«Η ιδέα γι' αυτή την έκθεση γεννήθηκε στην Μπιεννάλε Λάρνακας όταν η Στεφάνια είχε έρθει ως φιλοξενούμενη καλλιτέχνιδα. Εκεί είχαμε ξεκινήσει έναν διάλογο βασισμένο στην έννοια Έλληνες της Δύσης και Έλληνες της Ανατολής. Η Στεφανία μιλούσε για τη Σικελία και την Καλάβρια, συγκεκριμένα κατάγεται από την ελληνόφωνη Ιταλία όπου ακόμα διατηρείται το γλωσσικό ιδίωμα, το γκρεκάνικο το οποίο ηχεί πολύ σαν την κυπριακή διάλεκτο. Παρόλο που έχω σχέση με την Ιταλία, δεν ήξερα ότι αποκαλούνται Έλληνες της Δύσης οι άνθρωποι αυτών των περιοχών. Θεωρούν τους εαυτούς τους Έλληνες και μάλιστα με την αρχαία σημασία της έννοιας, δηλαδή θεωρούν ότι ο ελληνισμός είναι ένα ένδοξο παρελθόν του οποίου πρέπει να φαίνονται αντάξιοι. Είχα συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα φιλοξενίας από τον Δήμο Συρακουσών και κατά τη διάρκεια της παραμονής μου ακούγοντας τους κατοίκους παρατήρησα ότι έχουν πλήρη αντίληψη της έννοιας του ελληνισμού, εκείνης που εμείς χάσαμε. Μια αξία η οποία έχει διαδραματίσει τον ρόλο της στη διαμόρφωση των πολιτισμών της λεκάνης της Μεσογείου. Η Σικελία είναι ένας χώρος όπου βρίσκεται πολύ συμπυκνωμένος ελληνισμός. Έχει νομίζω κατ᾽ αναλογία τους περισσότερους αρχαιολογικούς χώρους στην Ευρώπη. Η Σικελία είναι σπαρμένη από θέατρα, κατακόμβες, ναούς, μνημεία»., εξηγεί ο Βασίλης Βασιλειάδης.
Αρχικά η Στεφανία είχε προτείνει την ιδέα για μια έκθεση για τη σχέση μεταξύ Ελλήνων της Δύσης και της Ανατολής. Η Στεφανία παρατήρησε ότι η Κύπρος είναι το ανατολικότερο άκρο αντἰστοιχα με τη Σικελία που είναι το δυτικότερο. Στη συνέχεια υπέβαλε μια πρόταση στον Δήμο Συρακουσών η οποία προσέλκυσε μεγάλο ενδιαφέρον. Ο δήμος προσέφερε στους δύο καλλιτέχνες έναν εξαιρετικό χώρο στο κέντρο της πόλης. Ένα παρεκκλήσι Φραγκισκανών του 1800 το οποίο χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος στο λεγόμενο νησί της Ορτίτζια.
Ταυτόχρονα άρχισαν να καταφθάνουν στον Πολιτιστικό Όμιλο της Κεφαλονιάς προτάσεις από ελληνόφωνες περιοχές της Καλαβρίας, από ελληνικές μειονότητες στα στενά της Μεσίνας και στο Παλέρμο. Μέχρι και τη Νάπολη άρχισαν διάφορα μουσεία ή κέντρα ερευνών να δείχνουν ενδιαφέρον.
«Αυτό οδήγησε στη σκέψη κατα πόσο θα μπορούσαμε να συνδέσουμε την έκθεση με ένα συνέδριο όπου ακριβώς Έλληνες της Δύσης και της Ανατολής θα μπορούσαν να βρεθούν και να συζητήσουν για τον κοινό τους πολιτισμό. Έτσι δημιουργήθηκε η ιδέα της έκθεσης μαζί με ένα συνέδριο στην Ιταλία, Ελλάδα και Κύπρο. Τον Απρίλη έφτιαξα τα έργα στο πλαίσιο του προγράμματος φιλοξενίας από τον Δήμο Συρακουσών. Εκεί έγινε το συνέδριο και η έκθεση η οποία είχε μια διάρκεια περισσότερο από την προβλεπόμενη, αφού πήγαινε πάρα πολύ καλά, έτσι διήρκεσε έως το τέλος του Σεπτεμβρίου.
Στο πρώτο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στις Συρακούσες υπήρξε μεγἀλο ενδιαφέρον. Παρευρέθηκαν ακαδημαϊκοί από τη Βενετία και το Μιλάνο, ένας ανθρωπολόγος, ιστορικοί τέχνης, καλλιτέχνες, λογοτέχνες και ο καθένας πρόσθεσε το δικό του κομμάτι. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι εκεί αντιλαμβάνεσαι ότι τελικά τα πράγματα είναι αλληλένδετα, ότι ο πολιτισμός και οι τέχνες δεν είναι κάτι ξεχωριστό και μάλιστα υπήρχε μια πάρα πολύ ωραία παρέμβαση ενός ανθρωπολόγου, ο οποίος ακριβώς εξήγησε ότι αυτό που ονομάζουμε «Μάρε Νόστρουμ», η Μεσόγειος, δεν ήταν μόνο ένα δίκτυο εμπορικών δρόμων, αλλά ταυτόχρονα ήταν ένα δίκτυο πολιτισμού. Με την ίδια ευκολία με την οποία οι αρχαίοι πολιτισμοί, εμπορεύονταν την πραμάτεια τους, εμπορεύονταν και τον πολιτισμό τους.
Την εκδήλωση συνόδευσε ένας μεγάλος κατάλογος 180 σελίδες με έργα από την έκθεση και κείμενα από όσους έλαβαν μέρος σε αυτό το συνέδριο και διάφορα άλλα. Έγινε υπό την αιγίδα του ΤΕΠΑΚ από πλευράς Κύπρου. Ήρθε μαζί μας η εικαστικός Κλίτσα Αντωνίου και ο Χρίστος Αργυρού, φιλόλογος, βυζαντινολόγος ο οποίος έκανε μια πολύ ωραία ενδιαφέρουσα παρουσίαση και τελευταία στιγμή εντελώς η μόνη ανταπόκριση που είχαμε από κυπριακής πλευράς ήταν από τον Π. Προδρόμου ο οποίος έθεσε υπο την αιγίδα του την εκδήλωση στέλνοντας οπτικογραφημένο χαιρετισμό, ο οποίος προβλήθηκε στο συνέδριο.
Η Ελλάδα ήταν ο δεύτερος σταθμός όπου πραγματοποιήθηκε στο ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης το οποίο έχει ιδιαίτερη σχέση με το Ινστιτούτο Αρχαίου Δράματος στις Συρακούσες. Στις Συρακούσες υπάρχει το ελληνικό θέατρο των Συρακουσών. Ο Οιδίποδας γράφτηκε και παίχτηκε πρώτη φορά εκεί και όταν ήμασταν το καλοκαίρι για την έκθεση παρακολουθήσαμε την παράσταση σε ένα θεατρικό φεστιβάλ. Το ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης είχε μια σχέση μέσω εκείνου του φεστιβάλ, το οποίο στήριζε την προσπάθειά μας και προσφέρθηκε να φιλοξενήσει την έκθεση και το συνέδριο στην Αθήνα.
Τα έργα που φιλοξενήθηκαν στην Αθήνα για πρακτικούς και τεχνικούς λόγους προσαρμόστηκαν σε μέγεθος, ήταν πιο μικρά σαν μικρές παραλλαγές των έργων που παρουσιάστηκαν στις Συρακούσες. Το ίδιο αποφασίσαμε να κάνουμε και στην Κύπρο δηλαδή στην Αίθουσα Καστελιώτισσα τα έργα γίνονται ξανά από την αρχή. Δεν είναι τα ίδια αλλά δεν είναι διαφορετικά. Παραλλαγές προσαρμοσμένες στον χώρο όχι μόνο τον εκθεσιακό αλλά και στον χώρο τον γεωγραφικό» αναφέρει ο Βασίλης.
Αντίστοιχα με τη φιλοξενία του Βασίλη στις Συρακούσες τον Φεβρουάριο η Στεφάνία φιλοξενήθηκε από το Κέντρο Κυπριακής Χειροτεχνίας όπου στους χώρους του δημιούργησε τα έργα της με πηλό και χώμα από την Κύπρο. Προγραμματίζεται να εκδοθεί επίσης νέος κατάλογος με τα έργα ή την προετοιμασία των έργων της τρίτης και τελικής φάσης μαζί με τα κείμενα εκείνων που συμμετείχαν στο συνέδριο.
Η σπίθα
«Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να πεις ότι αυτή η δράση τελειώνει εδώ. Ήταν η αφορμή και εξακολουθεί να είναι η αφορμή καινούργιων καταστάσεων οι οποίες βλέπεις ότι έχουν τόση δυναμική που δεν μένουν στο χαρτί ή την κουβέντα αλλά αρχίζουν και υλοποιούνται. Υπάρχει μεγάλο πεδίο συνεργασίας ανάμεσα στην Κύπρο και την Ιταλία καλλιτεχνικά, υπάρχουν οι οδοί και η σύνδεση. Απλώς μένει αδρανής για διάφορους λόγους. Συνειδητοποιείς όμως τις δυνατότητες όταν βλέπεις ότι αρκεί μια μικρή σπίθα για να φωταγωγηθεί ολόκληρη η λεωφόρος που ενώνει τους δύο πολιτισμούς.
Ένας από τους υποστηρικτές μας σε όλη την προσπάθειά ήταν το Ιταλο-Κυπριακό Εμπορικό Επιμελητήριο, το οποίο στηρίζει ακριβώς στο πλαίσιο εκείνης της ιδέας που ανέφερα προηγουμένως, ότι η τέχνη δεν μπορεί να φύγει από το εμπόριο. Πριν λίγους μήνες στο Παλέρμο της Σικελίας έγινε το ετήσιο συνέδριο του Ιταλο-Κυπριακού Εμπορικού Επιμελητηρίου, όπου μέσα στην ατζέντα μαζί με όλα τα υπόλοιπα θέματα υπήρχε και κομμάτι που αφορούσε τον πολιτισμό, όπου η Στεφάνια μίλησε ως εκπρόσωπος της εκδήλωσης. Σε τέτοιες πρωτοβουλίες είναι που αρχίζει να καλλιεργείται η αίσθηση ότι η τέχνη δεν είναι ξεχωριστό κομμάτι της κοινωνίας, ο πολιτισμός δεν είναι επιλογή, πρέπει να είναι μέρος. Ο πολιτισμός είναι ο αρμός ανάμεσα στις πέτρες που τις κρατά μαζί .
Το συνέδριο είχε ως στόχο να δημιουργηθεί μια σχέση ανάμεσα σε Κύπρο και Ιταλία κάτι που μπορεί να γίνει εύκολα μέσα από τον πολιτισμό. Και επίσης να υπάρξει μια ροή, ένα ενδιαφέρον ανταλλαγής, διότι εμπορικά υπάρχει μια αποξένωση η οποία θα μπορούσε να είναι ένα κενό που μπορούσε να καλυφθεί. Απλώς εντόπισαν ότι ο πολιτισμός είναι μια μια πολύ εύκολη και γρήγορη οδός για να το κάνεις. Το 2022 το 70% των μεσαίων επιχειρήσεων στην Ευρώπη επένδυσαν στον πολιτισμό. Οι μισές χρηματοδοτώντας και άλλες μισές σε υπηρεσίες. Όταν ερωτήθηκαν από μια έρευνα της DeLoitte, η οποία πραγματοποιείται κάθε χρόνο σε σχέση με την αγορά της τέχνης, γιατί επένδυσαν στον πολιτισμό απάντησαν ότι είναι ο μόνος τρόπος να βελτιώσει μια επιχείρηση το προφίλ της και να προσελκύσει αγοραστές. Είναι μια νοοτροπία η οποία στην Κύπρο δεν υπάρχει καθόλου. Πρέπει να αναφέρω ότι από άποψη χορηγιών ή οικονομικής στήριξης είχαμε μηδέν. Η απάντηση που πήραμε ήταν συνήθως: 'Μα η επιχείρησή μας δεν έχει σχέση με τον πολιτισμό'. Τότε προσπαθείς να εξηγήσεις ότι ο πολιτισμός δεν στηρίζεται από εκείνους που έχουν σχέση, διότι όλοι μας έχουμε σχέση ανεξάρτητα με το αν κάνεις εισαγωγή τσιγάρα ή φάρμακα ή αν είσαι στην οικοδομική βιομηχανία, ο πολιτισμός πρέπει να στηρίζεται από όλους. Δεν είναι στη νοοτροπία εδώ γιατί τον θεωρούμε ως κάτι επιπλέον το οποίο κάποιος το παίρνει ή όχι. Δεν είναι καθόλου έτσι τα πράγματα. Ακόμα και στην Ιταλία δεν είχαμε ιδιαίτερη χρηματοδότηση, αλλά ακόμα και αυτή που πήραμε ήταν από εταιρείες η οποίες δεν είχαν σχέση με τον πολιτισμό. Στο κάτω-κάτω η επιχείρηση που έχει σχέση με τον πολιτισμό θα επενδύσει στη δική της επιχείρηση. Μια γκαλερί ή ένα μουσείο θα στηρίξει τον πολιτισμό μέσα από τις δικές της δράσεις.
Όλα αυτά ενδιαφέρουν το Ιταλο- Κυπριακό Εμπορικό Επιμελητήριο το οποίο άνοιξε αυτό τον δρόμο και πρέπει να αναφέρω ότι έγιναν ήδη διάφορες προτάσεις. Υπάρχει αυτή η τάση, η αντίληψη από επιχειρήσεις ότι μπορώ να χρησιμοποιήσω την τέχνη, με την καλή έννοια του όρου, για να μπω σε μια αγορά ή σε μια κοινωνία. Η τέχνη έχει αυτή τη δυναμική, ανέκαθεν την είχε», τονίζει ο Βασίλης Βασιλειάδης.
Πώς μπορεί η Κύπρος να αλλάξει τη νοοτροπία αυτή;
«Χρειάζεται να δημιουργηθούν τα κατάλληλα κίνητρα και με αυτό δεν εννοώ οικονομικά κίνητρα για τους καλλιτέχνες. Δεν μιλώ για επιδοματική πολιτική η οποία είναι αποτυχημένη. Το επίδομα είναι το τελευταίο μαξιλαράκι πριν την καταστροφή. Όταν όλοι οι σχεδιασμοί μιας διακυβέρνησης έχουν αποτύχει, τότε, προκειμένου να μην καταρρεύσουν στο μηδέν τα πάντα, υπάρχει το μαξιλαράκι του επιδόματος. Ρίχνεις επίδομα για να σώσεις ό,τι σώζεται. Όμως έχουν ήδη όλα αποτύχει και είναι κοινά αποδεκτό ότι η επιδοματική πολιτική είναι μια λανθασμένη πολιτική, διότι δεν προάγει τίποτε. Αντίθετα, πρέπει να δημιουργηθούν κίνητρα όσον αφορά τη στήριξη του πολιτισμού από επιχειρήσεις .Υπάρχουν πάρα πολλά πρότυπα σχέδια. Για παράδειγμα να μπορεί μια επιχείρηση να χρηματοδοτήσει ένα έργο και να επωφεληθεί της φορολογίας ή μπορεί να υπάρξει σύμπραξη επιχειρήσεων και στο τέλος διάφορες επιχειρήσεις να συγχρηματοδοτήσουν ένα έργο. Ήδη σε πολλές χώρες στην Ευρώπη μπορεί ένα έργο τέχνης, παραδείγματος χάριν, να χρησιμοποιηθεί ως υποθήκη για έναν δανεισμό. Υπάρχουν σχέδια σε πολλές χώρες στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο για ένα δάνειο για την αγορά έργου τέχνης.
Σήμερα αν πας σε μια γκαλερί που γίνεται μια έκθεση, θα δεις ότι πέραν των δύο τριών έργων που μπορεί να πουληθούν, υπάρχουν έργα τα οποία υπάρχει κόσμος που θα ήθελε να τα αγοράσει, αλλά δεν το κάνει για πολλούς λόγους. Τα σχέδια αυτά συνήθως προωθούνται από την κυβέρνηση μιας χώρας ή την τοπική αυτοδοίκηση και είναι προσαρμοσμένα στις ανάγκες της εκάστοτε κοινωνίας. Για να εφαρμοστούνπρέπει πρώτα-πρώτα να εντοπιστεί το πρόβλημα και μετά πρέπει να βρεθούν πραγματικές λύσεις του προβλήματος. Το πρόβλημα δεν είναι οι καλλιτέχνες αλλά το ότι υπάρχει μια αποξένωση ανάμεσα στην κοινωνία και στην τέχνη».
* «Όμοροι/Limitrofi, μόνο ο χώρος θυμάται», 3-16 Μαΐου 2023| Αίθουσα Καστελιώτισσα, Λευκωσία. Η έκθεση θα είναι ανοιχτή καθημερινά από τις 18:00 έως τις 22:00 και Σαββατοκυρίακο 10:00-14:00 και 16:00-20:00.
Από την όμορφη Αλήθεια στην άσχημη πραγματικότητα
Ο 21ος αιώνας μας βρήκε να συλλογιζόμαστε φτωχά. Η εύκολη και γρήγορη πρόσβαση στην πληροφορία, οι ίσες ευκαιρίες για δημόσια έκφραση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αλλά και η παγκόσμια μόδα του ακτιβισμού, κάνουν τους ανθρώπους να προβληματίζονται και να τοποθετούνται συνεχώς κριτικά απέναντι σε μια σειρά από σημαντικά θέματα της επικαιρότητας. Όμως ο συλλογισμός αυτός
παραμένει «φτωχός». Είναι δηλαδή πρόσκαιρος, δεν έχει διάρκεια ούτε και διεισδυτικότητα. Λειτουργεί ακριβώς όπως και το scrolling. Μόλις εμφανιστεί το επόμενο ερέθισμα, όσο σημαντικό ή ασήμαντο κι αν είναι αυτό, το προηγούμενο εξαφανίζεται και ξεχνιέται.
Είναι ένας ο τρόπος σκέψης που μας τοποθετεί μοιραία στον αντίποδα της Πλατωνικής ευφυίας, σ ’ένα χώρο δηλαδή, όπου οι άνθρωποι έχουν χάσει τη δεξιότητα να διακρίνουν τις λεπτές διαφορές αναμεσά σε συγγενικές ιδέες και καταλήγουν να ερμηνεύουν ως ταυτόσημες, όσες έννοιες μοιάζουν μεταξύ τους. Δυστυχώς η Τέχνη είναι ένα από τα πρώτα θύματα αυτού του χοντροκομμένου, εννοιολογικού τσουβαλιάσματος του οποίου τις επιπτώσεις μπορεί κάποιος να διακρίνει σε όλο σχεδόν το φάσμα της σύγχρονης καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η έλλειψη της αναζήτησης της ομορφιάς στη σύγχρονη τέχνη, πηγάζει και από την αδυναμία μας να αντιληφθούμε τη διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και την πραγματικότητα. Η Τέχνη δεν είχε ποτέ σχέση με την πραγματικότητα, είναι ένα κατασκευασμένο ψέμα, ένα παραμύθι που διηγούμαστε στους άλλους και στον εαυτό μας. Όπως συμβαίνει με τους Θεούς, τους μύθους, τα όνειρα και τόσα άλλα στη ζωή μας που δεν αποδεικνύονται. Είναι όμως, πέρα για πέρα αληθινά διότι ακουμπάνε τη χορδή που μας ενώνει με ένα μεταφυσικό στοιχείο που συντηρεί μέσα μας τον αρχέγονο εκείνο πόθο της υπέρβασης. Γι αυτό ακριβώς το λόγο συγκινούμαστε
μπροστά σε ένα πίνακα ζωγραφικής, διαβάζοντας ένα ποίημα, ακούγοντας μουσική ή την ώρα που γυρίζουμε την τελευταία λευκή σελίδα ενός βιβλίου που μόλις διαβάσαμε. Η σημασία της τέχνης βρίσκεται στην ιδιότητά της να παράγει συγκίνηση ενεργοποιώντας εσωτερικούς, απόκρυφους μηχανισμούς και όχι στην ικανότητα της να αντικατοπτρίζει τον ανθρώπινο πόνο στη στιλβωμένη της επιφάνεια.
Από την Αλήθεια που συγκινεί με την ομορφιά της, καταλήξαμε στην πραγματικότητα που συγκινεί με την ασχήμια της. Για πάνω από 500 χρόνια δακρύζαμε μπροστά στην Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου γιατί αυτό που βλέπαμε βυθιζόταν σαν ρομφαία αρχάγγελου στα σωθικά μας και άγγιζε το Θεό που κατοικεί μέσα μας. Τώρα που η τέχνη έγινε πραγματική, κοιτάζουμε με επιπολαιότητα το ίδιο έργο στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου και θεωρούμε πως πρέπει να μας συγκινήσει το γεγονός που απεικονίζει. Μια μητέρα που κρατάει στα γόνατά της το νεκρό σώμα του γιού της. Ξεχνούμε δυστυχώς, εκείνο που κάποτε είχε πει ο Γιάννης Κουνέλλης, ότι η
Τέχνη δεν απεικονίζει αλλά εικονίζει.
-Βασίλης Βασιλειάδης