Συνέντευξη στη Χρύστα Ντζάνη
«Για μένα η Κύπρος όταν ήμουν παιδί ήταν οι διακοπές μου, η αγκαλιά, η στοργή, τα χάδια, μια ζωή πιο ξένοιαστη. Γυρνούσα με τα ξαδέρφια μου χωρίς σχολείο, χωρίς γαλλικά, χωρίς μπαλέτα. Ήταν η ξενοιασιά και η παιδική ηλικία»
Τα καλοκαίρια στο σπίτι της θείας της, Ήβης Μελεάγρου, τα κουταλάκια της βροντόφωνης θείας Ευτυχούς, η φωτογραφική μηχανή που της χάρισε ο Μακάριος. Οι παιδικές αναμνήσεις της Έλενας Ακρίτα στην Κύπρο μυρίζουν χαλλούμι και αναμμένο κερί στην εκκλησία κάθε Πάσχα.
Η Έλενα Ακρίτα ήρθε στην Κύπρο για την παρουσίαση του βιβλίου της «Φόνος 5 αστέρων», ενός αστυνομικού μυθιστορήματος με γρήγορη πλοκή, ανατροπές και νεανικό λόγο και με αφορμή αυτό αφηγείται στον «Π» τις παιδικές της αναμνήσεις από την Κύπρο. Τα καλοκαίρια στην Κερύνεια, στο σπίτι της θείας της, Ήβης Μελεάγρου, στη Λευκωσία και στη Μόρφου, τα κουταλάκια της βροντόφωνης θείας Ευτυχούς, η γεύση από χαλλούμι και η μυρωδιά της αναμμένης λαμπάδας το Πάσχα, η φωτογραφική μηχανή που της χάρισε ο -παρ' ολίγον νονός της- Μακάριος, αλλά και ο «Κάμπος» του Λουκή Ακρίτα, που της διηγείτο στους κυριακάτικους περιπάτους τους τα παιδικά του χρόνια στη Μόρφου και το κάρο που τον μετέφερε στη Λευκωσία, αγοράκι δώδεκα χρονών, για να συνεχίσει στο σχολαρχείο.
*
Η πρώτη μου εικόνα από την Κύπρο ήταν η πρώτη μου πτήση. Πέντε χρονών τότε, ακόμα ο πατέρας μου ζούσε, και μπήκαμε με τη μητέρα μου στην πτήση για να πάμε να περάσουμε το πρώτο καλοκαίρι. Αρχές της δεκαετίας του ’60, με την Ολυμπιακή, τότε ήταν του Ωνάση, ήτανε πολύ γκλάμουρ. Η πρώτη ανάμνηση που έχω από την πτήση -που ήταν όλα πολύ ωραία και χλιδάτα κι άμα είσαι πέντε χρονών εντυπωσιάζεσαι- ήταν που μας έφεραν μαζί με το ψωμάκι κάτι βουτυράκια σαν ρολάκια, που τα γύριζες με ειδικό μαχαιράκι. Αν μου πεις ποια ήταν η πρώτη μνήμη από την Κύπρο, ήταν αυτό, με είχε εντυπωσιάσει.
*
Όλα τα άλλα χρόνια και όταν μεγάλωσα κι ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή, το ’65, η μητέρα μου, σε μια επίμονη και συνειδητή προσπάθεια να κρατήσει ζωντανούς και άρρηκτους τους δεσμούς μου με την Κύπρο, με έστελνε σταθερά τα καλοκαίρια και το Πάσχα στην οικογένεια του πατέρα μου. Το Πάσχα στη Λευκωσία και τα καλοκαίρια στην Κερύνεια, όπου η ξαδέρφη του πατέρα μου, η Ήβη Μελεάγρου, γνωστή πεζογράφος, είχε ένα καταπληκτικό σπίτι στην Κερύνεια πάνω στη θάλασσα κι έπαιζα εκεί με τα ξαδέρφια μου. Ήμασταν λίγο πάνω λίγο κάτω μια γενιά. Κι επειδή ήμουν η κόρη του αγαπημένου τους Λουκή -γιατί απ’ τα τρία αγόρια, τον Λουκή, τον Χρίστο και τον Ευριπίδη, δεν είχε άλλος τους παιδί- με κακομαθαίνανε, με ταΐζανε, με κανακεύανε και γύριζα μάλλον κακομαθημένη και μιλώντας τη διάλεκτο άψογα. Στο σπίτι μου υπήρχε μια πειθαρχία, ενώ στην Κύπρο ήταν λιγάκι «ό,τι θέλει το Ελενάκι».
*
Αυτό κράτησε μέχρι και την εφηβεία μου. Μετά πια αρχίζεις σιγά - σιγά και ρυθμίζεις εσύ τη ζωή σου. Παρ' όλα αυτά η σχέση με την Κύπρο είναι ακόμα εξίσου κραταιή σε συναισθηματικό επίπεδο, όπως ήτανε. Έχω πάντα μια πολύ στενή συνεργασία με τον δήμαρχο Μόρφου -γιατί είμαι Μορφίτισσα από τη μεριά του πατέρα μου- τον Χαράλαμπο Πίττα, ο οποίος έχει κάνει όλα αυτά τα χρόνια απίστευτες πρωτοβουλίες ώστε και η Μόρφου, ο «Κάμπος», που 'χει γράψει ο πατέρας μου το ομώνυμο μυθιστόρημα, αλλά και η μνήμη του Λουκή Ακρίτα, να παραμένει μια λαμπάδα αναμμένη στην Κύπρο και πραγματικά τον ευχαριστώ για αυτό.

Τώρα δεν μένω πια πολύ. Αν έρθω, θα μείνω τρεις μέρες και πάντα για κάτι που θα 'χει να κάνει με τον πατέρα μου ή με το δικό μου βιβλίο. Και κακά τα ψέματα, δεν μιλώ πια τη διάλεκτο. Μπορώ όμως να την καταλάβω και αν έμενα δύο βδομάδες σερί θα τη μιλούσα καλά.
*
Δεν έχω επαφή με τους συγγενείς, έχουν πεθάνει και πολλοί. Αλλά έχω επαφή με τη γενέθλια γη. Το σπίτι του Λουκή Ακρίτα δεν υπάρχει πια, δεν υπάρχει τίποτα. Πήγα κι έφυγα τρέχοντας. Πήγα μόλις άνοιξαν τα οδοφράγματα και είχα και μια πολύ τραυματική εμπειρία: εκεί στην εκκλησία του Αγίου Μάμα είχα ένα σακουλάκι κι έσκυψα να πάρω χώμα, για να το ρίξω στον τάφο του πατέρα μου στην Αθήνα. Και ήρθανε κάτι Τούρκοι εκεί και πέσανε πάνω μου, τι κάνετε τώρα, τι είναι αυτά, ήθελαν το σακουλάκι. Είναι κάτι που δεν θα ξεχάσω. Πήρα το σακουλάκι μου και έριξα το χώμα στον τάφο του πατέρα μου, αλλά είπα ότι δεν θέλω να ξαναπατήσω εκεί. Δεν υπάρχει λόγος πια. Εγώ πήγα να γνωρίσω τη μνήμη του πατέρα μου, οι μνήμες δεν μπορούν να συντηρηθούνε. Το ίδιο έπαθα όταν πρωτοπήγα στην Κωνσταντινούπολη, γιατί από τη μεριά της μάνας μου είμαι Μικρασιάτισσα. Εγώ πήγα θεωρώντας ότι θα βρω τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου. Ε, δεν υπάρχει η Κωνσταντινούπολη αυτή, υπάρχει στις μνήμες των ανθρώπων. Το ίδιο ισχύει και με τη Μόρφου. Προτιμώ να την κρατάω όπως την περιγράφει ο πατέρας μου στον Κάμπο κι όπως τη θυμάμαι, έστω κι αμυδρά, γιατί ήμουνα μικρή, από τις αφηγήσεις του, που ενίοτε είχαν κι ένα δάκρυ που λαμπύριζε στα γαλάζια μάτια του, παρά να πηγαίνω και να 'ρχομαι αντιμέτωπη με ένα σήμερα που ξέρω πως αν εκείνος το ζούσε θα τον πλήγωνε.
*
Πηγαίναμε και στη Μόρφου. Ήταν εκεί η θεία μου η Ευτυχού που κυνηγούσε τα παιδιά επειδή της κλέβανε τα πορτοκάλια και ήταν και πάρα πολύ βροντόφωνη και τη φοβόντουσαν τα παιδάκια. Και δεν ξέρω τι χρυσή καρδιά είχε, ήταν αυτό που λέμε «σκύλος που γαβγίζει δεν δαγκώνει». Η καημένη, φτωχούλα ήτανε, όταν πλησίαζε να φύγει από τη ζωή, μου χάρισε δύο ασημένια κουταλάκια που ήτανε για εκείνην πολύτιμα και τα 'χω πάντα.
*
Το ’74 στον πόλεμο ήμουν στην Αθήνα. Ξεκινούσα τότε στη δημοσιογραφία, είχα έρθει στην Κύπρο και είχα καλύψει τα γεγονότα, ως δημοσιογράφος νεαρή. Μάλιστα θυμάμαι ότι είχα έρθει με πλοίο, ένα φρικαλέο ταξίδι με 8-9 Μποφόρ και με κάποιον τρόπο είχα πάρει μια συνέντευξη με τον Μακάριο (τον Μακάριο τον ήξερα, έχω και μια φωτογραφική μηχανή που μου είχε κάνει δώρο όταν ήμουνα μικρή. Ο Μακάριος ήταν να με βαφτίσει τότε, αλλά υπήρχε ένα κώλυμα υγείας όταν εγώ γεννήθηκα -δικό του- και δεν μπόρεσε. Και θυμάμαι πως όταν είχα έρθει με τη μητέρα μου στην πρώτη μου επίσκεψη μού είχε χαρίσει μια φωτογραφική μηχανή, που τότε ήτανε ο ορισμός της χλιδής να έχει παιδάκι φωτογραφική μηχανή). Και είχα κάνει ρεπορτάζ τότε για τον «Ταχυδρόμο» και για το «Βήμα». Πρέπει να 'μουν γύρω στα 19 μου χρόνια. Το μόνο που θυμάμαι ήταν πως με είχαν μαζέψει οι Τούρκοι για αναγνώριση στοιχείων. Αλλά όλα αυτά είναι πια στο μυαλό μου πολύ θολά.
*
Ο πατέρας μου μιλούσε μόνο για την Κύπρο. Τον έβλεπα πολύ λίγο. Επειδή δεν είχε οικονομικούς πόρους, δούλευε από το πρωί ώς το βράδυ για να συντηρήσει την οικογένειά του. Έπαιρνε το λεωφορείο της γραμμής -έτσι ήταν η εποχή τότε-, ξεκουραζόταν μισή ώρα και γύρναγε μέχρι τα μεσάνυχτα. Οι στιγμές που σήμερα λέμε «ποιοτικός χρόνος» με τον πατέρα μου ήταν λίγες, ήταν τα Σαββατοκύριακα, όπου ο πατέρας μου κι εγώ περπατούσαμε στη Φιλοθέη όπου ήταν το σπίτι μας. Είχαμε κι έναν σκύλο, τον Ίνκας, ένα μεγάλο σκυλί, το οποίο όταν έφυγε ο μπαμπάς από τη ζωή, μαράζωσε, σταμάτησε να τρώει και δεν έζησε. Αυτοί οι περίπατοι ήταν πάντα συνυφασμένοι με αναμνήσεις. Πώς έφυγε από τη Μόρφου, μικρό παιδάκι, ολομόναχο, δώδεκα χρονών. Πώς φοβότανε, πώς έβλεπε το κάρο με τον παππού μου, τον πατέρα του, να απομακρύνεται, ένα μικρό παιδάκι στη Λευκωσία – σκέψου ότι τότε το Μόρφου-Λευκωσία ήταν ταξίδι, δεν ήταν όπως τώρα. Θυμάμαι αυτή την ιστορία γιατί πάντα με έκανε και βούρκωνα, ότι έβλεπε το κάρο με τον μπαμπά του που τον άφησε για να συνεχίσει στο σχολαρχείο κι άρχισε να λέει «Μπαμπά, μπαμπά! Πατέρα, πατέρα!» και σταμάτησε ο πατέρας του και του λέει «Τι είναι, Λουκή μου;». Ντράπηκε το αγοράκι και του λέει «Ξέχασες το μαντίλι σου». Κατάλαβε ο πατέρας του και του είπε «κράτα το αγόρι μου, θα βρεθούμε σύντομα να μου το δώσεις». Αυτές οι ιστορίες είναι με πύρινα γράμματα στη μνήμη μου και τις λέω πρώτη φορά.
*
Για μένα η Κύπρος όταν ήμουν παιδί ήταν οι διακοπές μου, η αγκαλιά, η στοργή, τα χάδια, μια ζωή πιο ξένοιαστη. Γυρνούσα με τα ξαδέρφια μου χωρίς σχολείο, χωρίς γαλλικά, χωρίς μπαλέτα. Ήταν η ξενοιασιά και η παιδική ηλικία.
