Παράθυρο logo
Απαγορεύοντας τα σόσιαλ… ή μήπως όχι;
Δημοσιεύθηκε 03.11.2025 10:00
Απαγορεύοντας τα σόσιαλ… ή μήπως όχι;

Η επιχειρηματολογία υπέρ της απαγόρευσης είναι ελκυστική στην απλότητά της. Η γενιά των εφήβων φαίνεται να υποφέρει από άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, διαταραχές ύπνου και εμμονή με την εικόνα της.

Η Αυστραλία αποφάσισε πρόσφατα να απαγορεύσει τη χρήση των social media σε παιδιά κάτω των 16 ετών, με ισχύ από τον Δεκέμβριο του 2025. Μια απόφαση πρωτοποριακή σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και βαθιά διχαστική. Από τη μια πλευρά, γονείς και πολιτικοί που βλέπουν τα social media ως απειλή για την ψυχική υγεία των νέων. Από την άλλη, ερευνητές που επιμένουν ότι η απαγόρευση δεν στηρίζεται σε στέρεα επιστημονικά δεδομένα και ότι η λύση βρίσκεται αλλού. Τελικά είναι ή δεν είναι καλή ιδέα η απαγόρευση;

Η επιχειρηματολογία υπέρ της απαγόρευσης είναι ελκυστική στην απλότητά της. Η γενιά των εφήβων φαίνεται να υποφέρει από άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, διαταραχές ύπνου και εμμονή με την εικόνα της. Είναι εύκολο να ενοχοποιήσει κανείς τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης. Το επιχείρημα της προστασίας είναι ισχυρό: οι πλατφόρμες τροφοδοτούν τη σύγκριση, τη διαδικτυακή κακοποίηση, την έκθεση σε σεξιστικό ή ακραίο περιεχόμενο και τη διαφήμιση επιβλαβών προϊόντων. Πολλοί γονείς δηλώνουν ότι νιώθουν ανίσχυροι να ελέγξουν τη χρήση των social media από τα παιδιά τους, οπότε η κρατική παρέμβαση μοιάζει με ανακούφιση.

Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πιο περίπλοκη. Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ επισημαίνουν ότι η επιστημονική βάση της απαγόρευσης είναι αδύναμη. Οι περισσότερες μελέτες που συνδέουν τη χρήση κοινωνικών δικτύων με προβλήματα ψυχικής υγείας είναι συσχετιστικές, όχι αιτιολογικές. Δεν γνωρίζουμε αν τα Μέσα προκαλούν τα προβλήματα ή αν οι ήδη ευάλωτοι νέοι στρέφονται περισσότερο σε αυτά. Και, κυρίως, δεν γνωρίζουμε ποια μορφή χρήσης είναι πραγματικά επιβλαβής. Γιατί άλλο είναι η παθητική κατανάλωση εικόνων στο Instagram και άλλο η συμμετοχή σε κοινότητες αλληλοϋποστήριξης για θέματα ψυχικής υγείας.

Το κεντρικό ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν τα social media είναι «καλά» ή «κακά», αλλά πώς τα χρησιμοποιούν οι νέοι και πώς τους μαθαίνουμε να τα χειρίζονται. Η καθολική απαγόρευση θυμίζει την παλιά λογική της «μηδενικής ανοχής» στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά, μια στρατηγική που απέτυχε όπου κι αν εφαρμόστηκε. Όπως δείχνει η ιστορία της πρόληψης της χρήσης αλκοόλ στους εφήβους, η πλήρης απαγόρευση σπάνια φέρνει ουσιαστικά αποτελέσματα. Οι έφηβοι βρίσκουν τρόπους να παρακάμπτουν τους κανόνες, ενώ το κρυφό γίνεται πιο ελκυστικό. 

Η εναλλακτική, όπως τονίζουν οι ερευνητές, είναι η προσέγγιση της «ελαχιστοποίησης της βλάβης». Αντί για απαγορεύσεις, να εξοπλίσουμε τους νέους με γνώσεις και δεξιότητες. Να τους μάθουμε να αναγνωρίζουν τα ρίσκα, να ζητούν βοήθεια, να φιλτράρουν το περιεχόμενο και να κατανοούν τους μηχανισμούς των πλατφορμών. Να αναπτύξουν ανθεκτικότητα απέναντι στην τοξική σύγκριση και την ψηφιακή πίεση. Η απαγόρευση δεν διδάσκει τίποτα, απλώς μεταθέτει το πρόβλημα στις σκιές, στα ψεύτικα προφίλ, στα μη ρυθμισμένα περιβάλλοντα.

Η εμπειρία των γονιών είναι κρίσιμη. Οι ερευνητές υπενθυμίζουν ότι η στάση των γονέων απέναντι στην τεχνολογία επηρεάζει άμεσα τα παιδιά. Ένας γονιός που μιλάει ανοιχτά, θέτει όρια αλλά και εξηγεί, έχει πολύ μεγαλύτερη επιρροή από έναν που επιβάλλει κανόνες με απειλές ή ελέγχους. Η σχέση εμπιστοσύνης είναι το αντίδοτο στη μυστικότητα και τον φόβο. Αντίθετα, η απαγόρευση ενδέχεται να αποθαρρύνει την ειλικρίνεια. Ένα παιδί που έχει παραβεί τους κανονισμούς για να ανοίξει λογαριασμό δύσκολα θα μιλήσει στους γονείς του αν δεχθεί διαδικτυακή παρενόχληση.

Τα σχολεία μπορούν να λειτουργήσουν ως εργαστήρια ψηφιακής αγωγής. Όχι με ηθικολογικές απαγορεύσεις, αλλά με συζήτηση, παιχνίδι ρόλων, εκπαίδευση στα fake news, στην ιδιωτικότητα, στα δικαιώματα του ψηφιακού πολίτη. Οι ίδιοι οι έφηβοι πρέπει να συμμετέχουν στη δημιουργία αυτών των προγραμμάτων, γιατί γνωρίζουν καλύτερα τη γλώσσα και τις δυναμικές των Μέσων που χρησιμοποιούν. Κανένα σχέδιο προστασίας δεν μπορεί να επιτύχει χωρίς τη συμμετοχή των ίδιων των παιδιών.

Η απαγόρευση της Αυστραλίας ίσως φέρει κάποια πρόσκαιρη ηρεμία στους γονείς. Μπορεί να μειώσει τον χρόνο οθόνης για λίγο, να καθυστερήσει την έκθεση σε κινδύνους. Αλλά δεν θα αντιμετωπίσει τη βαθύτερη πρόκληση, το να μάθουν οι νέοι να ζουν στον ψηφιακό κόσμο.