Η γειτονιά μου

ΣΤΑΥΡΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ Δημοσιεύθηκε 15.1.2023

Εμεγάλωσα σε μια διαφορετική εποχή. Όσο μου φαίνεται κοντινή, άλλο τόσο συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει δεκαετίες που τότε. Κάποιες φορές, βλέπω φωτογραφίες ή ακούω μουσικές τζιαι ήχους τζείνης της εποχής τζιαι εν τόσο ζωντανά μες τον νου μου που αν ήταν τρόπος είσιεν να απλώσω τα σιέρκα να τα τζίηξω. Άλλες πάλε, χρειάζεται να σκάψω τόσο βαθκιά μες τη μνήμη μου για να συνδέσω το σήμερα. Τόσο που νιώθω σαν εξερευνητής σε μια τεράστια σπηλιά γεμάτη ξεχασμένα κειμήλια που πρέπει να σηκώσει κάσιες τζιαι να μετακινήσει αντικείμενα για να έβρει τζείνο που χρειάζεται. Τζιαι σαν τζείνο τον εξερευνητή, τούτη η ανακατωσιά, ξαναγεννά μες τον νου μου άλλες αναμνήσεις τζιαι άλλες εικόνες. Κάθε αντικείμενο, κάθε κάσια, καλεί με να σταθώ σε μια άλλη ανάμνηση τζιαι να ακολουθήσω ένα διαφορετικό λαβύρινθο στην μνήμη μου που ίσως να με οδηγήσει σε έναν ξεχασμένο θησαυρό.

Αναγιώθηκα λοιπόν σε μια που τες σχετικά καινούργιες γειτονιές της Αγλαντζιάς. Δηλαδή σε μια περιοχή που εδημιουργήσαν την αστική ζωή τους τα ζευγάρια που εκατεβήκαν που τα διάφορα χωρκά της Κύπρου. Επειδή η παλιά Αγλαντζιά, το χωρκό δηλαδή, δεν τους εφόρεν, επιάσαν χωράφκια τζιαι εχτίσαν σπίθκια στα περίχωρα.

Η γειτονιά μου ήταν θκυο δρόμοι που εκαταλήγαν στη Λεωφόρο Λάρνακος. Που την μια μερκά ήταν ένα δημοτικό σχολείο, που την άλλη το δημόσιο νηπιαγωγείο τζιαι τριγύρω ήταν το δάσος της Ακαδημίας. Θυμούμαι ότι δεν είσιεν μεγάλα τζιαι πλούσια σπίθκια. Για την ακρίβεια, στην γειτονιά μου ούλλα τα σπίθκια ήταν μιτσιά. Το καθένα όμως με την αυλή του, ίσως τζιαι μια βεράντα. Λασάνια χρωματισμένα με τσαρτελλούθκια, τριανταφυλλιές, κρίνα τζιαι γιασεμιά.

Σε ούλλα υπήρχε το στοιχείο της ιδιοκατασκεύης τζιαι της προσαρμογής. Δηλαδή, εκτός του ότι κανένα σπίτι δεν ήταν το ίδιο με το άλλο, σε ούλλα εφαίνετουν η παρέμβαση των ιδιοκτητών τζιαι οι προσθήκες με βάση του τι εμπορούσαν τζιαι του τι εξέραν να κάμνουν. Πέρκολες κατασκευασμένες με πασαμάνα που τον πατέρα ή τον παππού, λασάνια τζιαι γλάστρες που παλιούς τενεκκέες του λαθκιού, φτιαγμένες που τη μάμμα ή τη γιαγιά, τέντες τζιαι γκαράζ αγνώστου κατασκευαστή τζιαι προδιαγραφών. Το κάθε σπίτι ήταν ένα αποτύπωμα της οικογένειας, μια δήλωση των ικανοτήτων τζιαι του χαρακτήρα τους. Ακόμα θυμούμαι πόσο περίεργο τζιαι πόσο ξένο ήταν όταν εχτίστηκε η πρώτη βίλλα τζιαι οι πρώτες πολυκατοικίες στη γειτονιά μου.

Μετα τον πόλεμο λοιπόν, η γειτονιά μου, όπως τζιαι άλλες γειτονιές στην αστική Κύπρο, εγεμώσαν κοπελλούθκια. Αν μας μετρήσω τωρά, όσους αθθυμούμαι δήλαδη, είμαστε παραπάνω που δεκαπέντε ανοματοί. Τζιαι η κάθε γειτονιά έτσι ήταν τότε, γεμάτη κοπελλούθκια. Ούλλοι κοντά στην ηλικία, τότε έφηβοι, σήμερα σαραντάριες. Είμαστε η γενια Χ του πλανήτη τζιαι οι μπούμερ της Κύπρου.

Τα απογεύματα, εφκαίνναμε στον δρόμο. Χωρίς συνεννόηση, χωρίς τηλέφωνα. Με το ένστικτο, μάλλον με την ελπίδα θα έλεγα καλύτερα. Την ελπίδα ότι, κάποιος θα μας εθώρεν ότι είμαστε έξω τζιαι θα έρκετουν να μας κάμει παρέα. Τζιαι έτσι, κάθε απόγευμα, η γειτονιά μου εγέμωννεν μάππες, ποδήλατα, φωνές τζιαι φασαρία. Ώσπου να ανάψουν τα φώτα του δήμου τζιαι να αρκέψουν οι μανάες να μας φωνάζουν να στραφούμε σπίτι, ξιμαρισμένοι, δρωμένοι, κουρασμένοι, αλλά πιο σημαντικά, γεμάτοι. Είμαστε κοπελλούθκια που μας εμεγάλωννεν η γειτονιά. Ούλλοι οι γονείς, ήταν γονείς μας θυμούμαι.

Έτσι λοιπόν θυμούμαι τζιαι την γειτονιά μου. Κάτι μακρινό, κάτι ξεχασμένο που τις δεκαετίες του '80 τζιαι του '90 τζιαι την ίδια στιγμή, κάτι τόσο κοντινό, κάτι τόσο ξεκάθαρα χαραγμένο, όχι μόνο στο μυαλό μου αλλά τζιαι στις αισθήσεις μου. Αν ξύσω το σιέρι μου, νιώθω ακόμα το γράσο που την καδένα του ποδηλάτου μου. Αν γλύψω τα σιείλη μου, νιώθω ακόμα την ξιμαρισιά της ασφάλτου τζιαι του χωραφκιού. Την κρέμα του παγωτού να κοκκαλλιεί με λλίο χώμα. Τη μεταλλική γεύση της πληγής στο γόνατο. Τα βιώματά μου σε τζείνη τη γειτονιά, ακόμα τζιαι σήμερα, ορίζουν με σαν άνθρωπο τζιαι χαρακτηρίζουν το πωώς αντιλαμβάνομαι τον κόσμο τζιαι την κοινωνία.

Σπίθκια απλά με άνθρωπους της δουλειάς. Ο καθένας με ό,τι εμπορούσεν τζιαι ό,τι έξερεν να κάμει. Απλά, καθημερινά πλάσματα, που εσχολάνναν το απόγευμα τζιαι εκάθουνταν στην βεράντα να πιούν καφέ, να φαν μαχαλλεπί τζιαι να κόψουν κίνηση. Με τα αήπια τους τζιαι τες ατέλειές τους φυσικά τζιαι τζείνοι. Σίουρα εμοιάζαν να βλέπουν την ζωή με έναν πιο προσγειωμένο φακό. Η ζωή γενικά έμοιαζε να έν' πιο απλή.

Ξέρεις, τις προάλλες εβρέθηκα με τους φίλους μου που την γειτονιά μετά που ‘κοσπέντε χρόνια. Όσοι εμαζευτήκαμε, όσοι εμείναμε που τότε δηλαδή, επειδή κάποιους επήρεν τους αλλού η ζωή τζιαι ο θάνατος. Σαραντάρηες τωρά, με κοπελλούθκια, οικογένειες, δουλειές, υποχρεώσεις. Ακόμα τζιαι έτσι, στο πρόσωπο τζιαι στα μάθκια του κάθε ενός ξεχωριστά, είδα τον έφηβο που επαίζαμε μαζί πριν τόσα χρόνια.

Εβρεθήκαμε σε ένα χωράφι, το τελευταίο που απόμεινε στη γειτονιά μου, πίσω που τον κλειστό για χρόνια σύλλογο στον οποίο εμαζευκούμαστε κάθε Παρασκεύη νύχτα για να φάμε σουβλάκια, να παίξουμε χωστό τζιαι να τσιαρίσουμε. Ένας φίλος έφερε μεγάφωνο τζιαι έβαλε Παπακωνσταντίνου. Για λλίη ώρα ο τόπος, ο ήχος τζιαι η παρουσία ήταν που μια άλλη εποχή, ενώ η εποχή δεν υπήρχε στην πραγματικότητα.

Εκουβεντιάσαμε για διάφορα. Είπαν ότι θυμούμαι παραπάνω πράματα που τους υπόλοιπους. Σάννα τζιαι οι εικόνες τζιαι οι καταστάσεις κολλούν με έναν πιο μόνιμο τρόπο στο μυαλό μου. Αντιλήφθηκα ξανά ότι η μνήμη είναι συλλογική. Η ανάμνηση που προέρχεται μόνο που μια πηγή, δεν είναι ολοκληρωμένη. Έν' όμορφη, τζιαι σημαντική χωρίς καμιά αμφιβολία, αλλά μοιάζει με παζλ που του λείπουν κομμάθκια. Τζείνη τη νύχτα, οι φίλοι μου που την παλιά γειτονιά, εβάλαν τζείνα τα κομμάθκια στον τόπο τους τζιαι εμπόρεσα μετά που χρόνια να δω ολόκληρες τες εικόνες ξανά.

Νομίζω ούλλοι θυμούνται με νοσταλγία την παιδική τους ηλικία. Ακόμα τζιαι οι γονείς μας, που εμεγαλώσαν δύσκολα τζιαι σε πολλά διαφορετικές εποχές, μιλούν για την παιδική τους ηλικία με πολύχρωμα λόγια. Είμαστε αιώνια συνδεδεμένοι με τον παιδικό μας εαυτό, με μια αλυσίδα θαρκούμαι, καρφωμένη στην εφηβεία. Με έναν μίτο, όπως της Αριάδνης, που πάντα καταλήγει τζιαμαί, όσο τζιαι αν μεγαλώνουμε τζιαι όσο περίπλοκη τζιαι αν γίνει η ζωή.

Εθκιάβασα ότι δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα μεγάλοι, δεν υπάρχουν ενήλικες. Ότι υπάρχουν μόνο παιδιά, φυλακισμένα σε μεγάλα σώματα. Που έξω τους οι άνθρωποι μεγαλώνουν, τζιαι μοιάζουν να ξέρουν τι κάμνουν, αλλά που μέσα τους έν' ακόμα παιδιά όπως ήταν πάντα, χαμένοι τζιαι άτσαλοι. Έτσι νιώθω τζιαι εγώ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ