Γράφει ο Πέτρος Λαζάρου/φωτογραφίες Ελένη Παπαδοπούλου
Η κ. Θεογνωσία μας περίμενε με ανοικτή την πόρτα. Την καλημερίσαμε, κι αυτή μ' ένα πλατύ και ζεστό χαμόγελο μας εισήγαγε στον κόσμο τής κυπριακής φιλοξενίας, της νοικοκυροσύνης, της υπομονής και της ελπίδας, που δεν έχει καμία σχέση με όλη αυτή την τυποποιημένη παραδοσιοκρατία που ανθεί στον τόπο μας, αλλά σχετίζεται με την αλήθεια που κουβαλούν ακόμα κάποιοι άνθρωποι που γεννήθηκαν στη δεκαετία του 1920! Άνθρωποι που έμαθαν να διαχειρίζονται την πραγματικότητα με καρτερία και θάρρος, χωρίς γκρίνιες και μεμψιμοιρίες. Ο άντρας της -που ήταν η αφορμή να πάμε στο σπίτι της- ήταν στον καφενέ, κι αυτή ανησυχούσε μήπως αργήσει να έρθει. Αφού την καθησυχάσαμε λέγοντάς της ότι έχουμε πολλή ώρα, μας τράταρε φρέσκα λεμονάδα που έφτιαξε η ίδια, κι άρχισε να μας μιλάει για τη ζωή της, τα παιδιά της, τις ασθένειές της, το αγαπημένο της χωριό, τη Λύση, τα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς, τα φαγητά της, τα ωραία κουλούρια που φτιάχνει, και κάθε τόσο ευχαριστούσε τον Θεό για τα χρόνια που της δίνει. Οι κουβέντες της ήσαν μεστές, ώριμες, και καθόλου δεν μας χάλαγε η αργοπορία του συζύγου της. Αυτή όμως εξακολουθούσε ν' ανησυχεί, αλλά στα επόμενα λεπτά ο κ. Χριστοφής Τζιηρτζιηπής κατέφθασε με τη μοτοσυκλέτα του και η κ. Θεογνωσία ησύχασε! Χαιρετιστήκαμε και κάθισε απέναντί μας. Προτού αρχίσουμε την κουβέντα, όφειλα να του πω ότι ήταν μεγάλη χαρά για εμένα που τον συναντούσα, επειδή από παιδί είχα γοητευτεί από το τραγούδισμά του, κι από τότε τον είχα φυλάξει στη μνήμη μου μαζί με πολλούς άλλους λαϊκούς τραγουδιστές της εποχής, που είχα την τύχη ν' ακούω χάρη στους δίσκους 45 στροφών που μάζευε ο πατέρας μου. Η αναγνωρίσιμη ιδιάζουσα χροιά της φωνής του Χριστοφή Τζιηρτζιηπή, του Τρίο Συ.Κα.Λυ., όχι μόνο αγαπήθηκε απ' όλους τους Κυπρίους, αλλά ακόμα και σήμερα οι νεότεροι που τον ανακαλύπτουν στο YouTube εκφράζουν τον σεβασμό και την αγάπη τους γι' αυτόν τον μετριοπαθή και χαμηλών τόνων άνθρωπο.
Μιλούσαμε για δύο ώρες κι ούτε στιγμή δεν παίνεψε τον εαυτόν του, δεν αναφέρθηκε στη φωνή του, δεν οικειοποιήθηκε όλη αυτή την αναγνώριση που είχε με το Τρίο Συ.Κα.Λυ., δεν είπε κακό λόγο για κανέναν συνάδελφό του, δεν έκρινε κανέναν μουσικό! Αντιθέτως, απαλλαγμένος από οποιαδήποτε "καλλιτεχνική έπαρση", ο λιγομίλητος Χριστοφής μιλούσε για το Τρίο Συ.Κα.Λυ., για τον Κωστέα, τον Λιασίδη και για άλλους, λες κι αυτός ο άνθρωπος δεν υπήρξε ποτέ μέλος ενός μουσικού σχήματος που για δύο δεκαετίες περίπου προσκαλείτο να παίξει παντού σε όλη την Κύπρο. Ο Τζιηρτζιηπής γεννήθηκε πριν από 83 χρόνια στην κατεχόμενη Λύση, στη Λύση της "μεγάλης υποδομής", όπως μας είπε. Ένα χωριό που δικαίως συγκαταλέγεται μεταξύ των τριών-τεσσάρων "καλλιτεχνικών" χωριών της Κύπρου, αφού σε αυτό γεννήθηκαν ξακουστοί μουσικοί και ποιητές όπως οι ψάλτες Κωνσταντίνος και Σώζος Τομπόλης, ο Γιάγκος Σουρουλάς ιδρυτής της ψαλτικής χορωδίας Σουρουλά (1917), ο τραγουδοποιός Κωστής Κωστέας ο ιδρυτής του Συνδέσμου Καλλιτεχνών Λύσης (Συ.Κα.Λυ.), οι ποιητές Γιακουμής Ατσίκκος και Παύλος Λιασίδης κι ένα σωρό άλλοι. Από παιδί είχε ιδιαίτερη κλίση στη μουσική, έστω κι αν από την οικογένειά του κανένας δεν ήταν μουσικός. Δεν μπορεί να εξηγήσει από πού κληρονόμησε το ταλέντο του, αλλά θυμάται που όλη μέρα τραγουδούσε "νοερώς", κι ότι άκουγε από το ραδιόφωνο ή από άλλους το "άρπαζε" αμέσως.
Χ.Τ. "Ήμασταν εφτά αδέλφια. Που την οικογένεια μου κανένας δεν τραγουδούσε. Είχα μόνον έναν θείο ψάλτη ο οποίος ήταν καλοφωνάρης. Αλλά, από παιδί μου άρεσε να τραγουδώ. Τραγουδούσα συνέχεια νοερώς, μες στον νου μου. Μόλις άκουα ένα τραγούδι το μάθαινα ευθύς. Τόσο πολύ ήμουν αφοσιωμένος στο τραγούδι".
Όπως όλοι οι οργανοπαίκτες της εποχής, κι ο ίδιος ήταν αυτοδίδακτος μουσικός, αν και διδάχθηκε κάποιες "θέσεις" στο λαούτο από τον σύγαμπρό του που ήταν βιολιστής, για να τον συνοδεύει στους γάμους. Προηγουμένως όμως το τραγουδιστικό του χάρισμα το ανακάλυψε ένας άνθρωπος που όλοι εκτιμούσαν στη Λύση, ο Κωστής Κωστέας, ο οποίος ακούγοντας τον Χριστοφή κατάλαβε ότι βρήκε τον ιδανικό ερμηνευτή για τα τραγούδια του.
Χ.Τ. "Ο Κωστής με ανακάλυψε όταν ήμουν έκτη τάξη του δημοτικού. Άκουε με και άρπαξε με. Ήμουν όλη μέρα στο μπαρμπέρικο του. Του άρεσε να του τραγουδώ, ενώ αυτός μου έκανε δεύτερη φωνή. Ήταν πολύ καλός. Άκουε ένα τραγούδι και το έγραφε στη βυζαντινή μουσική. Τόσο καλός ήταν. Αυτός με πήρε στη χοροστασία της εκκλησίας".
Μικρός βοηθούσε τον πατέρα του στο καφενείο που διατηρούσε στη Λύση, κι όταν τέλειωσε το δημοτικό πήγε στις οικοδομές ακολουθώντας το επάγγελμα του οικοδόμου που διατήρησε μέχρι της ώρας που δεν μπορούσε πια να το ασκήσει. Με τη μουσική ποτέ δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά, αλλά μόνο ερασιτεχνικά, από μεράκι. Άλλωστε στις δεκαετίες του 1940 και του 1950 το να είναι κανείς λαουτάρης ή βιολιστής δεν ήταν και η πλέον "αξιοπρεπής" ενασχόληση για την κλειστή κοινωνία της Κύπρου! Για τούτο και δεν άρεσε στον πατέρα του που ο γιος του έπαιζε μουσική, αλλά όταν ο 17χρόνος Χριστοφής του έδειξε τα πρώτα καλά χρήματα που έβγαλε από τους γάμους, αυτός αναπαύθηκε.
Χ.Τ. "Εδουλεύκαμεν πολλές ώρες. Βοηθούσα τον πατέρα μου στο καφενείο. Μόλις ετέλειωσα το δημοτικό πήγα χτίστης. Μετά έχτιζα και εγώ. Εδούλευκα μέχρι που σταμάτησα. Με το τραγούδι δεν ασχολήθηκα ποτέ επαγγελματικά. Επειδή ήμουν λαουτάρης έκαμα πάρα πολλούς γάμους στη Λύση. Ο πατέρας μου στην αρκή εν του άρεσκε που έπαιζα σε γάμους. Αλλά όταν είδε ότι έπαιρνα καλά χρήματα, άρεσεν του! Στους γάμους της Λύσης τραγουδούσαν πολλά τσιαττιστά. Τα τσιαττιστά ήταν η κυριότερη διασκέδαση γιατί είχαμε πολλούς ποιητάρηδες. Ο γάμος επήαιννεν τρεις μέρες: Κυριακή Δευτέρα, Τρίτη, και την Τετάρτην έκαμναν λουβί και ο κόσμος μετά τα μυλλωμένα έπρεπε να φάει και το λουβί, έτσι ήταν η συνήθεια στη Λύση.
Μπορεί η ενασχόληση με τη μουσική να μην εθεωρείτο σοβαρό "μεράκι", αλλά μας αναφέρει ότι στη Λύση υπήρχαν πολλοί λαουτάρηδες, βιολιτζήδες και τραγουδιστές...
Χ.Τ. "Η Λύση είχε πολλούς λαουτάρηδες, βκιολάρηδες και τραουδιστές. Πολλά καλός βκιολάρης ήταν ο Χαπέσιης. Είχαμεν έναν τραουδιστήν που το έλεγαν Πόσπορο και έλεγε μανέδες μ' έναν σπουδαίο τρόπο. Ήταν κορυφαίος. Επίσης οι βοσκοί ήξεραν πολλούς μανέδες. Θυμούμαι τον Μισιελή που έπαιζε και πιδκιάβλι και είχε καλή φωνή. Επίσης, η βυζαντινή μουσική στη Λύση ήταν πολλά εξαπλωμένη, επειδή ήταν ο Σουρουλλάς και έκαμεν την χορωδία. Εγώ έψαλλα στην χορωδία του Σουρουλλά, αλλά ποτέ δεν έμαθα βυζαντινή μουσική - ό,τι έπιανα από το αφτί".
Για τον Κωστή Κωστέα και τον Σύνδεσμο Καλλιτεχνών Λύσης (Συ.Κα.Λυ.), που ίδρυσε το1961, λέει τα καλύτερα λόγια, επειδή όσοι συμμετείχαν σε αυτόν είχαν την αίσθηση της παρέας, που λειτουργούσε με γνώμονα την ανιδιοτέλεια και την αγάπη που έτρεφαν για τη μουσική του τόπου. Μιλά με μεγάλο θαυμασμό για τα "ειδύλλια" του Κωστή, αναφερόμενος στα χοροδράματα "Ειδύλλιο και γάμος" (1961), "Στα μαρμαρένια αλώνια" (1966) και "Βαθκιές Ρίζες" (1978) σε μουσική του Κωστή Κωστέα και σε χορογραφίες του Αριστόδημου Αυξεντίου από τη Βατυλή. Τα χοροδράματα αυτά έφερναν μια καινούργια αντίληψη του τρόπου που θα έπρεπε να συνεχιστεί η λαϊκή παράδοση του τόπου, αφού περιλάμβαναν τραγούδια, πρόζες και χορό, και η όλη τους αισθητική προσομοίαζε με τα κινηματογραφικά "μιούζικαλ" της Φίνος Φιλμ που στη δεκαετία του 1960 είχαν πολύ μεγάλη επιτυχία.
Χ.Τ. "Το Σύκαλυ ιδρύθηκε το 1961 που τον Κωστέα και σε αυτό συμμετείχαν μόνο Λυσιώτες. Πηγαίναμε σε διάφορες εκδηλώσεις που μας καλούσαν και από το 1960 συνεργαζόμασταν με το ΡΙΚ. Τα 'ειδύλλια' που παίζαμε τότε ήταν ευρήματα του Κωστή. Τα παρουσιάζαμε στο ΡΙΚ και σε όλη την Κύπρο, σε πολλές χώρες έξω, στην Ευρώπη, στην Αμερική, στη Μέση Ανατολή, μόνο Αυστραλία 'εν επήαμεν. Όπου επηαίνναμεν 'εν μας αφήνναν να φύουμε. Όλα τούτα τα κάμναμεν 'που μεράκκι και αγάπη. Λεφτά δεν πιάναμε γιατί τα χρήματα διασπούν τα πράγματα. Εμείς τραγουδούσαμε για το μεράκκι. Εκαλούσαν μας και πηγαίναμε. Αλλά αν επηαίνναμε όπου μας ελαλούσαν 'εν θα κάμναμεν άλλη δουλειά. Αρέσκαν πολλά του κόσμου τούτα. Δεν μας χόρταιναν και δεν μας άφηνναν να φύουμε. Κάναμε πολλές πρόβες για τα χοροδράματα. Αλλά είχαμε τόσο μεράκι που δεν βαριόμασταν. Για να καταλάβεις, έφευγα 'που τα χτίσματα και πήγαινα κατευθείαν στις πρόβες και στις εκδηλώσεις που είχαμε".
Με το τρίο ΣΥ.ΚΑ.ΛΥ στην Αθήνα
Αναφέρεται με θαυμασμό στην τόλμη του Κωστέα να σπάσει το ταμπού που υπήρχε τότε στους γάμους να μην χορεύουν οι γυναίκες με τους άντρες...
Χ.Τ. "Όταν ο Κωστέας έκαμε το Συ.Κα.Λυ., ήθελε να κάμει και χορευτικό συγκρότημα με κοπέλες και κοπέλια. Όταν μου του είπε, λαλώ του: 'μα είσαι πελλός. Εν να φκάλεις κοπέλα να χορέψει με κοπέλι στη Λύση; Θα σε φκάλουν πάνω στο τερατσί!' Διότι τότε στη Λύση υπήρχε μεγάλη προκατάληψη. Ν' ακουμπήσει η κοπέλα το κοπέλι στον χορό, ούτε που περνούσεν 'που το μυαλό τους! Ενώ δίπλα στην Κοντέα δεν υπήρχε αυτό. Οι κοπέλες χόρευαν με τα κοπέλια. Ο Κωστέας όμως έκαμεν το μ' έναν έξυπνο τρόπο. Εμάζεψεν στην αρχή κοπέλες και κοπέλια που ήταν συγγενείς για να μην παρεξηγηθούν και τα κατάφερε. Τα κοπέλια και οι κοπέλες χόρευαν πάνω στην σκηνή χωρίς παρεξήγηση και η προκατάληψη πήγε περίπατο".

Μια άλλη φιλία που θεωρεί σημαντική στη ζωή του και στην καλλιτεχνική του πορεία ήταν αυτή με τον κορυφαίο, όπως λέει, ποιητή της Λύσης, τον Παύλο Λιασίδη.
Χ.Τ. "Τον Παύλο Λιασίδη τον έζησα πολύ. Ήταν ένας άνθρωπος λιγομίλητος. Ήταν σοφός. Η κουβέντα που θα έλεγε ήταν σοφή. Του άρεσε που ο Κωστέας έβαλε μουσική στα ποιήματα του. Ήταν κορυφαίος. Εζήσαμε πολλά περιστατικά μαζί". Στην ερώτησή μας αν του αρέσουν κάποιοι σημερινοί τραγουδιστές κυπριακών τραγουδιών, μας μίλησε πολύ ευγενικά και προσεκτικά, μην αφήσει κανέναν παραπονούμενο, αλλά ιδιαίτερη μνεία έκανε στη φωνή του Πέτρου Κουλουμή. Χ.Τ. "Από τους τραγουδιστές κυπριακών τραγουδιών που άκουσα μου άρεσε έναν νέο παιδί πολλά. Αυτός έχει πολύ καλό λαρύγγι, καθαρή φωνή. Τον λένε Πέτρο και φτάνει 'που τη Λύση. Εν γιος του Κουλουμή".
Τελειώνοντας την κουβέντα μας με τον κ. Χριστοφή, του ζητήσαμε να μας τραγουδήσει, κι αυτός χωρίς κανέναν δισταγμό άρχισε να μας τραγουδά, και στο τέλος μας απήγγειλε με ξεχωριστή χάρη και ικανότητα το ποίημα "Αστροναύτες" του Παύλου Λιασίδη. Μετά από τόσα χρόνια καλλιτεχνικής δραστηριότητας, ο Χριστοφής Τζιρτζιπής συνεχίζει να τραγουδά ολημερίς νοερώς. Μαραζώνει που η Λύση παραμένει στην κατοχή και που οι Τούρκοι του πήραν τα όργανα που άφησε στο σπίτι του. Αλλά είναι ευχαριστημένος απ' όλους κι απ' όλα...
Χ.Τ. "Μου έμεινε μια ικανοποίηση. Η ζωή μου όλη ήταν ένα τραγούδι. Και σήμερα νοερώς τραγουδώ. Στην Λύση επήα. Εμαράζωσα που άφησα τα όργανα μου εκεί".

