Παράθυρο logo
Σάββας Κυριακίδης | Πρώτη γνωριμία με τον καλλιτεχνικό διευθυντή ΘΟΚ
Δημοσιεύθηκε 22.05.2017
Σάββας Κυριακίδης | Πρώτη γνωριμία με τον καλλιτεχνικό διευθυντή ΘΟΚ

Συνέντευξη στη Μερόπη Μωυσέως | Φωτογραφίες Ελένη Παπαδοπούλου

Τρία χρόνια και πέντε μήνες παρέμενε κενή η θέση διευθυντή στον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου, όταν με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίθηκε άκυρος ο διορισμός του Γιώργου Παπαγεωργίου. Έκτοτε ο οργανισμός βρισκόταν σε μια περίεργη κατάσταση προσωρινότητας, ενδοσκόπησης και αναζήτησης ενός συγκρατημένου τρόπου λειτουργίας, μέχρι νεοτέρας. Στο μεταξύ το σχέδιο υπηρεσίας που προνοούσε τη θέση διευθυντή του οργανισμού άλλαξε, με αποτέλεσμα τη δημιουργία δύο διευθυντικών θέσεων: καλλιτεχνικού και διοικητικού.

Από τον Δεκέμβριο του 2013, φτάσαμε στον Μάρτιο του 2017, οπότε ύστερα από προκήρυξη της θέσης του καλλιτεχνικού διευθυντή μόνον, αναδείχθηκε αξιότερος ο Σάββας Κυριακίδης. Με σημαντική πολύχρονη και πολυεπίπεδη εμπειρία στο Εθνικό Θέατρο Ελλάδας από το 1999 μέχρι και σήμερα, όπου θήτευσε ως υπεύθυνος στα τμήματα δραματολογίου (2007-2009), δραµατολογίου, αρχείου, εκδόσεων και βιβλιοθήκης (2009-2014) και καλλιτεχνικού έργου-δραµατολογίου (2014-2017) με εμπειρία στη διδασκαλία ιστορίας του θεάτρου και της δραματολογίας, ο κ. Κυριακίδης αναμένεται ότι θα φέρει στον οργανισμό όλη τη γνώση και την εμπειρία που αποκόμισε στο Εθνικό.

Ο ίδιος εκτελεί ήδη τα καθήκοντά του από το γραφείο του στον 3ο όροφο του Θεάτρου ΘΟΚ και κυριολεκτικά τρέχει για το ρεπερτόριο της νέας θεατρικής περιόδου που ξεκινά τον ερχόμενο Οκτώβρη.

Και αν η εμπειρία βοηθά στην κατάρτιση του ρεπερτορίου, αυτό συνδέεται πάντα και με τους ανθρώπους που το υλοποιούν. Σε αυτό το κομμάτι ο κ. Κυριακίδης συναντά ήδη κάποιες δυσκολίες. «Ήδη μου έχει τύχει να μου πουν 'δεν μπορώ'. Ένας σοβαρός επαγγελματίας κανονικά τον Μάιο πρέπει κάπως να έχει οργανώσει τη χρονιά του. Έχω κάνει πολλές συναντήσεις αυτό το διάστημα με ανθρώπους που ζουν και εργάζονται εδώ -με νέα παιδιά και με πιο παλιούς. Και όταν λένε πως δεν μπορούν τι να τους πεις, γιατί; Θα σου πουν 'είναι Μάιος, τι να κάνω, να περιμένω τον ΘΟΚ';».

Σχεδόν καθημερινά, ο κ. Κυριακίδης παρακολουθεί τις παραγωγές που ανεβαίνουν αυτήν την περίοδο στο κυπριακό θέατρο. Έτυχε, όμως, να παρακολουθεί στενά την τοπική παραγωγή από το 2014, όταν βρέθηκε για πρώτη φορά στην Κύπρο για να συνεργαστεί με τον ΘΟΚ για τη δραματοποίηση του μυθιστορήματος «Τρίτο Στεφάνι», μια μεγάλη καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία. Ακολούθησε η δραματοποίηση της -μάλλον αποτυχημένης- «Λωξάντρας» έναν χρόνο μετά. Και μόλις πέρυσι, ο κ. Κυριακίδης υπέγραψε τη δραματοποίηση του μυθιστορήματος της Άλκης Ζέη «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου» που σημείωσε τεράστια επιτυχία.

«Μπορεί να ήταν και λίγο συμπαντικό», αναφέρει σε σχέση με την συνεργασία του με τον ΘΟΚ η οποία κατέληξε στο να βρίσκεται σήμερα στο τιμόνι του οργανισμού. «Δεν είχα βρεθεί στην Κύπρο πριν το 2014. Δεν έτυχε να έρθω ούτε για δουλειά ούτε τουριστικά. Και ήρθαν έτσι τα πράγματα με κάποιον τρόπο και δέσανε. Έχω έρθει ξανά και ξανά και είδα παραστάσεις, γνώρισα ανθρώπους, εξοικειώθηκα αρκετά με το κυπριακό στοιχείο. Θα ήταν κοροϊδία να πω ότι παίζω το κυπριακό θέατρο στα δάκτυλα. Αυτά τα τρία χρόνια όμως γνώρισα αρκετά τους ανθρώπους και συνεχίζω να πηγαίνω θέατρο σχεδόν καθημερινά».

Στους πρώτους στόχους του κ. Κυριακίδη είναι η ενεργοποίηση των διαδικασιών για τη δημιουργία μιας Δραματικής Σχολής στην Κύπρο. Κάνει επίσης λόγο για έναν υγιή οργανισμό στο τιμόνι του οποίου βρέθηκε, με δυναμική που αν καλλιεργηθεί μπορεί να αποδώσει τα μέγιστα. Σχολιάζει, επίσης, ότι κάπου «χάθηκε η ισορροπία» σχετικά με τους Έλληνες συντελεστές που εργοδοτούνται το τελευταίο διάστημα στον ΘΟΚ έναντι των Κυπρίων και πως ο ίδιος θα δώσει στήριξη στην τοπική καλλιτεχνική κοινότητα.

Πρώτες συναντήσεις

Εκτός από το να πηγαίνει θέατρο, ο κ. Κυριακίδης αυτό το διάστημα συναντά συνεχώς ανθρώπους του θεάτρου των οποίων τη δουλειά γνώριζε ήδη ή γνωρίζει τώρα. «Των περισσότερων γνωρίζω τη δουλειά τους ή φρόντισα να τη γνωρίσω μέσα από το αδόκιμο μέσο του DVD -που φυσικά δεν είναι και ό,τι καλύτερο- αλλά και άλλους που έχω δει σκηνοθεσίες τους αυτά τα δυο-τρία χρόνια ή και τώρα, αυτές τις μέρες και μου φάνηκαν ενδιαφέρουσες οι δουλειές τους, κάποιων που έχουν μια πορεία στο κυπριακό θέατρο και τους έχω δει έτσι και αλλιώς παλιότερα. Προσπάθησα να δω ανθρώπους που καλύπτουν μια βεντάλια ηλικιών και αισθητικής, στην προοπτική να δω ποιοι από αυτούς είναι διαθέσιμοι, ποιοι θα ενδιαφερόντουσαν να πουν ναι σε μια πρόταση του ΘΟΚ γιατί και αυτό δεν είναι πάντα αυτονόητο -παρότι θα έπρεπε, αλλά δεν είναι πάντα αυτονόητο.
Νομίζω ότι το φετινό ρεπερτόριο θα με αντιπροσωπεύει -όπως και όλες οι δράσεις που θα το συμπληρώσουνε- κατά 80 με 90% γιατί κάποια πράγματα θα ήθελα να έχω τον χρόνο να τα δέσω αλλιώς. Αλλά και εκεί να φτάσω, θα είμαι πολύ ευχαριστημένος».

Παράλληλες δράσεις

«Δεν μπορώ να φανταστώ ένα θέατρο να περιορίζεται μόνο στον αριθμό των παραστάσεων που θα κάνει. Οι σκέψεις μου, και αυτό υπήρχε έτσι και αλλιώς στον τριετή προγραμματισμό που κατέθεσα όταν έγινε η προκήρυξη της θέσης, είναι και για δράσεις μέσα σε χώρους εκτός των τειχών του ΘΟΚ -αυτό όμως δεν ξέρω αν θα μπορέσει να γίνει από την πρώτη χρονιά. Να διερευνήσουμε χώρους που να είναι ζωντανοί και in situ να γίνουν πράγματα. Είναι μια χρονιά που και αλλιώς να ήταν τα πράγματα, δεν θα υπήρχε περίπτωση να θέλω να μπω και να φέρω αλλαγές. Εξάλλου ο οργανισμός λειτουργούσε και λειτουργεί. Δεν είμαι από αυτούς που λένε πως είναι υπό διάλυση. Καθόλου. Δεν ξέρω αν θα ήθελα να έρθω σε έναν οργανισμό που θα έπρεπε να τον συμμαζέψει κανείς από την αρχή, όχι. Νομίζω πως και λειτουργεί και είναι σε καλή στιγμή ο ΘΟΚ. Κάποιες μικροπαρεμβάσεις θα ήταν καλό να γίνουν όμως θα ήταν παράλογο να θέλω να τις κάνω αμέσως. Πρέπει λίγο να δω τα πράγματα, να αφουγκραστώ τι γίνεται και μετά να προτείνω πιο δραστικές παρεμβάσεις αν χρειαστεί».

Παραίτηση από το Εθνικό

Ο Σάββας Κυριακίδης αφήνει ένα πολύ σημαντικό πόστο στο Εθνικό Θέατρο για τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΘΟΚ. Σχολιάζει ο ίδιος:

«Όταν είπα ότι θα το κάνω, δεν το πολυσκέφτηκα. Αλλά όταν έπρεπε να το σκεφτώ σοβαρά, το έκανα απολύτως συνειδητά. Τα μέτρησα, τα στάθμισα όλα, βρισκόμουν και σε ένα κομβικό σημείο, και ηλικιακά αλλά και της πορείας μου. Ήμουν περίπου 20 χρόνια στο Εθνικό και είχα φτάσει στο κορυφαίο σημείο που μπορεί να φτάσει ένας Έλληνας θεατρολόγος σε σχέση με το πρακτικό κομμάτι της δουλειάς του. Και σαν θέση, αλλά και σαν παρέμβαση στη δουλειά. Κυρίως με τους τρεις από τους τέσσερις διευθυντές (του Εθνικού) είχα από μεγάλη έως απόλυτη δημιουργική συνεργασία, ειδικά στο κομμάτι του ρεπερτορίου και όχι μόνο, και της οργάνωσης, της παραγωγής, του συντονισμού κ.λπ. Εκεί με βρήκε η προκήρυξη όπως και σε ένα προσωπικό, υπαρξιακό σημείο που λες εκεί κάπου στα 50: 'μου μένει λίγος χρόνος ακόμα να κάνω πράγματα τώρα που έχω τη δύναμη -τη σωματική'. Έχεις αυτήν την ψευδαίσθηση».



ΘΟΚ με δυναμική

«Πρέπει να πω ότι αισθάνομαι πως έρχομαι σε έναν οργανισμό που έχει μεγάλη δυναμική και παρά τα προβλήματα που ήδη διαπιστώνω, έναν οργανισμό που μπορεί και πρέπει να είναι υγιής και ακόμα πιο εύρωστος. Αντιμετωπίζω αυτήν την πρόκληση χωρίς καμία αίσθηση πως έρχομαι σε ένα θέατρο μιας μικρότερης πόλης, αλλά σαν ένα κρατικό θέατρο οποιασδήποτε εύρωστης και υγιούς χώρας του κόσμου. Οπότε είναι μια μεγάλη πρόκληση.
Υπάρχουν άνθρωποι εδώ που με έχουν υποδεχθεί καλά: και τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οι υπόλοιποι συνεργάτες οι οποίοι στον βαθμό που μπορώ να καταλάβω με βοηθούν και με στηρίζουν. Κάπως έτσι θα έλεγα, και δεν είναι ψέματα, δεν είναι φιλοδοξία, είναι πρόκληση. Θα φανεί στο τέλος της τριετίας αν έχω κάνει καλή επιλογή ή όχι. Όλα είναι μέρη της ζωής μας και τα ρίσκα και όλα.
Το καλό με τον ΘΟΚ είναι ότι αισθάνομαι ότι μπορούν να γίνουν πράγματα. Είναι σαν κάτι να βράζει και αν το σκαλίσεις θα το φέρεις στην επιφάνεια. Λίγο να το συντονίσεις, να το οργανώσεις, κυρίως να μπορέσεις -για μένα είναι σημαντικό- να φέρεις καινούργια πρόσωπα -και σε επίπεδο καλλιτεχνικό, αλλά και σε επίπεδο θεατών, να φέρεις καινούργιο κόσμο στο θέατρο. Αν το πετύχω αυτό στο τέλος της τριετίας, θα είμαι πολύ ευχαριστημένος».
Με βάση το σκεπτικό της διεύρυνσης θα σχεδιαστούν και οι παράλληλες δράσεις που έχει κατά νου ο κ. Κυριακίδης. «Ειδικά αυτές οι δράσεις είναι αυτονόητο ότι συνδέονται με την ανανέωση και ηλικιακά, αλλά και ουσιαστικά των ανθρώπων που σχετίζονται με τον ΘΟΚ -του κοινού, των καλλιτεχνών», σημειώνει. «Είμαι μαθημένος να εμπιστεύομαι τους νέους ανθρώπους. Η νέα γενιά πάντα έχει ιδέες και ανανεώνει το τοπίο».

Πρόταση στον Γιάννη Οικονομίδη για σκηνοθεσία στον ΘΟΚ

Αν έπρεπε να μοιραστώ κάτι με τον Σάββα Κυριακίδη στη διάρκεια της συνέντευξής μας, ήταν το πόσο «ζήλεψα» το ανέβασμα του έργου «Στέλλα, κοιμήσου», του Γιάννη Οικονομίδη. Για όσους δεν γνωρίζουν, ο Οικονομίδης είναι ένας κυπριακής καταγωγής σκηνοθέτης του κινηματογράφου που ζει και εργάζεται για πολλά χρόνια τώρα στην Ελλάδα. Είναι ο σκηνοθέτης του καλτ «Σπιρτόκουτου» και των βραβευμένων ταινιών «Ψυχή στο Στόμα», «Μαχαιροβγάλτης», «Το Μικρό Ψάρι».
Πέρυσι, ο Οικονομίδης κλήθηκε να σκηνοθετήσει στο Εθνικό Θέατρο το έργο «Στέλλα Βιολάντη» του Γρηγόρη Ξενόπουλου. Του... άλλαξε τα φώτα, καθόρισε κάποιες σκηνές και η παράσταση ανέβαινε κάθε βράδυ στο Εθνικό με αυτοσχεδιασμό.

«Θα σας το πω: είμαι σε συζητήσεις με το Εθνικό να βρούμε έναν τρόπο να φιλοξενήσουμε εδώ τη 'Στέλλα' για μερικές παραστάσεις γιατί θα επαναληφθεί στο Εθνικό. Ήταν μια παράσταση μοναδική. Και εγώ που έχω δει εκατοντάδες παραστάσεις στη ζωή μου, τέτοια δεν έχω ξαναδεί. Αυτό για μένα είναι και το κλειδί, που κάνει την παράσταση ιδιαίτερη: δεν υπάρχει κείμενο. Η παράσταση είναι αυτοσχεδιαστική. Κάθε βράδυ διαφορετική. Στον Γιάννη έκανα κρούση για να σκηνοθετήσει στον ΘΟΚ, αλλά δεν μπορούσε. Θα συζητήσουμε όμως, οπωσδήποτε, για την περίοδο 2018-19».

Δραματική στα σκαριά

«Θέλω να έχω φύγει απ’ εδώ και να έχουν αρχίσει οι διαδικασίες για μια κρατική Δραματική Σχολή. Αυτό ήταν μέσα στην ατζέντα μου και πέρα από ρεπερτόρια και ποιοτικές παραστάσεις», σημειώνει ο κ. Κυριακίδης, ο οποίος όπως μαθαίνουμε θα λάβει άμεσα πρωτοβουλία βάσει σχεδιασμών που ήδη υπάρχουν στα συρτάρια για τη Δραματική Σχολή.

Στήριξη Κυπρίων και κυπριακών έργων

Ο κ. Κυριακίδης έρχεται από την Ελλάδα σε μια χρονική στιγμή με «ένταση» στη θεατρική κοινότητα, εξαιτίας της πρόσφατης πρακτικής του ΘΟΚ να αναδεικνύει Έλληνες συντελεστές του θεάτρου σε βάρος των ντόπιων ταλέντων.

«Δυστυχώς συγκυριακά όλο αυτό το θέμα κορυφώθηκε με μια παράσταση που είναι πολύ ελληνική, πάρα πολύ (σ.σ. το έργο "Μεγάλο ταξίδι μιας μέρας προς τη νύχτα», Κεντρική Σκηνή ΘΟΚ έχει συνολικά 15 συντελεστές από τους οποίους μόλις δύο είναι Κύπριοι). Εννοώ σε επίπεδο ανθρώπων, όχι καλλιτεχνικά. Είναι γεγονός ότι με εξαίρεση τον Αντώνη Κατσαρή και τον Γιώργο Κουκουμά, είναι σαν να έχει εισαχθεί η παράσταση. Βεβαίως ο ΘΟΚ έδειξε τα αντανακλαστικά του, είναι τρομερή η δουλειά που έχει γίνει σε επίπεδο παραγωγής. Είμαστε δυστυχώς ή ευτυχώς στο θέατρο και το θέατρο δεν μπορεί να λογοκρίνει καταστάσεις παρά μόνο να κάνει κάποιες επιλογές σε σχέση με τις προτεραιότητές του. Ίσως για διάφορους λόγους που δεν έχει νόημα να τους εξετάσουμε, η ισορροπία μπορεί λίγο να χάθηκε. Αλλά μέχρι εκεί. Πιστεύω ότι υπάρχουν άνθρωποι εδώ που αξίζει να τους δοθεί η ευκαιρία και να δικαιώσουν αυτή την ευκαιρία και θα προσπαθήσω -δεν το κρύβω- να το κάνω αυτό αλλά δεν μπορώ να φανταστώ ένα θέατρο με αποκλεισμούς. Φέτος θα προσπαθήσω να πρωτομιλήσω σε ανθρώπους που έχουν μια μεγαλύτερη, πιο άμεση σχέση με το κυπριακό στοιχείο.»

Εκτός από Κύπριους σκηνοθέτες, ο κ. Κυριακίδης -λόγω και της ιδιότητάς του ως θεατρολόγος- έχει υπόψη του Κύπριους θεατρικούς συγγραφείς. Σημειώνει δε την «πολύ ισχυρή μου πρόθεση του χρόνου στο ρεπερτόριο να έχουμε ένα καινούριο κυπριακό κείμενο» ενώ δηλώνει ότι θα στηρίξει την κυπριακή γραφή με πολλούς τρόπους και μακροπρόθεσμα.

ΘΟΚ: υγιής, εύρωστος, σοβαρός οργανισμός

Ρωτήσαμε τον κ. Κυριακίδη ποια εικόνα είχε σχηματίσει -ως ένας Έλληνας θεατρόφιλος- για την πορεία του ΘΟΚ, βάσει της παρουσίας του στην Ελλάδα και δη στην Επίδαυρο αλλά όχι μόνο.

«Ερχόταν συστηματικά ο ΘΟΚ στην Επίδαυρο για μεγάλη περίοδο και θυμόμουν ότι είχα δει μια «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη, τις «Φοίνισσες», τη «Σαμία». Είχα πει σαν απλός θεατής ότι θέλω να βλέπω τι κάνει ο ΘΟΚ γιατί είχα εισπράξει από τότε ότι μιλάμε για ένα σοβαρό, οργανωμένο οργανισμό. Ήταν κι η εποχή του Εύη Γαβριηλίδη που βλέπαμε και στην πράξη την διάνοια, τη φαντασία, τη γοητεία του κι έφτανε σ’ εμάς η αίσθηση πως όταν δούμε μια παράσταση του ΘΟΚ θα είναι μια παράσταση -ανεξάρτητα από το ειδικό αποτέλεσμά της- ενός σοβαρού κρατικού θεάτρου.

Για δικούς μου λόγους επίσης παρακολουθούσα τι έκανε ο ΘΟΚ σε επίπεδο ρεπερτοριακό. Δεν έχω την αίσθηση ότι υπήρξε περίοδος που έκανε έκπτωση στα υλικά του, αλλά έχω την αίσθηση ότι έκανε σαφή κοιλιά ως προς την ποιότητά του. Όμως, ακόμη κι αυτά τα χρόνια που δεν είχε διευθυντή, ρεπερτοριακά οι επιλογές ήταν καλές.

Αισθάνομαι πως έρχομαι σε έναν οργανισμό που έχει μεγάλη δυναμική και παρά τα προβλήματα που ήδη διαπιστώνω,σ’  έναν οργανισμό που μπορεί και πρέπει να είναι υγιής. Αντιμετωπίζω αυτή την πρόκληση χωρίς καμία αίσθηση πως έρχομαι στο θέατρο μιας μικρότερης πόλης αλλά σαν ένα κρατικό θέατρο οποιασδήποτε εύρωστης και υγιούς χώρας του κόσμου. Οπότε είναι μια μεγάλη πρόκληση.»