Συγγραφέας: Μιχάλης Παπαδόπουλος
Σκηνοθεσία: Αλεξία Παπαλαζάρου
Παραγωγή: Θέατρο ΑντίΛογος
Ο εθνικός διχασμός της Ελλάδας μετά την Κατοχή και η σταδιακή υπερίσχυση της Δεξιάς με την παρέμβαση της Βρετανίας και των ΗΠΑ δημιούργησε ένα κλίμα τρομοκρατίας, όχι μόνο απέναντι σε οποιαδήποτε θέση ή πεποίθηση της Αριστεράς, αλλά και απέναντι σε οποιονδήποτε αντιφρονούντα. Στο πλαίσιο των μέτρων που λαμβάνονταν για αντιμετώπιση και παραδειγματική τιμωρία του κομουνιστικού «κινδύνου», η επίσημη δεξιά κυβέρνηση δημιούργησε το 1946 ειδικές μονάδες για στρατεύσιμους οι οποίοι κατηγορήθηκαν για «ύποπτα φρονήματα». Τέτοιες μονάδες ήταν και τα τρία Τάγματα Σκαπανέων που δημιουργήθηκαν στη Μακρόνησο το 1947. Εκεί, εφαρμοζόταν συστηματικά η προσπάθεια απόσπασης «δήλωσης μετανοίας», υπό άθλιες συνθήκες διαβίωσης και υπό την τρομοκρατία βασανιστηρίων. Από το κολαστήριο της Μακρονήσου –το οποίο βίωσαν και πολλοί καλλιτέχνες και άνθρωποι των τεχνών– πέρασαν για πρώτη φορά, στις 30 Ιανουαρίου του 1950, και γυναίκες, οι οποίες είτε είχαν «ασπαστεί» την κομουνιστική ιδεολογία, είτε σχετίζονταν με άνδρες (πατεράδες, αδέρφια, συζύγους, γιους) κομουνιστές. Τα βασανιστήρια, οι ξυλοδαρμοί, οι βιασμοί, ο ψυχικός και σωματικός εξευτελισμός, δεν έκαναν καμία διάκριση ούτε στο φύλο, ούτε στην ηλικία. Άλλες πέθαναν από την εξάντληση και το ξύλο, άλλες τρελάθηκαν, άλλες αποχωρίστηκαν από τα παιδιά τους. Άλλες άντεξαν, άλλες δεν άντεξαν. Όσες κατάφεραν να επιζήσουν, προσπάθησαν να κτίσουν ξανά τις ζωές τους. Έπρεπε να μάθουν πώς να γίνουν ξανά άνθρωποι, σύζυγοι, μητέρες. Έπρεπε να σβήσουν όσα χαράχτηκαν βαθιά στη μνήμη και το σώμα τους. Να μάθουν να κρύβουν και να σωπαίνουν.
Την ιστορία μιας τέτοιας γυναίκας, της Βαλεντίνης, είχε την τύχη να βρει στον δρόμο του ο συγγραφέας Μιχάλης Παπαδόπουλος. Η κοινωνική ευαισθησία και το συγγραφικό του ένστικτο είδαν στη γυναίκα αυτή μια τραγική ιστορία, μια άγνωστη, για πολλούς, εθνική πληγή η οποία έπρεπε να ειπωθεί, έστω και μέσα από το θέατρο, έστω και μέσα από την κατασκευή ενός έργου που μπλέκει την ιστορική πραγματικότητα με τον μύθο. Μετά από ενδελεχή έρευνα και μελέτη σε αρχεία και μέσα από τη συλλογή προσωπικών μαρτυριών, ο συγγραφέας, έχοντας ως κεντρικό χαρακτήρα τη Βαλεντίνη, ζωντανεύει στο μονόπρακτο έργο του την ιστορία άλλων τριών γυναικών –της Μαρίας, της Σμαρώς και της Ελένης– ακολουθώντας την πορεία τους από τη Χίο στο Τρίκερι και μετά στη Μακρόνησο. Χρησιμοποιώντας μια προσφιλή του τεχνική, αυτή των διαρκών μετατοπίσεων στον χρόνο, ο συγγραφέας ξεκινά από το παρόν της Βαλεντίνης, στην Αθήνα του σήμερα, και μέσα από συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν οι οποίες ακολουθούν την άτακτη δομή της σκέψης και της ανάμνησης, προσπαθεί να τοποθετήσει ένα ένα τα κομμάτια των προσωπικών και συλλογικών τους ιστοριών. Οι άλλες τρεις γυναίκες αποτελούν κομμάτι των αναμνήσεών της που εισβάλλουν στο λιτό σαλόνι των Εξαρχείων με αφορμή ήχους, ονόματα και λέξεις. Οι γυναίκες μοιράζονται κοινές μνήμες, αλλά η κάθε μια φέρνει στο προσκήνιο και το προσωπικό της δράμα. Μέσα από την προσεκτική επιλογή γεγονότων και λέξεων ο συγγραφέας ενσωματώνει το υλικό του μέσα στις αφηγήσεις των τεσσάρων αυτών γυναικών, δημιουργώντας, έτσι, την ιστορία των γυναικών της Μακρονήσου.
Θεματική σύμπλευση: Θεωρώντας το θέατρο ως έναν χώρο που αφορά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, κάθε εθνικότητας, ταυτότητας και μορφωτικού επιπέδου, και αποφασισμένο να αποκαλύψει αλήθειες, το Θέατρο ΑντίΛογος εγκαινιάζει με το έργο αυτό μια σειρά από έργα που σχετίζονται με ιστορικές στιγμές της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκία
Η θεματολογία του έργου συνέπλευσε πλήρως με τους στόχους του Θεάτρου ΑντίΛογος, ενός θιάσου ταγμένου στον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο του θεάτρου. Θεωρώντας το θέατρο ως έναν χώρο που αφορά όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, κάθε εθνικότητας, ταυτότητας και μορφωτικού επιπέδου, και αποφασισμένος να αποκαλύψει αλήθειες, να σταθεί απέναντι σε οτιδήποτε προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και να προκαλέσει τον θεατή να πάρει θέση, ο θίασος εγκαινιάζει, όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα, με το έργο αυτό, μια σειρά από έργα που σχετίζονται με ιστορικές στιγμές της Κύπρου, της Ελλάδας και της Τουρκίας, στιγμές που εξακολουθούν να στέκουν μετέωρες, σαν ανοιχτές πληγές.
Η ιστορία των γυναικών της Μακρονήσου βρήκε πρόσφορο έδαφος και στις κοινωνικές ανησυχίες της σκηνοθέτριας Αλεξίας Παπαλαζάρου η οποία, μετά από την τριλογία της σε θέματα της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, αγκαλιάζει με ιδιαίτερη ευαισθησία και σεβασμό τα πάθη των γυναικών αυτών και τα αναδεικνύει μέσα από μια εύστοχη σκηνοθεσία η οποία δημιουργεί ατμόσφαιρα, ένταση, συγκίνηση και δράση, προσπαθώντας, όσο είναι δυνατόν, να αντιμετωπίσει τη στατικότητα ενός έργου που βασίζεται κυρίως στην τεχνική της αφήγησης. Τοποθετώντας στο κέντρο και σε υπερυψωμένο επίπεδο το πολύ εύστοχο και συμβολικό σκηνικό της Μαρίζας Παρτζίλη, μέσα από το οποίο το παρόν της Βαλεντίνης φαίνεται να στέκεται μετέωρο, αποκολλημένο και ανοιχτό στην «εισβολή» άλλων προσώπων, αφήνει τις άλλες τρεις γυναίκες να χρησιμοποιήσουν όλη την έκταση της γυμνής σκηνής και να μεταμορφώσουν, μέσα από τις αφηγήσεις τους, τη μικρή σκηνή του Flea Theatre σε ολόκληρη τη Χίο, το Τρίκερι, τη Μακρόνησο. Η Βαλεντίνη δεν κατεβαίνει ποτέ από τον «πραγματικό» της χώρο αλλά οι τρεις γυναίκες εισέρχονται σε αυτόν και τις αναμνήσεις της και συμπληρώνουν την αφήγησή της, λειτουργώντας πότε εν χορώ, τραγουδώντας την κοινή τους μοίρα, και πότε εξατομικευμένα. Αυτή η αίσθηση της ανάμνησης και του ονείρου έγινε εφικτή με τους φωτισμούς του Σταύρου Τάρταρη και μέσα από την, υπερβολική θα έλεγα, χρήση της μουσικής (Γιώργος Κάρβελλος). Η Αλεξία Παπαλαζάρου οδηγεί τις τέσσερις ηθοποιούς (Γιάννα Λευκάτη, Μαργαρίτα Ζαχαρίου, Χριστίνα Χριστόφια, Ηλιάνα Κάκκουρα) σε μια «ομαδική» ερμηνεία στην οποία είναι δοσμένες απόλυτα, δίνοντας στον θεατή την αίσθηση ότι βιώνουν και αισθάνονται το δράμα της κάθε γυναίκας που υποδύονται. Η σκηνική τους χημεία δίνει πολύ καλές στιγμές ιδιαίτερα στις ομαδικές τους σκηνές, παρά την κατάχρηση του τραγουδιστικού μέρους που, αν και εκτελεσμένο άρτια από τις εξαιρετικές τους φωνές, κάποιες στιγμές ενσωματώνεται οργανικά στην ιστορία και τη δράση και κάποιες όχι, δίνοντας στην παράσταση έναν τόνο μελοδραματικό. Αυτή η μελοδραματικότητα υπάρχει, ώς έναν βαθμό, και στους μεγάλους μονολόγους που καλούνται να ερμηνεύσουν οι ηθοποιοί, γεγονός που, πιστεύω, οφείλεται και στο ίδιο το κείμενο το οποίο, στους μονολόγους του, δεν αποφεύγει την επαναληπτικότητα και τη ροπή προς μια γλώσσα επιτηδευμένη, η οποία δυσχεραίνει τη φυσικότητα στην ερμηνεία των ηθοποιών. Η δύναμη του λόγου του Μιχάλη Παπαδόπουλου φαίνεται ευκρινέστερα στα πιο δύσκολα, συγγραφικά, μέρη του έργου, δηλαδή στους διαλόγους του ή όταν γίνεται πιο αποσπασματικός, πιο ελλειπτικός, πιο αφαιρετικός.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τέτοιου είδους θέματα, πρωτότυπα και ιστορικά, οφείλουν να βγαίνουν προς τα έξω, οφείλουν να εντυπωθούν στη συλλογική μνήμη του κοινού. Αισθάνθηκα, όμως, ότι αυτό το ίδιο το θέμα λειτούργησε ανασταλτικά ως προς το συγγραφικό και το παραστασιακό κομμάτι. Το δέος, ο σεβασμός, ο θαυμασμός προς αυτές τις γυναίκες και η έγνοια του συγγραφέα, της σκηνοθέτριας και των ηθοποιών, πρωτίστως να ακουστούν αυτές οι ιστορίες και να ενταχθούν σε αυτές όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία της ιστορικής πραγματικότητας, δεν άφησε τους συντελεστές να λειτουργήσουν, ίσως, πιο ελεύθερα και πιο πειραματικά και να δώσουν ένα πρωτότυπο αποτέλεσμα όχι μόνο ως προς το θέμα, αλλά και ως προς τον τρόπο που αυτό μετουσιώνεται σε κείμενο και, εν τέλει, σε παράσταση. Από την άλλη, βέβαια, μια ανανεωτική και πρωτότυπη σκηνική πρόταση πάνω στον τρόπο που παρουσιάζεται το θέατρο ντοκουμέντο ίσως να είναι κάτι που λίγο απασχολεί το ευρύ κοινό, το οποίο αναμφισβήτητα δονείται συναισθηματικά από την ιστορία των γυναικών και αποχωρεί από το θέατρο συγκινημένο, τοποθετώντας τις, όλες ανεξαιρέτως, στο πάνθεο των αφανών ηρωίδων «που προχωρούν στα σκοτεινά» (Γ. Σεφέρης, «Τελευταίος σταθμός»).