Παράθυρο logo
«Μισά-Μισά»
Δημοσιεύθηκε 18.11.2019 11:36
«Μισά-Μισά»

Σκηνοθεσία: Παναγιώτης Λάρκου
Παραγωγή: Εταιρεία Θεάτρου Minimis

Δύο ετεροθαλή αδέλφια και μια κλινήρης μητέρα που ποτέ δεν εμφανίζεται στη σκηνή είναι τα πρόσωπα που εμπλέκονται στο έργο "Μισά-Μισά", το πρώτο που έγραψαν μαζί το 2002 ο Τζόρντι Σάντσεθ και ο Πεπ Άντον Γκόμεθ, για να ακολουθήσει στη συνέχεια η επιτυχημένη τους συγγραφική πορεία στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Ο Κάρλος, ο γιος που ζει και φροντίζει τα τελευταία 15 χρόνια την κατάκοιτη, λόγω εγκεφαλικού, μητέρα, είναι ένας δάσκαλος σε πλήρη προσωπική, επαγγελματική και σεξουαλική σύγχυση. Ζει μονίμως ανάμεσα στην επιθυμία του να φύγει για διακοπές χωρίς επιστροφή και στις ενοχές που του δημιουργεί η επιθυμία του να απελευθερωθεί από τη μητρική καταπίεση. Ο Χουάν, ένας σαραντάρης σε βαλτωμένο γάμο, ο άνθρωπος της πιάτσας, ο μικροαπατεώνας που πάντα πιάνεται κορόιδο, είναι βουτηγμένος στα χρέη αφού κάθε επαγγελματική του κίνηση κατέληξε σε αποτυχία. Το τηλεφώνημα του αδελφού του ότι η μητέρα μάλλον πέθανε δίνει τη λύση. Η περιουσία θα μοιραστεί, μισά-μισά. Και ενώ περιμένουν τη μητέρα να πεθάνει από στιγμή σε στιγμή, εκείνη δηλώνει πεισματικά την παρουσία της μέσα από το ασταμάτητο χτύπημα του κουδουνιού, αλλά και μέσα από τις αλλεπάλληλες αποκαλύψεις που θα γίνουν κατά τη διάρκεια της νύχτας που θα αναγκαστούν να περάσουν μαζί. Μιας νύχτας γεμάτης με συναισθηματικές και λεκτικές συγκρούσεις, αποκαλύψεις, εκμυστηρεύσεις, αδελφικές αντιζηλίες, απωθημένα παιδικά τραύματα, αλήθειες και ψέματα: όλα, μισά-μισά. Το έργο των δύο Καταλανών συγγραφέων, κοινωνικό κατ' ουσίαν, πραγματεύεται θέματα σύγχρονα και καθημερινά, τα οποία παραπέμπουν στην ενδοοικογενειακή κρίση που έφερε η οικονομική κρίση, δοσμένα μέσα από ένα σαρκαστικό μαύρο χιούμορ με μεσογειακή υπερβολή. Παρόλο που η γραφή τους δείχνει σημάδια ανωριμότητας μέσα από την επαναληπτικότητα που ενίοτε μετατρέπεται σε φλυαρία, οι διάλογοί τους είναι προσεκτικά δομημένοι, με ταχύτητα και φυσική ροή, η οποία αποκαλύπτει και κτίζει σταδιακά τους χαρακτήρες, το παρελθόν και το παρόν τους.

Με το έργο αυτό επανέρχεται στη σκηνοθεσία ο Παναγιώτης Λάρκου, μετά από την επιτυχία του καλοκαιρινού "Βαφτιστικού", επιλέγοντας στους δύο κεντρικούς ρόλους τον Στέλιο Καλλιστράτη και τον Χάρη Αττώνη. Λάτρης του γκροτέσκου στοιχείου, της σκηνικής υπερκινητικότητας, της εκφραστικής υπερβολής και της αλλοπρόσαλλης αισθητικής, ο Παναγιώτης Λάρκου ενσωματώνει στη σκηνική του ανάγνωση όλα αυτά τα στοιχεία και ρίχνει σαφέστατα το βάρος στην κωμική πλευρά του έργου την οποία αποτυπώνει, όχι τόσο μέσα από τη γλώσσα του κειμένου, όσο μέσα από τη σωματική ερμηνεία των δύο ηθοποιών και τη μεταξύ τους κωμική δυναμική. Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι η σκηνική αυτή ανάγνωση, η οποία στον "Βαφτιστικό" λειτούργησε με μεγάλη επιτυχία, στην περίπτωση του "Μισά-Μισά" δεν είχε το αντίστοιχο αποτέλεσμα.

Οι δύο ήρωες του έργου φέρουν, αναμφισβήτητα, πολλά χαρακτηριστικά αναγνωρίσιμων σύγχρονων "τύπων" τα οποία προσφέρονται για διακωμώδηση και σάτιρα. Ωστόσο, δεν πρόκειται απλώς για γραφικούς, επιφανειακούς "τύπους" οι οποίοι λειτουργούν μέσα σε ένα φαρσικό κείμενο. Είναι χαρακτήρες ολοκληρωμένοι, με προσωπικότητα, με συγκεκριμένα και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Πρόκειται για ανθρώπους καθημερινούς που παλεύουν όχι μόνο με τις προσωπικές τους ανασφάλειες, αλλά και τις οικογενειακές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες καλούνται να επιβιώσουν. Όπως σημειώνουν και οι ίδιοι οι συγγραφείς, πρόκειται για ανθρώπους με προβλήματα, μικρότητες και συμφορές, που κυκλοφορούν στον δρόμο, που στα πρόσωπά τους αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας, που όπως όλοι μας προσπαθούν να σηκώσουν το κεφάλι και να συνεχίσουν τον δρόμο τους όσο καλύτερα μπορούν.

Η σκηνική ανάγνωση του Παναγιώτη Λάρκου, η οποία οδήγησε τους δύο ηθοποιούς σε μια ασταμάτητη εκφραστική, κινητική και φωνητική υπερβολή, δεν βοήθησε τον θεατή να δει αυτή την πλευρά των ηρώων, η οποία γλωσσικά αποτυπώνεται πολύ εύγλωττα μέσα από τη μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ. Χρησιμοποιώντας τις κωμικές κινήσεις του σλάπστικ, το οποίο ταιριάζει είτε στα κινηματογραφικά γκρο-πλαν, ιδιαίτερα του υποτιτλισμένου βωβού κινηματογράφου, είτε στις πολυπρόσωπες σκηνές οι οποίες δημιουργούν κωμικότητα μέσα από την ασταμάτητη και γρήγορη κίνηση, τις πτώσεις, τις παρανοήσεις και τις παρεξηγήσεις, οι δύο ηθοποιοί οδηγούνται σε τέτοια σωματική και εκφραστική υπερβολή και νευρωτική υπερκινητικότητα, που εν τέλει υπονομεύουν το γλωσσικό χιούμορ του έργου, καταλήγοντας να δημιουργήσουν καρικατούρες και όχι ανθρώπους οικείους και καθημερινούς. Οι φωνές κρατήθηκαν, σχεδόν σταθερά, σε πολύ υψηλές εντάσεις, με αποτέλεσμα να μην δοθεί στους χαρακτήρες η δυνατότητα να ρίξουν τους τόνους, να κάνουν παύσεις, να κλιμακώσουν σταδιακά τους ρυθμούς και να δείξουν τις ψυχικές μεταπτώσεις τους. Δεν είναι τυχαίο ότι η στιγμή που οι ηθοποιοί αγγίζουν πιο πολύ το κοινό και το οδηγούν σε ένα αυθόρμητο και πηγαίο γέλιο είναι αυτή που για λίγα λεπτά συνομιλούν ψιθυριστά και ήρεμα. Οι δύο ηθοποιοί, αναμφισβήτητα δοκιμασμένοι στο κωμικό είδος, παρά το γεγονός ότι δίνουν ακούραστα τις εξωτερικές ποιότητες των ρόλων τους, δεν αφήνουν να διαφανούν κάποιες χαραμάδες εσωτερικότητας ούτως ώστε να φέρουν αυτούς τους ήρωες πιο κοντά μας. Ο Στέλιος Καλλιστράτης υπερτόνισε τη σωματική φοβικότητα του αγαθού Κάρλος που αποτελεί εύκολο θύμα για τους πάντες, ενώ ο Χάρης Αττώνης διόγκωσε υπερβολικά τη σωματική ένταση, τον θυμό και την αγανάκτηση του Χουάν. Αυτή η εξωστρέφεια στέρησε από τους ήρωες και από την αδελφική σχέση και διαμάχη το εσωτερικό της υπόστρωμα, την τραγικότητα πίσω από την κωμικότητα.

Το υπέροχο αρχοντικό στο οποίο στεγάζεται η μικρή σκηνή του Θεάτρου Χώρα ήταν ό,τι πιο κατάλληλο για το συγκεκριμένο έργο. Το σκηνικό, αναπαριστώντας ρεαλιστικά το σαλόνι ενός παλιού διαμερίσματος χωρίς να παραπέμπει σε ιδιαίτερα εθνικά χαρακτηριστικά, εκμεταλλεύτηκε την ιδιαιτερότητα όλου του χώρου του θεάτρου χρησιμοποιώντας τον για τις εξωσκηνικές στιγμές, όταν δηλαδή τα δύο αδέρφια επισκέπτονται το δωμάτιο της μητέρας τους. Η ευρηματική χρήση του χώρου και του σκηνικού, ωστόσο, δεν απέδωσε όσο θα μπορούσε, κυρίως, λόγω του "αντιθεατρικού" φωτισμού. Ενώ ο φωτισμός (Σεσίλια Τσελεπίδη) θα μπορούσε πολύ εύστοχα να χρησιμοποιηθεί για να τονίσει τις ψυχικές μεταπτώσεις των ηρώων, ακόμη και να σηματοδοτήσει την πάροδο του χρόνου από τη νύχτα στη μέρα, παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος του έργου έντονος και χωρίς εναλλαγές, με αποτέλεσμα να φωτίζει ώς έναν βαθμό και την πλατεία, επιτρέποντας στον θεατή να βρίσκει ερεθίσματα που να του αποσπούν το βλέμμα και την προσοχή και να μην μπορεί να "μπει" στον κόσμο της παράστασης. Αντίστοιχα και η μουσική, η επιλογή δηλαδή της έντονα "ελληνικής" φωνής του Στέλιου Καζαντζίδη (παρά το γεγονός ότι υπάρχουν σαφείς αναφορές μέσα στο έργο σε ισπανικά χαρακτηριστικά), τόνισε πιο πολύ την κωμική ανάγνωση του Παναγιώτη Λάρκου, ο οποίος έδωσε μια αναμφισβήτητα ευχάριστη παράσταση, αρκούμενος, ωστόσο, σε μια πιο ανάλαφρη και επιφανειακή ανάγνωση ενός έργου που, αν μη τι άλλο, ζητά από τον θεατή να δει στους δύο ήρωες ψήγματα του εαυτού του.