Στην πόλη με τους πύργους, σε μία ανάπτυξη που όλο και πιο έντονα δείχνει την παρουσία της, ο Φοίβος Φιλήτας στρέφει τον φακό του στους ανθρώπους και τις «αθέατες» σκηνές πίσω από τις μεγαλεπήβολες προσόψεις. Στο πλαίσιο του φεστιβάλ Art Explora και των Limassol Art Walks, από τις 31 Οκτωβρίου έως τις 2 Νοεμβρίου, παρουσιάζει, στον Πολυχώρο Συνεργείο, ένα έργο-παρατήρηση για τη «σιωπηλή» μετάβαση μίας πόλης που συνεχώς αλλάζει. Στο «Π» εξηγεί πώς οι βόλτες, η παρατήρηση αλλά και η αναζήτηση της κυπριακότητας εξελίχθηκαν σε ένα ντοκιμαντέρ, ένα αρχείο αλλά και ένα πρότζεκτ εν εξελίξει.
Το έργο σου παρακολουθεί τη μετάβαση και τη γοργή ανάπτυξη της πόλης της Λεμεσού. Πώς ξεκίνησες αυτή την καταγραφή;
Ήρθα πίσω στην Κύπρο το 2020, μόλις τελείωσα τις σπουδές μου. Ήμουν στην Αγγλία, όπου σπούδασα παραγωγή ταινιών και τηλεόραση. Ήταν πολύ εμφανής η αλλαγή στα δικά μου μάτια, είχε παντού οικοδομές. Απέναντι από το πατρικό μου, όπως και όπου κι αν πήγαινα. Ξεκινώντας, λοιπόν, την καριέρα μου ως φωτογράφος και βιντεογράφος, θεώρησα ότι ο δρόμος [street photography] ήταν ένα εξαιρετικό πεδίο, ίσως και παιχνιδότοπος, ώστε να εξασκήσω κι εγώ τις δεξιότητές μου. Ήταν η πρώτη φορά που ζούσα στη Λεμεσό ως ενήλικας. Πριν φύγω για σπουδές ήμουν 18. Επιστρέφοντας, ήταν μια εξερεύνηση, προκειμένου να δω πού ανήκω, ποια είναι η Λεμεσός για μένα και αυτό προέκυψε μέσα από περιπάτους. Παρατηρούσα, π.χ., τι μας κάνει Κύπριους, ποια είναι η αισθητική της πόλης και της Λεμεσού. Με ενδιέφεραν, πάντα, οι μικρές, ασήμαντες, μεταβατικές στιγμές που συχνά προσπερνούμε, π.χ. μια ταμπέλα που πάει να πέσει - κάτι χωρίς σημασία για πολλούς. Το έκανα σε καθημερινή βάση. Οδηγούσα και συχνά, μπορεί να σταματούσα για να τραβήξω μερικές φωτογραφίες, με το κινητό, από πράγματα, σκηνές και εικόνες που μου κινούσαν το ενδιαφέρον. Σε βάθος χρόνου, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι εμφανίζονται μοτίβα, πράγματα που επαναλαμβάνονταν - που παρατηρούσα, τέλος πάντων, συνεχώς. Η ανάπτυξη ήταν παντού γύρω μου... Είναι πολύ πιο ενδιαφέρουσα η διαδικασία, το χτίσιμο ενός ουρανοξύστη, για παράδειγμα. Το αποτέλεσμα, δηλαδή ο ουρανοξύστης, είναι το τελικό αποτύπωμα - αυτό που θα είναι εκεί για πάντα. Ωστόσο, αυτά τα 3-4 χρόνια που χτίζεται, είναι σαν να βλέπεις ένα θηρίο να γεννιέται μπροστά στα μάτια σου. Αυτό με ενδιέφερε πολύ: να παρατηρώ αυτή τη γέννηση, την εξέλιξη των οικοδομών, το πώς αλλάζει η πόλη γύρω μας. Οι ουρανοξύστες ανήκουν στο κεφάλαιο, και πολλές φορές σε άλλες οικονομικές τάξεις. Εμένα με ενδιαφέρει πιο πολύ το μεταβατικό στάδιο, η διαδικασία της αλλαγής. Είναι πιο κοντά στην πραγματικότητα, πιο ειλικρινές. Οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί είναι οι αφανείς ήρωες αυτής της πραγματικότητας. Είναι αυτοί που, στην ουσία, χτίζουν ολόκληρα κτήρια. Μία ομάδα 10 ατόμων, μπορεί να φτιάξει ένα ολόκληρο συγκρότημα διαμερισμάτων σε δύσκολες συνθήκες εργασίας.
Επέλεξες το ντοκιμαντέρ σου να μην έχει μια αφαιρετική ματιά...
Ναι, δεν είναι ένα παραδοσιακό ντοκιμαντέρ με μαρτυρίες ή συνεντεύξεις. Είναι κάτι πιο αφαιρετικό - ένα ντοκιμαντέρ που βασίζεται περισσότερο στις εικόνες και στη μουσική και μέσα από συσχετισμούς και συναισθηματικές συνδέσεις που καλείται να δημιουργήσει ο θεατής. Μπορώ να πω ότι επέλεξα αυτή την προσέγγιση γιατί είναι κάτι που μου ταιριάζει περισσότερο αισθητικά και έτσι νιώθω πιο κοντά σε αυτό το είδος. Πιστεύω επίσης ότι ένα θέμα τόσο πολύπλευρο και πολυδιάστατο, όπως ο εξευγενισμός, δεν μπορεί να αποδοθεί εύκολα μέσα από λόγια. Αν αφαιρέσεις κάτι και αφήσεις χώρο, ο θεατής μπορεί να φτάσει ο ίδιος στα δικά του συμπεράσματα. Πιστεύω, η δουλειά μου, ως κινηματογραφιστής, είναι να καταγράψω αυτή τη μεταβατική περίοδο και στη συνέχεια, υπάρχουν άλλοι τομείς που θα πλαισιώσουν το ζήτημα. Αποδίδω την πραγματικότητα μέσα από τον δικό μου φακό, πιο αφαιρετικά, σε αυτή τη φάση της ζωής μου.
Γενικότερα, το ντοκιμαντέρ μου είναι ένα μείγμα, από φωτογραφίες μίας περιόδου πέντε ετών και βίντεο, περίπου τριών ετών, και μέσα από το editing προσπάθησα να το διαμορφώσω. Το προσεγγίζω όπως τη γλυπτική, παίρνω το υλικό και το δουλεύω, το «σμιλεύω», για να προκύψει κάτι καινούριο. Είδα όλο το υλικό και διάλεξα. Για παράδειγμα, είχα 30 ώρες βίντεο από ένα συγκεκριμένο κτήριο που χτιζόταν από το μηδέν. Από αυτές τις ώρες, κράτησα περίπου 18 ως βάση για τον σκελετό της ταινίας. Μετά πρόσθεσα υλικό από άλλα σημεία της πόλης για να δείξω μέσα από το συγκεκριμένο και το γενικό πώς αλλάζει το τοπίο. Προσπάθησα να δείξω και τη δραστηριότητα στις οικοδομές που βλέπουμε παντού στη Λεμεσό και παράλληλα, υπάρχουν σκηνές με δρόμους, πινακίδες, την κίνηση, τη θάλασσα, το μόλο.
Πότε συνειδητοποίησες ότι θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια ταινία ή ένα άλλο πρότζεκτ, όπως αυτό που παρουσίασες πέρσι στο Tapper.
Πάντα σκεφτόμουν ότι αυτό το φωτογραφικό υλικό θα έχει ενδιαφέρον στο μέλλον, ότι μετά από 10 ή 20 χρόνια, θα αποτυπώνει μια περίοδο μεγάλης ανάπτυξης, που μπορεί να μην υπάρχει περιθώριο για μια τόσο ραγδαία ανάπτυξη. Πίστευα ότι θα έχει μια αξία ως αρχείο, στη συνέχεια μέσα από διάφορες συζητήσεις με τον κύκλο μου, οι οποίοι είναι και εκείνοι άτομα των τεχνών, δημιουργήθηκαν κι άλλες σκέψεις και ιδέες για χρήση του υλικού. Για παράδειγμα, στην περσινή μου έκθεση στο Tapper, στο πλαίσιο των Limassol Art Walks, είχαμε δουλέψει με τα Stories που ανέβαζα στο Instagram. Επιμελήτρια ήταν η Ρία Αλεξάνδρου, η οποία με βοήθησε να το στήσουμε. Πήραμε το κάθετο φορμάτ των stories [9:16] και τα τοποθετήσαμε όλα μαζί σε έναν τοίχο, σαν μωσαϊκό, σαν ψηφιδωτό ή σαν pixels. Επιλέξαμε φωτογραφίες που είχαν περισσότερο ενδιαφέρον, για να τις δει ο κόσμος συγκεντρωμένες σε φυσικό χώρο, όχι μόνο διαδικτυακά. Για μένα ήταν ωραίο να δω τη δουλειά μου και με αυτόν τρόπο, μια αφορμή να τη δω σε φυσική μορφή. Όσες τυπώθηκαν και δεν τοποθετήθηκαν, τις μοιράστηκα με το κοινό που επισκεπτόταν την έκθεση, σαν ένα αναμνηστικό ή μια θύμηση για τη Λεμεσό, έστω και αν δεν είσαι Λεμεσιανός.
Ανέφερες τα stories στο Instagram. Πώς πήρες την απόφαση να ανεβάζεις το υλικό σου εκεί;
Το Instagram λειτουργούσε σαν μέσο και βρίσκω ότι έχει μια αμεσότητα με το κοινό που σε ακολουθεί - ειδικά αν δεν έχεις πλατφόρμα να προωθήσεις τη δουλειά σου, είναι ένας τρόπος. Αρχικά το έκανα για εξάσκηση, γιατί πιστεύω ότι για να βελτιωθείς σε κάτι, πρέπει να το εξασκείς. Στην πορεία, προέκυψαν τα πρότζεκτ. Νιώθω, επίσης, ότι είμαστε τυχεροί στην εποχή που ζούμε, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της φωτογραφίας και του βίντεο, γιατί μπορείς να αποτυπώσεις και να μοιραστείς αμέσως την πραγματικότητα. Ακόμη, νιώθω ότι μέσω των stories, π.χ. με κάποιον εργάτη να δουλεύει ή κάτι ρεαλιστικό, καθημερινό, είναι και ένας τρόπος να διεισδύει η πραγματικότητα στον διαδικτυακό κόσμο.
«Façade, or how I stopped worrying and learned to love gentrification». Μπορείς να μας πεις λίγα λόγια για τον τίτλο του έργου.
Είναι κάπως μεγάλος, αλλά έχει τη σημασία του. Το Façade είναι η πρόσοψη ενός κτηρίου, αλλά για μένα έχει μία διττή έννοια, ότι μπορεί να αποδοθεί και για ένα ψεύτικο προσωπείο. Και το υπόλοιπο, το How I Stopped Worrying and Learned to Love Gentrification, είναι ένα λογοπαίγνιο με τον τίτλο της ταινίας του Stanley Kubrick, Dr. Strangelove, or How I Learned to Stop Worrying and Love the Bomb. Είναι λίγο ειρωνικό και συνάμα, αστείο. Μου αρέσει, γιατί η ταινία μου δεν έχει λόγια. Και γενικά, ως άνθρωπος, είμαι μονολεκτικός. Προτιμώ να αφήνω τις εικόνες να μιλήσουν, παρά να μιλάω εγώ.
Πώς προέκυψε η συνεργασία με το The Island Club;
Με προσέγγισαν περίπου πριν από έναν χρόνο, τον Νοέμβριο. Μου είπαν για την ιδέα του φεστιβάλ, για τη θεματική, και μου πρότειναν να εμπλακώ. Η Αντρούλλα Καφά, επιμελήτρια του προγράμματος, γνώριζε τη δουλειά μου, διότι όλο μου το υλικό το μοιραζόμουν στα stories του Ιnstagram. Μετά, συναντηθήκαμε, μαζί και με τον Χριστόδουλο Παναγιώτου, και τους έδειξα τη δουλειά του.
«Δικαίωμα σε Σπίτι: Ημερολόγια για τον εξευγενισμό της Λεμεσού». Είναι ο γενικότερος τίτλος του πρότζεκτ...
Μπορούμε να πούμε πως η δουλειά που θα παρουσιαστεί, είναι σαν ένα ημερολόγιο που ο κάθε καλλιτέχνης ο οποίος συμμετέχει, και είναι από τη Λεμεσό, καταγράφει και παρουσιάζει, μέσα από το δικό του μέσο έκφρασης της τέχνης, αυτό που όλοι βιώνουμε στην πόλη. Χτίζεται μια νέα Λεμεσός. Είμαστε σε ένα μεταίχμιο, μπορεί να είναι μια φούσκα, μπορεί να είναι μια άλλη πραγματικότητα της ζωής. Σε βάθος χρόνου, θα διαφανεί, ωστόσο αυτή τη στιγμή οι συνθήκες μας κάνουν όλους πιο απαισιόδοξους για το μέλλον. Διότι με την ανάπτυξη έρχεται και μεγάλη ανισότητα - στους μισθούς, στην ποιότητα ζωής, ειδικά των νέων.
[Περισσότερες πληροφορίες: https://www.artexplora.org/el/festival/performance/the-right-to-home-diaries-of-limassols-gentrification--gr]
