πότε παραπέμπει σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους και πότε όχι. Τα σκηνοθετικά ευρήματα δεν λειτούργησαν υπέρ της παράστασης, ιδιαίτερα στις πολυπρόσωπες σκηνές. Η θορυβώδης έναρξη με τα φώτα της πλατείας να μην έχουν σβήσει και τους ηθοποιούς να περιφέρονται γύρω από τους θεατές, να φωνάζουν και να τρέχουν, αλλά και οι φλύαρες -μουσικά- σκηνές στο ζαχαροπλαστείο και στο στρατόπεδο των Γασκώνων, δημιούργησαν ένα πρώτο μέρος με υπερβολικές εντάσεις, σκηνικά, κινητικά, φωνητικά και υποκριτικά. Αντίθετα, η σκηνική λιτότητα και οι χαμηλοί τόνοι του δεύτερου μέρους, το οποίο βασίστηκε κυρίως στην υποκριτική δύναμη των ηθοποιών, στην ενδυματολογική απλότητα και στις δυνατότητες του φωτισμού, αποδεικνύονται τα ισχυρά χαρτιά της παράστασης. Το καταληκτικό τραγούδι (Γιώργος Ανδρέου), άρτια εκτελεσμένο από την Αντωνία Χαραλάμπους και τον λοιπό θίασο, παρά τον μελοδραματικό του τόνο, κατορθώνει να συγκινήσει και να συγκεντρώσει όλη την ουσία του έργου.

Η επιλογή του Λώρη Λοϊζίδη στον ρόλο του Συρανό αποτελεί τόλμημα. Είναι ένας ηθοποιός αναμφισβήτητα ταλαντούχος, ο οποίος ωστόσο φέρει μια ισχυρή τηλεοπτική περσόνα στη συνείδηση του κοινού, από την οποία πολύ δύσκολα μπορεί να απαλλαγεί. Σίγουρα πρόκειται για μια εύστοχη, εμπορικά, απόφαση. Έχω την αίσθηση, ωστόσο, ότι ο Λώρης Λοϊζίδης, στην προσπάθειά του να αντιταχθεί στην τηλεοπτική του εικόνα, δημιούργησε έναν Συρανό σοβαροφανή, θλιμμένο, οργισμένο και εν τέλει μονοδιάστατο. Η υπερβολική «φυσικότητα» στην εκφορά του λόγου που σχεδόν καταργούσε την ποιητικότητα της έξοχης μετάφρασης και την έκανε να ακούγεται σαν πρόζα, έδωσε μια άνευρη και επίπεδη ερμηνεία σε υπερβολικά χαμηλούς τόνους (σε πολλά σημεία δεν μπορούσαμε να ακούσουμε ολόκληρη τη λέξη ή την πρόταση), ακυρώνοντας, έτσι, ένα βασικό χαρακτηριστικό του Συρανό: την ευφράδεια. Στην ερμηνεία του Λώρη Λοϊζίδη δεν μπόρεσα να διακρίνω τις αντιφάσεις και τις ρωγμές του ψυχισμού του Συρανό, ούτε και να εντοπίσω όλα εκείνα τα στοιχεία που τον καθιστούν έναν τόσο ιδιαίτερο και πολυεπίπεδο ήρωα.

Αντίθετα, η Αντωνία Χαραλάμπους, δοσμένη απόλυτα στον ρόλο της, με ευγλωττία και ορθοφωνία, κατακτά απόλυτα τον έμμετρο λόγο και τον μεταφέρει με πηγαίο συναίσθημα στον θεατή. Βιώνοντας εσωτερικά τις μεταστροφές της ηρωίδας και τις μεταπτώσεις από το κωμικό και παιγνιώδες στο τραγικό, δίνει μια πολυδιάστατη, σχεδόν σύγχρονη, Ρωξάνη. Ο υπόλοιπος θίασος, πολύ καλά συντονισμένος, ιδιαίτερα στις σκηνές που λειτουργεί εν χορώ (σημαντική η συμβολή της Χλόης Μελίδου στην κίνηση και της Μαρίας Θεοδότου στη μουσική διδασκαλία), δίνει συχνά την αίσθηση ενός περιπλανώμενου θιάσου. Ξεχωρίζω τις απολαυστικές παρεμβάσεις του Βαλεντίνου Κόκκινου και στους τρεις ρόλους που υποδύεται, την εξωστρεφή ερμηνεία του Κώστα Καζάκα στον ρόλο του Ραγκενώ και την εύστοχη ερμηνεία του Χάρη Κκολού στον ρόλο του Λε Μπρε. Ο Γιώργος Ευαγόρου κατορθώνει να απαλλάξει τον Κριστιάν από τη μονοδιάστατη ερμηνεία του ωραίου αλλά κουτού νέου, ενώ η σκηνική του χημεία με την Αντωνία Χαραλάμπους τους καθιστά, σχεδόν, ένα ιδανικό ζευγάρι. Ο Νεκτάριος Θεοδώρου ενώ εξωτερικά ταιριάζει απόλυτα στον ρόλο του Ντε Γκις, του στερεί με την ερμηνεία του τη δόση κακίας και αναρχικότητας που απαιτεί ο ρόλος, ως το αντίπαλον δέος του Συρανό.

Μια παράσταση πληθωρική που προσφέρει απλόχερα το θέαμα και αναβιώνει, ευσχήμως, το έργο, χωρίς όμως να του δίνει μια νέα ανάγνωση και μια σύγχρονη πνοή.