Δεσποινίς Τζούλη

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 13.5.2019

Οι ερμηνείες των τριών ηθοποιών κινήθηκαν σε ένα μονοδιάστατο επίπεδο, αυτό της ρεαλιστικής απόδοσης του κειμένου, αδυνατώντας να αποκαλύψουν τα κίνητρα και να δώσουν τις μεταπτώσεις και τις αντιφάσεις του ψυχισμού των ηρώων


Σκηνοθεσία: Ανδρέας Χριστοδουλίδης

Παίζουν: Κρίστη Παπαδοπούλου, Σωτήρης Μεστάνας, Βασιλική Ανδρέου

Παραγωγή: Θέατρο Ένα

Το μεσοκαλόκαιρο του 1888, ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ, επηρεασμένος από τη διαμονή του στον εξοχικό Πύργο της κόμισσας Λουίζ ντε Φρανκενάου στη Δανία, αλλά και τη σύντομη ερωτική σχέση που ανέπτυξε εκεί με την ανήλικη αδερφή του επιστάτη του Πύργου, εμπνέεται και γράφει τη «Δεσποινίδα Τζούλια» και τους «Δανειστές» (βλ. εισαγωγή στο: Α. Στρίντμπεργκ, «Δεσποινίς Τζούλια», μφρ. Μαργαρίτα Μέλμπεργκ, Νεφέλη, Αθήνα 1996). Η τολμηρότητα του έργου δυσχεραίνει τόσο την εκδοτική, όσο και τη σκηνική του πορεία, ενώ φέρνει τον συγγραφέα στα όρια της οικονομικής και προσωπικής καταστροφής, σημαίνοντας την επιστροφή του στη Σουηδία. Αυτό το ίδιο έργο, ωστόσο, παρά την πληθωρική συγγραφική παραγωγή του Στρίντμπεργκ, ήταν αυτό που έμελλε να του χαρίσει διεθνή φήμη και να αποτελέσει το δημοφιλέστερο και πιο πολυπαιγμένο έργο του μέχρι σήμερα.

Με τη «Δεσποινίδα Τζούλια» ο Στρίντμπεργκ δημιουργεί ένα νατουραλιστικό έργο με τέλεια σκηνική οικονομία –τρία πρόσωπα, ένα σκηνικό, συμπυκνωμένος χρόνος (η διάρκεια της νύχτας του μεσοκαλόκαιρου)– ενώ κατορθώνει μέσα σε ένα μονόπρακτο, στην ουσία, έργο, να αγγίξει πολλαπλά θέματα: την έμφυλη και ταξική διαμάχη, τη σεξουαλική ορμή, την επιθυμία του αρσενικού και του θηλυκού για εξουσία, τον πόθο της κατώτερης τάξης να ανέλθει κοινωνικά, την έπαρση της ανώτερης τάξης, τη θρησκευτική υποκρισία, τη σαθρότητα του γάμου, την απιστία, τη δύναμη της κληρονομικότητας. Όλα αυτά αναδύονται κυρίως μέσα από τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στην αστή Τζούλια και τον υπηρέτη του σπιτιού, Ζαν, τη νύχτα της γιορτής του μεσοκαλόκαιρου. Η διονυσιακή διάθεση, το αλκοόλ, ο διαλυμένος αρραβώνας, η ανάγκη της να κάμψει το αρσενικό και να το υποτάξει, ακόμη και η κληρονομημένη «κατώτερη» γενιά της μητέρας της, οδηγούν την Τζούλια στην «κάθοδο»: κατεβαίνει στην κουζίνα των υπηρετών όπου αποπλανεί (ή αποπλανείται;) από τον αρρενωπό και εξαίρετο μιμητή και λάτρη της ανώτερης τάξης, Ζαν. Παρόν και απόν ταυτόχρονα, το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας, η μαγείρισσα και αρραβωνιαστικιά του Ζαν, η οποία φέρει τη νωθρότητα, τη θρησκοληψία, αλλά και την υποκρισία της δικής της τάξης. Το παιχνίδι ανάμεσα στην Τζούλια και τον Ζαν ξεφεύγει από τον έλεγχο και των δύο. Ο εξουσιαστής και ο εξουσιαζόμενος, ο θύτης και το θύμα, αλλάζουν διαρκώς ρόλους και η εξέλιξη θα είναι απρόβλεπτη και ολέθρια, τουλάχιστον για την Τζούλια.

Ο Αντρέας Χριστοδουλίδης, ακολουθώντας μια καθαρά ρεαλιστική σκηνοθετική γραμμή επιλέγει τον καταλληλότερο, για το συγκεκριμένο έργο, χώρο, εκ των δύο σκηνών του Θεάτρου Ένα, όπου οι θεατές τοποθετούνται γύρω και κοντά στη σκηνική δράση, στον οποίο στήνεται το πιστό, στις περιγραφές του συγγραφέα, σκηνικό: μια κουζίνα στολισμένη ρεαλιστικά, αλλά λιτά, με διάφορα σκηνικά αντικείμενα και δύο μεγάλες τζαμόπορτες οι οποίες αποτελούν τη μοναδική διέξοδο από τον χώρο αυτό, αλλά και το σημείο «εισβολής» του έξω κόσμου. Στην ίδια ρεαλιστική γραμμή κινήθηκαν και τα υπόλοιπα στοιχεία της παράστασης, παρά το γεγονός ότι στο σημείωμα του προγράμματος το έργο χαρακτηρίζεται ως «συμβολικό». Κάποια ψήγματα συμβολισμού υπήρχαν στη χρήση του φωτισμού και της μουσικής, χωρίς ωστόσο ιδιαίτερη ευκρίνεια και συνέπεια. Οι μεταπτώσεις των ηρώων σηματοδοτούνταν με την επανάληψη μιας ακατάλληλης, κατά τη γνώμη μου, μουσικής, ενώ ο φωτιστικός σχεδιασμός, ο οποίος παίζει σημαντικότατο ρόλο στο έργο αυτό, δεν χρησιμοποιήθηκε επαρκώς. Επιπλέον, τα δύο καθαρά συμβολικά στοιχεία του σκηνικού (το κουδούνι με το οποίο ο Κόμης καλεί τον Ζαν και οι μπότες του Κόμη τις οποίες ο Ζαν διαρκώς γυαλίζει, σύμβολο της αδυναμίας του να απεγκλωβιστεί από την τάξη του), υπάρχουν μεν στο σκηνικό, αλλά δεν κατορθώνουν να ενταχθούν οργανικά στη δράση, ούτε δημιουργούν τις αντιδράσεις που θα οδηγούσαν στον ανάλογο συμβολικό συσχετισμό.

Πέρα από το σκηνικό περιβάλλον στο οποίο κινούνται τα πρόσωπα, το σημαντικότερο στοιχείο για την επιτυχία του έργου είναι οι ερμηνείες των τριών βασικών προσώπων. Και οι τρεις ήρωες χαρακτηρίζονται από εγγενείς αντιφάσεις οι οποίες απορρέουν μέσα από ένα περίπλοκο πλέγμα αιτιών και παραγόντων: την καταγωγή, την τάξη, την παιδική ηλικία, τους στόχους, τα κίνητρα. Η Τζούλια με το σπιλωμένο μητρικό παρελθόν είναι δυναμική, εξουσιομανής και φέρει όλη την έπαρση της κοινωνικής της τάξης, αλλά ταυτόχρονα είναι εύθραυστη, ερωτική, ρομαντική, αυτοκαταστροφική και πρόθυμη να υποταχτεί. Ο Ζαν είναι κυνικός, καιροσκόπος, ποθεί όσο τίποτα άλλο κοινωνική δύναμη και εξουσία, αλλά ταυτόχρονα είναι τρυφερός, ερωτικός και αδύναμος μπροστά στην υπεροχή της ανώτερης τάξης. Η Κριστίν, όσο κι αν ο ίδιος ο Στρίντμπεργκ διά του προλόγου του την ξεχωρίζει ως δευτερευούσης σημασίας πρόσωπο, ενσαρκώνει τις αντιφάσεις και τις παθογένειες του φύλου και της τάξης της. Έχω την αίσθηση ότι οι ερμηνείες που παρακολουθήσαμε, ιδιαίτερα των δύο πρωταγωνιστικών ρόλων, κινήθηκαν σε ένα μονοδιάστατο επίπεδο, αυτό της ρεαλιστικής απόδοσης του κειμένου, αδυνατώντας να αποκαλύψουν τα κίνητρα και να δώσουν τις μεταπτώσεις και τις αντιφάσεις του ψυχισμού των ηρώων. Η Τζούλια της Κρίστης Παπαδοπούλου, απόλυτα ταιριαστής εξωτερικά με τον ρόλο μέσα από την έμφυτη «θλιμμένη» ομορφιά της, παγιδευμένη σε ένα αταίριαστο αισθητικά κοστούμι που δεν την βοηθούσε κινητικά, έδειχνε αγκυλωμένη στην προσπάθεια να αναδείξει τα προφανή χαρακτηριστικά της ηρωίδας, στερώντας την από τα βαθύτερα κίνητρα τα οποία την ωθούν στις πράξεις της. Έτσι, η τελική απόφαση της Τζούλιας ως μοναδικής διεξόδου από την κατάσταση φαίνεται σχεδόν αφύσικη ή, τουλάχιστον, ακατανόητη. Ο Ζαν του Σωτήρη Μεστάνα διατηρεί, καθ’ όλη της διάρκεια της παράστασης, το ίδιο ύφος και κίνηση, ενώ οι αντιφάσεις και τα ξεσπάσματα του ήρωα προκύπτουν εσωτερικά, αλλά μέσα από την εναλλαγή των φωνητικών εντάσεων. Η έλλειψη σκηνικής χημείας ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές έδωσε δύο ερμηνείες συνεπείς μεν, απομονωμένες δε. Δύο παράλληλες ερμηνείες που σκηνικά δεν συναντήθηκαν, αφού δεν μπόρεσαν να μεταφέρουν τον ηλεκτρισμό που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο πρόσωπα. Η Κριστίν της Βασιλικής Ανδρέου είναι, κατά τη γνώμη μου, η πιο συντονισμένη με την ηρωίδα που δημιούργησε ο Στρίντμπεργκ. Χαμηλών τόνων, στωική, με ύφος καταδεκτικό αλλά έχοντας αντίληψη των όσων συμβαίνουν γύρω της, κρατάει τις σωστές ισορροπίες οι οποίες αιτιολογούν την σχεδόν απαξιωτική αποχώρησή της από το τρίγωνο.

Η ανάγνωση του Ανδρέα Χριστοδουλίδη, αν και δημιουργεί μια παράσταση κλασική και, γενικά, πιστή στο κείμενο του Στρίντμπεργκ, δεν φέρνει κάτι πρωτότυπο ή νέο στη σκηνική απόδοση του έργου. Επιπλέον, παρουσιάζει δύο σημαντικές, κατά τη γνώμη μου, παραλείψεις. Η πρώτη, είναι η αφαίρεση της σκηνής κατά την οποία το πλήθος της γιορτής εισβάλλει στην κουζίνα αναζητώντας τον Ζαν, γεγονός που αναγκάζει την Τζούλια να «κρυφτεί» στο δωμάτιό του, όπου και υποκύπτει στο έστω, πρόσκαιρο, μεταξύ τους, πάθος. Η δεύτερη, αφορά την απόδοση του τίτλου του έργου ως «Δεσποινίς Τζούλη». Εξ όσων γνωρίζω, η ελληνική απόδοση του τίτλου από το πρωτότυπο “Frοken Zulie” είναι είτε το «Δεσποινίς Τζούλια», που είναι και το επικρατέστερο, είτε το «Δεσποινίς Ζυλί» που είναι και το ορθότερο σε σχέση με το πρωτότυπο. Το «Δεσποινίς Τζούλη» της παράστασης του Θεάτρου Ένα μένει μάλλον μετέωρο ή μη αιτιολογημένο, αφού στο πρόγραμμα παραλείπεται η αναφορά στον μεταφραστή του έργου, ενός πρωταγωνιστικού συντελεστή στη σκηνική μεταφορά ξενόγλωσσων κειμένων του κλασικού ρεπερτορίου.



Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
«Πρόσφυγες, νήματα, (μ)νήματα» του Χριστόφορου Χριστοφόρου

«Πρόσφυγες, νήματα, (μ)νήματα» του Χριστόφορου Χριστοφόρου

«Πρόσφυγες, νήματα, (μ)νήματα» του Χριστόφορου Χριστοφόρου

Γλωσσική επαφή και γλωσσική αλλαγή

Γλωσσική επαφή και γλωσσική αλλαγή

Γλωσσική επαφή και γλωσσική αλλαγή

Η γλωσσολογία, τελικά, γιατί υπάρχει;

Η γλωσσολογία, τελικά, γιατί υπάρχει;

Η γλωσσολογία, τελικά, γιατί υπάρχει;

Η πλατφόρμα Χ του Μασκ

Η πλατφόρμα Χ του Μασκ

Η πλατφόρμα Χ του Μασκ