Η αρχαιολογική αυτή θέση διατηρεί κατάλοιπα από ένα χρονολογικά ευρύ φάσμα της Εποχής του Χαλκού αλλά και ενδείξεις για κατοίκηση κατά τη Χαλκολιθική περίοδο, πριν από το 2,500 π.Χ. και φαίνεται ότι διαδέχεται τον γειτονικό οικισμό Κισσόνεργα-Μοσφίλια της Νεολιθικής περιόδου-Φάση Φίλιάς. Ο οικισμός στη θέση Κισσόνεργα-Σκαλιά εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1600 π.Χ., περίοδος μετάβασης προς την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Ο οικισμός στη θέση Κισσόνεργα-Σκαλιά εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1600 π.Χ., μόλις στις αρχές της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, και είναι ένα παράδειγμα του φαινομένου, που παρατηρείται εκείνη την περίοδο, το οποίο περιλαμβάνει την οικοδόμηση μεγαλύτερων κτηρίων και την παραγωγή αγαθών σε μεγαλύτερη κλίμακα, παράλληλα με την άνθιση του θαλάσσιου εμπορίου στη Μεσόγειο. Καθώς η θέση εγκαταλείφθηκε λίγο μετά την ανέγερση του οικοδομήματος, και τα κατάλοιπα δεν έχουν καταστραφεί εξαιτίας μεταγενέστερης ανθρώπινης δραστηριότητας, υπάρχει η δυνατότητα, το φαινόμενο αυτό να μελετηθεί με λεπτομέρεια.
Η έρευνα στην περιοχή έχει αποκαλύψει ότι ο οικισμός στη θέση Κισσόνεργα-Σκαλιά ιδρύθηκε στις αρχές της φάσης της Φιλιάς της Εποχής του Χαλκού, περίπου το 2500 π.Χ. και άκμασε μέχρι το τέλος της Μέσης Εποχής του Χαλκού, περίπου το 1750 π.Χ.. Την περίοδο αυτή, τα παλαιότερα οικιστικά οικοδομήματα εγκαταλείφθηκαν και ένα οικοδομικό πρόγραμμα ευρείας κλίμακας πραγματοποιήθηκε, που περιλάμβανε την κατεδάφιση προηγούμενων κατασκευών στη βόρεια πλαγιά και την απόρριψη του οικοδομικού υλικού στην κατηφορική νότια πλευρά με σκοπό τη δημιουργία μιας επίπεδης επιφάνειας για την ανέγερση ενός κτιριακού συμπλέγματος που καταλαμβάνει 1200μ2. Το κτηριακό σύμπλεγμα περιλάμβανε μια σειρά από ανοιχτούς και στεγασμένους χώρους αποτελούμενους από μεγάλους τοίχους πλάτους έως 1,2 μ. σε διάφορες κατευθύνσεις και δάπεδο από καλά πατημένο πηλό ή γύψο. Το νέο κτηριακό σύμπλεγμα υπήρξε σε χρήση μόνο για μερικές γενιές πριν εγκαταλειφθεί οριστικά γύρω στο 1600 π.Χ.. Το σύμπλεγμα δεν διατηρεί ενδείξεις για οικιστική χρήση αφού οι δραστηριότητες που σημειώνονται φαίνεται να ήταν βιοτεχνικού χαρακτήρα, όπως οι μεγάλες εστίες, οι χώροι άλεσης και επεξεργασίας υλικών και τα πολλά αποθηκευτικά αγγεία.
Κατά την ανασκαφική περίοδο του 2025, η ομάδα συνέχισε την αποκάλυψη των καταλοίπων του συμπλέγματος με στόχο τον εντοπισμό ενδείξεων που σχετίζονται με τη χρήση του χώρου.
Κατά τη διάρκεια των προηγούμενων ανασκαφικών περιόδων, είχε αποκαλυφθεί ένας θολωτός φούρνος διαμέτρου 1,5μ. κτισμένος εντός αυλής με γύψινο δάπεδο, μαζί με σκευή μαγειρικής, λίθινα εργαλεία αλέσματος και άλλα αντικείμενα. Η αυλή έχει πλέον αποδειχθεί ότι έχει σχήμα Γ, στο βραχύ άκρο του οποίου η ομάδα έχει ανακαλύψει έναν νέο φούρνο που αποτελεί ένα από τα πιο ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά του χώρου. Ο νέος αυτός φούρνος είναι διαμέτρου περίπου τεσσάρων μέτρων και κατασκευάστηκε ως ημισφαιρικό κοίλωμα από ψημένο μίγμα λάσπης και ασβέστη. Φαίνεται ότι είχε χαμηλούς τοίχους από λάσπη αλλά όχι οροφή. Η ανασκαφή αυτού του φούρνου έχει πλέον ολοκληρωθεί αποκαλύπτοντας λίθινα εργαλεία, κομμάτια ασβέστη, κεραμικά όστρακα, και οστά ζώων. Ο φούρνος έπαψε να χρησιμοποιείται πριν από την εγκατάλειψη του χώρου, επιχωματώθηκε και καλύφθηκε με δάπεδο πριν από την κατασκευή του μικρότερου θολωτού φούρνου στην ίδια αυλή. Αν και η ακριβής χρήση του φούρνου παραμένει ασαφής, μέσω του συστηματικού υγρού κοσκινίσματος του περιεχομένου του, ανακτήθηκαν υπολείμματα τροφής από τερέβινθο και σιτάρι, τα οποία πιθανότατα κάηκαν κατά λάθος στον φούρνο. Αυτό, επιτρέπει την ενδιαφέρουσα πιθανότητα ότι οι Κύπριοι κατανάλωναν ένα είδος φαγητού με σιτάρι και τρεμίθια ήδη από την Εποχή του Χαλκού.
Εικόνα: Άποψη του φούρνου στο τέλος της ανασκαφικής περιόδου.
