Συγγραφέας/σκηνοθέτης: Γιωργής Τσουρής
Παραγωγή: Νέα Σκηνή, ΘΟΚ
Η ελληνική εκδοχή του θεάτρου «της σκληρότητας» φαίνεται να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος τα τελευταία χρόνια, μέσα από τα έργα μιας νέας γενιάς συγγραφέων η οποία βάζει στο μικροσκόπιο τα απομεινάρια μιας αμετάκλητα χαμένης ευμάρειας, ενώ θέτει υπό εξονυχιστική παρατήρηση και, συχνά, αμφισβήτηση, οτιδήποτε της έχει κληροδοτηθεί. Με βασικό εργαλείο έναν ακραίο λεκτικό, σωματικό και σκηνικό ρεαλισμό, οι συγγραφείς αυτοί αποτυπώνουν όλες τις παθογένειες της ελληνικής(;) κοινωνίας, εκκινώντας κατευθείαν από τον πυρήνα: την οικογένεια. Δίπλα στο «Στέλλα Κοιμήσου» του Γιάννη Οικονομίδη, τον «Χαρτοπόλεμο» του Βαγγέλη Ρωμανιού, τον «Άγριο Σπόρο» του Γιάννη Τσίρου, έρχεται να προστεθεί ισάξια το «170 τετραγωνικά» του Κύπριου συγγραφέα, ηθοποιού και σκηνοθέτη Γιωργή Τσουρή.
Οι ηθοποιοί: Η σκηνική τους συνύπαρξη έχει τέτοια χημεία που δίνουν την εντύπωση ότι πολλές σκηνές, ιδιαίτερα οι συγκρουσιακές, δεν βασίζονται πάνω σε ένα γραμμένο κείμενο, αλλά προκύπτουν μέσα από μια καλά εξασκημένη τεχνική αυτοσχεδιασμού.
Επιλέγοντας να τοποθετήσει την ιστορία του στην ελληνική επαρχία και συγκεκριμένα τη Θήβα, την ένδοξη πόλη που έθρεψε Οιδίποδες και Αντιγόνες και κατέληξε σύμβολο ενός παρηκμασμένου επαρχιωτισμού, ο Γιωργής Τσουρής, μέσα από μια φαινομενικά απλή ιστορία κατορθώνει να αναδείξει αδιέξοδα και παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας που αφορούν όχι μόνο την επαρχία αλλά και τις μεγαλουπόλεις, έστω κι αν εκεί κρύβονται πίσω από τη βιτρίνα ενός ευφάνταστου και πολυεθνικού κοσμοπολιτισμού. Ο χώρος, λοιπόν, ως έννοια φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία στο έργο του Τσουρή και να λαμβάνει, παρά τον σκληρό ρεαλισμό του έργου, μια διπλή, συμβολική διάσταση. Η πρώτη είναι η έννοια του τόπου ως χώρου προέλευσης και καταγωγής, τον οποίο ο άνθρωπος φέρει είτε ως έπαθλο, είτε ως φορτίο. Η δεύτερη είναι αυτή του χώρου ως κατοικίας: ως σπιτιού, ως οικήματος, ως κληροδοτήματος, ως ασήκωτου κληρονομικού βάρους, ως συμβόλου μιας «ενωμένης» οικογένειας που δεσμεύει τα μέλη της με τις «ψιλές κυριότητες» και τις «επικαρπίες» σε μια εφ' όρου ζωής συμβίωση. Σε ένα τέτοιο σπίτι 170 τετραγωνικών (το σπίτι που στοιχειώνει, που διώχνει, που δεν αντέχεις να κουβαλάς στην πλάτη σου κατά τον Ρίτσο), τα πέντε πρόσωπα του Τσουρή ασφυκτιούν, εγκλωβίζονται, βραχυκυκλώνονται, φωνάζουν, βρίζονται, αγαπούν και αγαπιούνται. Αναζητούν τον χώρο τους σε τετραγωνικά και οξυγόνο. Μέσα σε αυτά τα 170 τετραγωνικά καλούνται να συνυπάρξουν δύο αδελφές που πρέπει να επιλύσουν κληρονομικές και άλλες διαφορές, ο σύντροφος της μίας αδελφής από τον οποίο περιμένει παιδί, ένας παρείσακτος επισκέπτης που έρχεται να συλλυπηθεί, και η γειτόνισσα, ως σύμβολο της εξωτερικής κοινωνικής εισβολής μέσα στον οικογενειακό πυρήνα. Τα τετραγωνικά αυτά, που ήδη κατοικούνται από το παρελθόν, έναν νεκρό πατέρα που καθορίζει εν τη απουσία του τις ζωές όλων, τις μνήμες, τα λάθη, τα ανείπωτα λόγια και τις ανεπούλωτες πληγές, θα γίνουν πεδίο μάχης στο οποίο ο συγγραφέας, αβίαστα και φυσικά, θα ξετυλίξει με μαεστρία την προσωπική ιστορία του κάθε χαρακτήρα, οδηγώντας σε ανατροπές, κορυφώσεις και ένα λυτρωτικό, ίσως και αισιόδοξο τέλος. Οι χαρακτήρες του, συμπαγείς και ολοκληρωμένοι, με πάθη, λάθη και αδυναμίες. Ο λόγος τους, ακραία ρεαλιστικός, καθημερινός, κοφτός, κυνικός και αιχμηρός, μακριά από μακροσκελείς μονολόγους και φιλοσοφικές ρητορείες, δομημένος έντεχνα πάνω στην τεχνική της στιχομυθίας και της εύστοχης ατάκας κρατάει σε εγρήγορση το ενδιαφέρον του κοινού από την αρχή μέχρι το τέλος και το αφήνει να στέκεται μετέωρο ανάμεσα στην τραγικότητα των καταστάσεων και στην κωμικότητα που συχνά προκύπτει από αυτές.
Αυτή την ποιότητα και αισθητική που έχει ο λόγος του Τσουρή, ακολουθεί και η σκηνοθεσία του. Το λειτουργικό και απολύτως ρεαλιστικό σκηνικό της Μαρίζας Παρτζίλη, σε συνδυασμό με την υπερτονισμένη λαϊκότητα των μουσικών επιλογών που ακούγονται ήδη προτού ξεκινήσει το έργο, τοποθετούν τον θεατή στο σωστό μέρος, τον σωστό χρόνο: στη σύγχρονη ελληνική επαρχία. Ο σκηνικός ρεαλισμός συμπληρώνεται με τη χρήση κάθε είδους σκηνικού αντικειμένου: από το τηλεχειριστήριο, το κινητό, τις φωτογραφίες, τα ασημικά και τα σερβίτσια, μέχρι τα φαγητά, τους καφέδες και τα τσιγάρα. Τα μόνα στοιχεία που λειτουργούν πιο πολύ συμβολικά παρά λειτουργικά είναι οι υπόκωφοι ήχοι που παρεισφρέουν μέσα στα λαϊκά ακούσματα και ο πολύχρωμος φωτισμός (Σταύρος Τάρταρης) που παραπέμπει στο, διπλής σημασίας για το έργο, “moonwalk”. Μέσα σε αυτόν τον χώρο οι πέντε ηθοποιοί, ντυμένοι με καθημερινά μεν ρούχα, αλλά που αντανακλούν στοιχεία του χαρακτήρα τους, κατορθώνουν να λειτουργήσουν με ταχύτητα και αληθοφάνεια, όπως ακριβώς λειτουργεί ο καθένας μας στον προσωπικό του χώρο. Η σκηνική τους συνύπαρξη έχει τέτοια χημεία που δίνουν την εντύπωση ότι πολλές σκηνές, ιδιαίτερα οι συγκρουσιακές, δεν βασίζονται πάνω σε ένα γραμμένο κείμενο, αλλά προκύπτουν μέσα από μια καλά εξασκημένη τεχνική αυτοσχεδιασμού.
Η σκηνική αυτή χημεία επιτυγχάνεται και από την εύστοχη επιλογή και καθοδήγηση του κάθε ηθοποιού ξεχωριστά. Και σε αυτό ο Τσουρής πέτυχε διάνα, αφού ο κάθε ηθοποιός αποτυπώνει με αμεσότητα και ακρίβεια τους σωματικούς και εκφραστικούς κώδικες του ήρωά του, δημιουργώντας χαρακτήρες απτούς, ζωντανούς, υπαρκτούς. Η Ήβη Νικολαΐδου δημιουργεί μιαν Αλεξάνδρα νευρώδη, οξύθυμη, εκρηκτική και σαρκαστική, που ακόμη κι αν υπερβάλλει μέσα από τον υπερτονισμό και την ένταση της ειρωνείας της, αφήνει τον θεατή να δει ότι πίσω από την άμυνα της επίθεσης κρύβονται φοβίες και πληγές που δεν έκλεισαν ποτέ. Η Κρίστη Παπαδοπούλου ερμηνεύει εξαιρετικά τη φοβική και ανασφαλή Λίλη, τη φαινομενικά αδύναμη και συμβιβασμένη αδελφή που προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν και που εν τέλει αποδεικνύεται η πιο δυναμική, αποφασιστική και ρηξικέλευθη. Ο Αλέξανδρος Παρίσης κτίζει με ισορροπία και μεθοδικότητα την κορύφωση του ρόλου του και δίνει με αληθοφάνεια τη μετάβασή του από ήρεμη δύναμη και φωνή της λογικής, στον άνθρωπο του οποίου η αποκάλυψη φέρνει την ανατροπή σε όλους τους υπόλοιπους. Η σκηνή όπου εκλιπαρεί για μια δεύτερη ευκαιρία είναι από τις πιο ανθρώπινες στιγμές του έργου. Η Ντόρα Μακρυγιάννη στα δύο σύντομα, αλλά καταλυτικής σημασίας, περάσματά της, δημιουργεί με ευκρίνεια και χωρίς υπερβολές τον τύπο της κουτσομπόλας γειτόνισσας που εισβάλλει απρόσκλητη στο σπίτι. Ο Βασίλης Χαραλάμπους αναλαμβάνει τον πιο κωμικό και συνάμα τραγικό ρόλο του έργου. Η παρουσία του στη σκηνή πυροδοτεί μια ενέργεια και μια δυναμική που απογειώνει την ιστορία, τους υπόλοιπους ηθοποιούς και την επικοινωνία τους με το κοινό. Χωρίς να μένει στο περίγραμμα του αδέξιου τύπου και χωρίς να καταλήγει στην καρικατούρα δημιουργεί έναν χαρακτήρα που μέσα στη γραφικότητα και την αφέλειά του, μέσα από την ανάγκη του «να αρέσει», αποκαλύπτει την τραγικότητα των ανθρώπων που με ευκολία τοποθετούνται στα «παραλειπόμενα».
«Θέλω να σας πω μια ιστορία, για κάποιους ανθρώπους που νιώθω ότι τους ξέρω. Θέλω να τους ανεβάσω στη σκηνή και να μοιάζουν αληθινοί. Να ζήσουν. Να υπάρξουν. Να πουν αυτοί την ιστορία», γράφει ο Γιωργής Τσουρής στο σκηνοθετικό του σημείωμα. Με αυτό το έργο και αυτή την παράσταση, το κατορθώνει. Οι ήρωές του υπάρχουν και κάθε μέρα λένε οι ίδιοι την ιστορία τους. Στο σπίτι του καθενός μας.