Συνέντευξη στη Θεοδώρα Χρυσοστόμου | Φωτογραφίες ©Ελεονόρα Λύτρα
Για τέσσερις παραστάσεις ανεβαίνει στο Φεστιβάλ Αθηνών την ερχόμενη βδομάδα ένα από τα θεατρικά έργα του Παύλου Λιασίδη, με την κυπριακή διάλεκτο να έχει τον πρώτο λόγο στο σανίδι.
Ένα από τα οκτώ θεατρικά έργα του ποιητή Παύλου Λιασίδη [1901-1985], τον -βραβευμένο από το ΡΙΚ- "Αλαβροστοισειώτη", ανεβάζει στο θεατρικό σανίδι μια ομάδα Κυπρίων ηθοποιών που ζουν και εργάζονται στην Αθήνα, σε σκηνοθεσία του Νίκου Χατζόπουλου.
Η ιδέα ανήκει στον Γιωργή Τσουρή, που εδώ και πέντε χρόνια σκεφτόταν να ανεβάσει στον ελλαδικό χώρο το εν λόγω έργο του Λιασίδη. Η σκέψη έγινε πρόταση που εγκρίθηκε στο πλούσιο και -σε περιπτώσεις- εντυπωσιακό πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου με αποτέλεσμα ο γραμμένος στην κυπριακή διάλεκτο «Αλαβροστοισειώτης» του λαϊκού ποιητή της Κύπρου Παύλου Λιασίδη να παρουσιάζεται στην Πειραιώς 260 στην Αθήνα από την ερχόμενη Πέμπτη 15 Ιουνίου.
«Θέλουμε η παράστασή μας να είναι ένας φόρος τιμής στον πλούτο και τη μουσικότητα της κυπριακής διαλέκτου», αναφέρεται σε ανακοίνωση για το έργο. Πιο κάτω, ο Γιωργής Τσουρής απαντά στις ερωτήσεις μας για την παράσταση και σημειώνει μεταξύ άλλων ότι «ο Λιασίδης έχει τη δύναμη να αγγίξει τους πάντες. Κι αν κάποιες λέξεις του δεν τις καταλαβαίνεις ή κάποιοι στίχοι του δεν πολυβγάζουν νόημα σε κάποιον που αγνοεί τη διάλεκτο, ο Λιασίδης είναι ποιητής που 'τον νιώθεις', που 'βιώνεται'».
Πώς προέκυψε η ιδέα του Αλαβροστοισειώτη;
Το να ανέβει το συγκεκριμένο έργο στον ελλαδικό χώρο ήταν κάτι που είχα στο μυαλό μου την τελευταία πενταετία. Ήμουν και είμαι πεπεισμένος ότι αυτό το κείμενο του Λιασίδη έπρεπε να εκτεθεί στο αθηναϊκό κοινό και να πάρει τη θέση που του αναλογεί στο ρεπερτόριο, όχι ως ιδιοπερίπτωση, αλλά ως άρτιο έργο. Από κει και πέρα περίμενα την καλή συγκυρία, η οποία ήρθε πριν από ένα χρόνο. Συζητώντας τότε με συνάδελφους τους οποίους είχα συναντήσει σε κάποια πρότζεκτ στα οποία δουλέψαμε από κοινού για το Σπίτι της Κύπρου, είπαμε να ανεβάσουμε ένα έργο στην κυπριακή διάλεκτο. Ο Κλείτος Κωμοδίκης και η Άνδρη Θεοδότου ήταν οι δύο συνάδελφοι στους οποίους αρχικά πρότεινα αυτό το έργο και «ψήθηκαν». Μεταφέραμε αυτή τη σκέψη μας στη Μαρία Παναγίδου, τη μορφωτική σύμβουλο στο Σπίτι της Κύπρου. Η εμπλοκή της ήταν από την αρχή δραστικότατη και σχεδόν συγκινητική. Κυνήγησε και βρήκε τους πόρους και τα μέσα για να γίνει μια βιώσιμη πρόταση στο Φεστιβάλ. Φυσικά το πόστο του σκηνοθέτη αυτού του εγχειρήματος ήταν ακόμη μια καλή συγκυρία, αφού είχαμε συγκεκριμένο άνθρωπο στο μυαλό μας: τον σκηνοθέτη και μεταφραστή Νίκο Χατζόπουλο, ο οποίος δέχθηκε να μπει στο τιμόνι της παράστασης. Η πρόταση κατετέθη και έγινε δεκτή από το φεστιβάλ. Στο άθροισμα των σπουδαίων συγκυριών ήρθε να προστεθεί και η θετική απάντηση του συνθέτη και πιανίστα Σταύρου Λάντσια, ο οποίος ανέλαβε τη μουσική της παράστασης και θα είναι και ζωντανά επί σκηνής!
Πόσο εύκολη/δύσκολη ήταν η διασκευή του έργου; Ποιες προκλήσεις συνάντησες;
Η διασκευή του έργου δεν είναι μια ιδιότητα την οποία πιστώνομαι εγώ. Το έργο είχε διασκευαστεί παλαιότερα. Αυτό που έχουμε αυτή τη στιγμή σαν παραστασιακό υλικό, τα ποιήματα που προστέθηκαν δηλαδή, άλλα μελοποιημένα και άλλα όχι, ήταν επιλογή του σκηνοθέτη της παράστασης. Εγώ ανέλαβα το πόστο του βοηθού σκηνοθέτη για να διευκολύνω την επικοινωνία με το κείμενο, το οποίο είχα μελετήσει εις βάθος πριν από αρκετό καιρό, και να προτείνω υλικό από το σώμα των ποιημάτων του Λιασίδη.
Από αριστερά: Άνδρη Θεοδότου, Δημήτρης Αντωνίου, Κλείτος Κωμοδίκης, Μαρίνα Αργυρίδου. Κάτω, ο Γιωργής Τσουρής. ©Ελεονόρα Λύτρα

Στο δελτίο Τύπου της παράστασης αναφέρεται ότι αυτή «ανιχνεύει τη συγγένεια του έργου με την αρχαία τραγωδία». Ποια είναι η σχέση του έργου με την τραγωδία;
Το έργο συγγενεύει με την αρχαία τραγωδία βάσει της δομής του και της σύγκρουσης που οδηγεί στο μοιραίο τραγικό φινάλε. Συγγενεύει όμως και με άλλες πηγές κλασικών κειμένων -πιο έντονη νομίζω η περίπτωση του Λόρκα, που παράγει τραγικά μεγέθη μέσα από καθημερινούς ήρωες- με έντονο το στοιχείο της μεταφυσικής. Ο ίδιος ο ποιητής, οριακά εγγράμματος, κατάφερε να συντονιστεί υφολογικά με πράγματα στα οποία δεν είχε καμιά πρόσβαση ως αναγνώστης. Ο ίδιος θεματοποιεί αυτό το χάρισμά του λέγοντας σε ένα δίστιχο:
«Τα τραούδκια μου που γράφω, εν τζι εν δύναμις δική μου.
Έρκετ' άλλος νους που πάνω τζαι λαλεί μου»