Cyprus Avenue

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 18.4.2022

Συγγραφέας: David Ireland


Σκηνοθεσία: Πάρις Ερωτοκρίτου

Με μια παγκύπρια και πανελλήνια πρώτη κάνει αρχή η Fresh Target Theatre Ensemble στον νέο της χώρο στην καρδιά της παλιάς Λευκωσίας, εκεί όπου η πολυεθνικότητα και η πολυπολιτισμικότητα αποτελούν πια το βασικό χαρακτηριστικό της. Στον νέο αυτό χώρο ο Πάρις Ερωτοκρίτου δίνει τη δική του εκδοχή για το βραβευμένο έργο του David Ireland το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Royal Court Theatre στο Λονδίνο το 2016, με τον συμβολικό, για μας, τίτλο, Cyprus Avenue, ο οποίος στην ουσία παραπέμπει σε μια συνοικία της αστικής τάξης στο ανατολικό Μπέλφαστ, στην επαρχία του Όλστερ. Εκ πρώτης όψεως, πρόκειται για μια μαύρη, με αρκετές δόσεις σουρεαλισμού, κωμωδία, που περιορίζεται σε μια καθαρά ιρλανδική «συνθήκη». Αφορά τον κόσμο -σκέψεις, απόψεις, πράξεις- του Έρικ Μίλερ, ενός Ιρλανδού μεσήλικα, αλλά και φανατικού ενωτικού προτεστάντη του Όλστερ που απεχθάνεται τους καθολικούς, τους οποίους αποκαλεί υποτιμητικά «φενιάνους», από το κόμμα Σιν Φέιν που υποστήριζε τη δημιουργία μια ανεξάρτητης ιρλανδικής Δημοκρατίας. Ο θεατής τον γνωρίζει μέσα από τις συναντήσεις με την ψυχοθεραπεύτριά του, η οποία τον βοηθάει να ξεδιαλύνει το κουβάρι των σκέψεών του, ούτως ώστε να μπορέσει να ερμηνεύσει τις πράξεις για τις οποίες είναι υπόλογος. Αυτές οι θεραπείες δίνουν τη δυνατότητα στον ήρωα να κάνει αναδρομές στο παρελθόν, οδηγώντας τον θεατή βαθιά μέσα στο χάος του μυαλού του, εκεί όπου φωλιάζουν ο φανατισμός, η πόλωση, η προσκόλληση στο παρελθόν, ο εθνικισμός, τα στερεότυπα, η ανασφάλεια, και η κρίση της εθνικής ταυτότητας. Καθώς όμως η δράση κορυφώνεται, το γκροτέσκο χιούμορ δίνει απότομα τη θέση του σε μια κλιμακούμενη βία που θυμίζει θέατρο της σκληρότητας, ενώ το γέλιο μετατρέπεται σε τρόμο και το ελαφρύ κλίμα σε σκληρό θρίλερ.

Δεν είναι ποτέ απλή υπόθεση να αποκωδικοποιήσει κανείς μια δουλειά του Πάρι Ερωτοκρίτου. Πόσω μάλλον όταν πρόκειται για ένα εξαιρετικά σύνθετο έργο το οποίο αφορά την πολυτάραχη ιστορία της Ιρλανδίας, με πολλά ονόματα, μέρη, τοποθεσίες, παρακρατικές οργανώσεις, κόμματα και παρατάξεις να παρελαύνουν στα λόγια του ήρωα, καθώς ο ίδιος ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Για όλο αυτό το περίπλοκο περιβάλλον του έργου, ο Πάρις Ερωτοκρίτου φαίνεται να έχει κάνει μια επίμοχθη προεργασία και μια εις βάθος μελέτη, και δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά τόσο το ίδιο το κείμενο το οποίο και μεταφράζει σε μια σύγχρονη, καθημερινή και μεστή ελληνική (παρά τα κάποια μικρά γραμματικά ατοπήματα), όσο και το περικείμενο και συγκείμενό του. Σε αντίθεση με τη σκηνική αφαιρετική λιτότητα της αγγλικής παράστασης, η σκηνοθεσία του Πάρι Ερωτοκρίτου είναι σύνθετη, κινείται ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα, εικονοποιεί τον λόγο, δημιουργεί εστίες δράσης διαρκώς και προσφέρει πολλούς κώδικες και σημεία για τα οποία ο θεατής καλείται να ανακαλύψει τα σημαινόμενά τους. Με γρήγορο ρυθμό, αστείρευτη ευρηματικότητα, οργανικό δέσιμο χώρου και ηθοποιών, αλλά και εύστοχες μεταβολές από το κωμικό στο τραγικό, η σκηνοθεσία του εισβάλλει στο μυαλό του ήρωα ή καλύτερα, δημιουργεί επί σκηνής το χάος που επικρατεί στο μυαλό του. Με αυτή την πολλαπλότητα των ερεθισμάτων ο θεατής είναι αντιμέτωπος ήδη από τον χώρο του φουαγιέ, ο οποίος προσφέρει οπτικούς και ηχητικούς κώδικες: έναν τοίχο γεμάτο με εικόνες-κολάζ από τις ταραχώδεις στιγμές της ιστορίας της Ιρλανδίας, κοστούμια και σκηνικά αντικείμενα τα οποία θα χρησιμοποιηθούν αργότερα από τους ηθοποιούς και ένα ηχητικό τοπίο (Ανδρέας Παπαπέτρου) που θυμίζει ραδιοφωνικό συνονθύλευμα από τραγούδια, φωνές διαδηλωτών και φωνές πολιτικών ηγετών. Ανάμεσα σε αυτούς τους ήχους ο θεατής διακρίνει και γνώριμες φωνές Κύπριων ηγετών του παρελθόντος, όπως και αναφορές στη διχοτόμηση του νησιού. Μέσα από αυτές τις νύξεις ο σκηνοθέτης επιχειρεί να δημιουργήσει μια γέφυρα επικοινωνίας ανάμεσα στις συνθήκες των δύο «μοιρασμένων» νησιών, εύρημα εκ πρώτης όψεως εύστοχο, το οποίο, ωστόσο, καταλήγει να είναι αχρείαστο: αφενός γιατί δεν έχει συνέχεια, άρα και συνέπεια, αφετέρου γιατί ο θεατής δεν χρειάζεται καθοδήγηση για να κάνει τους συσχετισμούς. Μέχρι το τέλος του έργου, τους κάνει, έτσι κι αλλιώς.

Το εξαιρετικά ενδιαφέρον σκηνικό της Λυδίας Μανδρίδου και της Στέφανης Μουρούζη απλώνεται σχεδόν σε όλη την έκταση του ενιαίου σκηνικού χώρου και σχηματίζει, κατά κάποιο τρόπο, ένα τριγωνικό πλαίσιο. Τρία ευδιάκριτα χωρισμένα μέρη δημιουργούν του χώρους που κινούνται οι ηθοποιοί: αριστερά, το «βεστιάριο» όπου οι ηθοποιοί, πλην του κεντρικού ήρωα, μεταμφιέζονται στα πρόσωπα του έργου, δεξιά ο κενός χώρος με το αγγλικό Land Rover να συμβολίζει τις «φασαρίες», και στο κέντρο, ο χώρος όπου καθηλώνεται ο κεντρικός ήρωας και τον οποίο σχεδόν ποτέ δεν εγκαταλείπει. Είναι ο χώρος συζήτησης με την ψυχοθεραπεύτρια, ο χώρος όπου ζωντανεύουν οι αναμνήσεις του, όπου εισβάλλουν τα πρόσωπα, οι τοποθεσίες, οι συνθήκες και οι πράξεις του παρελθόντος, ενώ τα κάθετα κάτοπτρα που τον περιβάλλουν προσφέρουν στον θεατή πολλαπλές οπτικές των όσων διαδραματίζονται εκεί. Η απόληξη του τριγώνου παραμένει αθέατη και είναι το σημείο στο οποίο ενώνονται οι τρεις χώροι, εκεί όπου ακούγονται ήχοι και μουσικές ή διαδραματίζεται η εξωσκηνική δράση την οποία ο ήρωας αφηγείται. Ο Aleksandar Jotovic αφήνει τους δύο ακρινούς χώρους υποφωτισμένους, όπως ακριβώς οι σκιώδεις περιοχές του μυαλού του Έρικ, ενώ προσαρμόζει τον φωτισμό στον κεντρικό χώρο ανάλογα με την αφήγηση του ήρωα και την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται.

Έτσι, σκηνικό και φωτισμοί δημιουργούν μια πολύ εύστοχη απεικόνιση της δαιδαλώδους και χαοτικής κατάστασης που επικρατεί στη σκέψη του Έρικ, και οδηγούν σε μια πραγματική καταβύθιση του θεατή στην πορεία του ήρωα προς την παράνοια. Η προσπάθεια αυτή συμπληρώνεται από ένα επιπλέον στοιχείο. Πάνω από την καρέκλα στην οποία κάθεται συνήθως ο ήρωας, τοποθετείται ένας αντίστοιχα τριγωνικός χώρος προβολών, ο οποίος απεικονίζει οτιδήποτε προκύπτει μέσα από την αφήγησή του: τοποθεσίες, χάρτες, δρόμους, γειτονιές, πραγματικά πρόσωπα, σκηνές από ταινίες, μουσικές, έννοιες, παρατάξεις, γεγονότα, ενώ εκεί συχνά επαναλαμβάνονται και οι ερωτήσεις της ψυχοθεραπεύτριας, έτσι όπως αυτές καταγράφονται στο μυαλό του. Η ταχύτητα, η μη λογική σύνδεση, η «ακαταστασία» των προβολών, τα έντονα χρώματά τους, οι υψηλής έντασης ήχοι, μιμούνται τον τρόπο που οι αναμνήσεις λειτουργούν στο μυαλό του κάθε ανθρώπου: γρήγορα, παράλογα και ασύνδετα. Μέσα από αυτές φαίνεται και η αγωνία του σκηνοθέτη να δώσει όσα περισσότερα δεδομένα μπορεί στον θεατή, για να μπορέσει να κατανοήσει τον καταιγισμό πληροφοριών που προκύπτουν μέσα από την αφήγηση του ήρωα. Παρά, όμως, την εξαιρετική δουλειά του Γιώργου Βασιλείου στις προβολές, το εύρημα αυτό λίγα προσφέρει, εν τέλει, στον θεατή. Η ταχύτητα δεν του επιτρέπει να αφομοιώσει τις πληροφορίες, η σκέψη του καθοδηγείται, η φαντασία του συρρικνώνεται, ενώ η κούραση που προκύπτει από τη συνεχή διάσπαση της προσοχής του σε πολλά και διαφορετικά σημεία του σκηνικού χώρου, είναι αναπόφευκτη.

Οι ηθοποιοί της παράστασης, πλην του κεντρικού ήρωα, καλούνται να ενσαρκώσουν τόσο τα βασικά πρόσωπα που τον πλαισιώνουν (τη γυναίκα του, την κόρη του, τον «φανταστικό» επίδοξο τρομοκράτη), όσο και τα δευτερεύοντα πρόσωπα που αναφέρονται στις αφηγήσεις του τα οποία ο σκηνοθέτης εντάσσει στη σκηνική δράση. Ακόμη, ωστόσο, και τα βασικά πρόσωπα, δεν αποτελούν ολοκληρωμένους χαρακτήρες. Τα στοιχεία που παρέχει ο ίδιος ο συγγραφέας είναι ελλειπτικά, τόσα όσα χρειάζονται για να φωτίσουν, μέσα από τη διάδρασή τους με τον ήρωα, τον δικό του χαρακτήρα. Αυτό αποτελεί μια πρόσθετη δυσκολία για τους τρεις ηθοποιούς οι οποίοι καλούνται να υποστηρίξουν και όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα. Η Λένια Σορόκου στον ρόλο της συζύγου, αποτελεί τη βασική εκπρόσωπο της πραγματικότητας, τον άνθρωπο που αρνείται να αποδεχτεί την αλλαγή του Έρικ, γι' αυτό και τον απορρίπτει. Έτσι, η ερμηνεία της κινείται σε ένα καθαρά ρεαλιστικό επίπεδο, το οποίο, ιδιαίτερα προς το τέλος, δεν αποφεύγει έναν τόνο μελοδραματισμού. Η Μαρία Φιλίππου στον ρόλο της κόρης η οποία εκπροσωπεί τη νέα τάξη πραγμάτων, τη νέα γενιά που επιθυμεί την ειρηνική συμβίωση στη χώρα, κινείται με άνεση και χωρίς υπερβολή, δίνοντας μια μεστή ερμηνεία η οποία καταγράφει τον διχασμό της ηρωίδας ανάμεσα στην αγάπη για τον πατέρα της και την απέχθειά της για όσα αυτός πρεσβεύει. Πολύ εύστοχη είναι επίσης η παρουσία της στα περάσματα που κάνει σε όλους τους δευτερεύοντες ρόλους τους οποίους ο σκηνοθέτης αποφασίζει να παρουσιάσει στη σκηνή, παρά να τους αφήσει ως απλές αναφορές στην αφήγηση του ήρωα. Ο Κωνσταντίνος Δημητρίου κρατά έναν ρόλο κλειδί: αυτόν του επίδοξου τρομοκράτη που υποτίθεται ότι ο ήρωας συναντά στο πάρκο μετά από μια σύγκρουση που οδηγεί στον διωγμό του από το σπίτι. Πρόκειται, μάλλον, για ένα δημιούργημα της φαντασίας του ήρωα, ένα alter ego στο οποίο θα μεταθέσει, πρόσκαιρα, τη βιαιότητά του. Στους απολύτως φυσικούς διαλόγους των δύο κορυφώνεται όλη η καυστικότητα, αλλά και ο παραλογισμός του χιούμορ του συγγραφέα. Ο ηθοποιός, αν και δεν κινείται πάντα με σταθερότητα στο σουρεαλιστικό ύφος αυτού του χαρακτήρα του έργου, μας χαρίζει μέσα από τους διαλόγους του με τον Έρικ ορισμένες από τις πιο εύστοχες και χιουμοριστικές στιγμές της παράστασης. Η Ντέμπορα Οντόγκ αναλαμβάνει τον ρόλο της πραγματίστριας ψυχοθεραπεύτριας, αυτής που εκφέρει τον «πολιτικά ορθό» λόγο, έναν λόγο που συχνά ακούγεται επιτηδευμένος, φτιαγμένος μόνο για να δώσει αφορμή στις αναδρομές του ήρωα στο παρελθόν. Η απόφαση του σκηνοθέτη να καταστήσει το κοινό «κομμάτι» της ψυχοθεραπείας, μέσα από τη διαρκή απεύθυνση της ψυχοθεραπεύτριας προς αυτό, ακόμη και μέσα από το να του δώσει, καθοδηγούμενα έστω, τον λόγο, παγιδεύει την ηθοποιό σε μια αφύσικη ερμηνεία η οποία δείχνει να μην ξέρει αν πρέπει να κινηθεί στη σύμβαση του έργου ή στην πραγματική συνθήκη της παρακολούθησης μιας παράστασης. Ο Βαρνάβας Κυριαζής κρατά, μέσα από τον ρόλο του Έρικ, όλο το ερμηνευτικό βάρος του έργου το οποίο θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ο δικός του μονόλογος. Η ερμηνεία του αγγίζει όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις του ήρωα και δίνει μέσα από μια λεπτή ισορροπία εκφοράς λόγου, έκφρασης και κίνησης, την εσωτερική μάχη του ήρωα ανάμεσα στη λογική και τον παραλογισμό, τη δύναμη και την αδυναμία, την ευαισθησία και την απόλυτη αποκτήνωση. Είναι μία από τις καλύτερες ερμηνείες που μας έχει χαρίσει τα τελευταία χρόνια. Αυτή είναι που οδηγεί στη βαθιά ουσία του έργου, έξω από την περιοριστική τοπικότητά του, βοηθώντας τον θεατή να οδηγηθεί από μόνος του σε κρίσεις και συγκρίσεις. Το τελικό του «όχι», αμφίβολο και διφορούμενο, βρίσκει εξίσου απορημένο και τον θεατή ο οποίος εύχεται να ήταν όλα ένα αποκύημα της φαντασίας ενός διαταραγμένου μυαλού, μακριά από κάθε πιθανότητα τα όσα είδε να συνέβησαν στην πραγματικότητα.

Συγγραφέας: David Ireland Σκηνοθεσία | Μετάφραση: Πάρις Ερωτοκρίτου Σκηνικό  Κουστούμια: Λύδια Μανδρίδου, Στέφανη Μουρούζη Σχεδιασμός Φωτισμού: Aleksandar Jotovic Κίνηση Χορογραφία: Αλεξία Νικολάου Σκηνική Πάλη: Tom Jordan Σύνθεση / Σχεδιασμός Ήχου  Μουσική Διδασκαλία: Ανδρέας Παπαπέτρου Video Art: Γιώργος Βασιλείου (Werx Studio). Βοηθός Σκηνοθέτη: Μαρία Κωνσταντίνου Συντονισμός Παραγωγής: Στέφανη Μουρούζη Οπτική Επικοινωνία | Visuals: Δημήτρης Σωτηρίου Φροντιστήριο: Βαλάντης Χατζημάρκου

Ερμηνεύουν:  (με αλφαβητική σειρά) Κωνσταντίνος Δημητρίου, Βαρνάβας Κυριαζής, Ντέμπορα Οντόγκ, Λένια Σορόκου, Μαρία Φιλίππου

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;