Συνέντευξη στην Κατερίνα Στεφάνου /Φωτογραφία: Ελένη Παπαδοπούλου
Στην πρώτη του συνέντευξη σε κυπριακό έντυπο, ο φετινός νικητής του Κρατικού Βραβείου Μυθιστορήματος Σωφρόνης Σωφρονίου μιλά στο «Π» για το βιβλίο του, την Κύπρο και το Κυπριακό και την αγάπη που χρειάζεται για να ανταμώσουν οι κοινότητες του νησιού.
Μια σύγχρονη ψιλοβελονιά σε ιστορικό καμβά είναι το βιβλίο του Σωφρόνη Σωφρονίου με τίτλο Οι Πρωτόπλαστοι, που κυκλοφόρησε το περσινό καλοκαίρι και απέσπασε φέτος για τον συγγραφέα του το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος και το πρώτο Βραβείο Μένης Κουμανταρέας της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.
Οι Πρωτόπλαστοι ακολουθούν μια χρονική πορεία που εκτείνεται από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα μέχρι το 2011. Ήρωας έκπληξη είναι ο αρχιεπίσκοπος Λεόντιος και η ζωή του κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Αμερική μέχρι τις τελευταίες μέρες πριν από τον ύποπτο θάνατό του και προτού ακόμη κλείσει σαράντα μέρες στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, το 1947. Στις σελίδες του βιβλίου κατοικούν επίσης τρεις γενιές μιας οικογένειας που μεταφέρει χρονικά την ιστορία του βιβλίου από το τότε στο σήμερα. Στις 358 σελίδες τους, Οι Πρωτόπλαστοι του Σωφρόνη Σωφρονίου διαθέτουν πολλές δόσεις μυστικισμού και αποτελούν άριστο ερέθισμα για ιστορική αναζήτηση.
Πώς χαρακτηρίζεις το βιβλίο, σε ποιο είδος ανήκει;
Είναι μυθιστόρημα. Δύο ή τρία σημεία θα μπορούσαν ίσως να σταθούν και από μόνα τους σαν διηγήματα.
Θα το χαρακτήριζες πολιτικό;
Δεν είναι πολιτικό βιβλίο. Δεν ξέρω όμως και πώς να το χαρακτηρίσω. Σίγουρα η πολιτική διάσταση είναι παρούσα σε κάθε έργο της λογοτεχνίας και καθορίζεται από τους άξονες που κινούν τα νήματα της πλοκής.
Διαβάζεις;
Όχι όσο θα ήθελα, αλλά συνέχεια έχω κάτι δίπλα μου. Τα τελευταία χρόνια μού αρέσει να επιλέγω συγγραφείς και να ανασκοπώ το σύνολο του έργου τους. Βασικό διάβασμα θεωρώ και τον κινηματογράφο. Υπάρχουν ταινίες που έχουν ανάλογο βάρος με σημαντικά βιβλία.
Υπάρχει κάποιο βιβλίο στο οποίο θεωρείς ότι μοιάζει το δικό σου;
Το Μαύρο Βιβλίο του Ορχάν Παμούκ είναι σίγουρα ένα μυθιστόρημα που με επηρέασε.
Η χρονική έκταση του μυθιστορήματος;
Το βιβλίο μεταπηδά από το τώρα στον Μεσαίωνα ή ακόμα πιο παλιά και ξανά πάλι εδώ. Είναι μια προσπάθεια να ιδωθεί ο χρόνος σαν μια ιδιότητα που συνδέει καταστάσεις μέσα από αλυσιδωτές, αλλά όχι κατ’ ανάγκη γραμμικές διαδικασίες.
Γιατί ο Λεόντιος;
Γιατί μου έδωσε την ευκαιρία να ανασκοπήσω το κομμάτι της ιστορίας της Κύπρου από όταν το 1878 οι Οθωμανοί μάς έδωσαν στους Άγγλους ως το 1947. Απέφυγα δηλαδή την άμεση αναφορά στη σύγχρονη ιστορική περίοδο του νησιού, ένα χρονικό διάστημα για το οποίο όλοι σχεδόν οι Κύπριοι έχουμε και από μια διαφορετική οπτική. Ο Λεόντιος, επίσης, σπούδασε για δύο χρόνια στη Νέα Υόρκη, έναν τόπο που γνωρίζω αρκετά αφού έχω ζήσει εκεί. Έτσι προέκυψε μια επιπλέον πρόκληση, να αναβιώσω παλαιότερες περιόδους εκείνης της πόλης. Τέλος, μέσα από την έρευνα που έκανα, βρήκα ότι από νωρίς ο Λεόντιος ήταν διορατικός ως προς τα δυσοίωνα αποτελέσματα μιας πιθανής απόσχισης των δύο κοινοτήτων της Κύπρου. Αυτό έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τις πολιτικές που ακολούθησαν μετά το θάνατό του.
Και σε ό,τι αφορά τα ιστορικά πρόσωπα, πώς χειρίστηκες τους χαρακτήρες; Δεν είναι ρίσκο να βάζει κανείς προσωπικές σκέψεις σε ιστορικούς χαρακτήρες;
Το αν έχει το δικαίωμα ένας μυθιστοριογράφος να μεταποιεί ή να επεκτείνει τις ζωές ιστορικών χαρακτήρων είναι μια μεγάλη συζήτηση. Στο μέτρο που χειρίστηκα αυτή την τεχνική, στις περιπτώσεις ας πούμε του Λεόντιου, του Μπος, του Ρεμπώ, του Βιγιόν, του Λόμαξ και της Παπαγκίκα, προσπάθησα να μείνω κοντά στη χρονολογική και την πραγματολογική διάσταση της ζωής αυτών των ανθρώπων. Από εκεί και πέρα, η επεξεργασία γίνεται με πολλή προσοχή. Βοηθά φυσικά και η χρονική απόσταση, αφού όλοι σχεδόν οι χαρακτήρες έζησαν σε άλλα χρονικά πλαίσια από τα δικά μας.
Πόσα χρόνια πήρε η έρευνα και πόσα η συγγραφή;
Η έρευνα για τη συγγραφή ενός βιβλίου είναι πολύπλευρο έργο. Πολλή δουλειά γίνεται χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Και αυτό το κομμάτι ίσως να είναι το πιο σημαντικό. Θέλω να πω ότι ένα μέρος του κειμένου αφορά θέματα που τα πραγματευόμουν για χρόνια, όπως ίσως κάνουμε οι περισσότεροι από εμάς με έννοιες όπως είναι η ύπαρξη, οι πολιτικές καταστάσεις του τόπου μας, η αγάπη, οι λογικές των θρησκειών κ.λπ., ενώ ένα άλλο μέρος ήρθε μέσα από στοχευμένο διάβασμα, αλλά και από συνεντεύξεις, φωτογραφίσεις τόπων και ανθρώπων και άλλες πηγές. Η συγγραφή και η επιμέλεια κράτησαν περίπου τρία χρόνια.
Θα έγραφες κάτι χωρίς ιστορικό πλαίσιο;
Όλες οι θεματολογίες εμπεριέχουν πρόκληση. Τα ιστορικά πλαίσια λειτουργούν συχνά σαν άξονες πάνω στους οποίους μπορείς να πιαστείς, να έχεις νοερές και χρονικές γραμμές, αλληλοσυσχετίσεις με ένα σωρό καταστάσεις. Όλα αυτά έχουν και τις ευκολίες και τις δυσκολίες τους. Το ίδιο συμβαίνει και σε κείμενα από τα οποία απουσιάζει το ιστορικό πλαίσιο. Με ένα τέτοιο βιβλίο απασχολούμαι τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια.
Και οι πειρασμοί της συγγραφής;
Πολλοί και διάφοροι. Όλοι είναι ελκυστικοί θα έλεγα, αλλά, ταυτόχρονα, είναι όλοι τους πιθανοί υποψήφιοι που μπορεί είτε να απογειώσουν ένα κείμενο είτε να μετριάσουν τη δύναμη και την ισορροπία του. Μερικά από τα πράγματα που κατάλαβα με την κυκλοφορία των Πρωτόπλαστων είναι κάποιες αδυναμίες αλλά και κάποιες δυναμικές του κειμένου. Τα κρατώ όλα και συνεχίζω παρακάτω.
Θεωρείς ότι υπάρχουν γύρω μας άνθρωποι που τους βαραίνει ένα μυστικό σχετικό με την ιστορία της Κύπρου;
Σίγουρα. Είναι εκατοντάδες και μια χούφτα από αυτούς είχαν και έχουν καταλυτικό ρόλο σε όσα έχουν συμβεί ή συμβαίνουν εδώ τις τελευταίες δεκαετίες. Με μαθηματική ακρίβεια, μάλιστα, υπάρχουν άνθρωποι από τις νεότερες γενιές που ενστερνίζονται μέρος αυτών των «μυστικών», είτε ηθελημένα είτε εν αγνοία τους. Ουσιαστικά, η Κύπρος προχωρά μέσα στο χρόνο συνοδευόμενη από τον μηχανισμό της άρνησης που διακατέχει τους περισσότερους από όσους είχαν συμμετοχή στα τραγικά γεγονότα των δεκαετιών του ‘60 και ‘70. Υπάρχει μια τεράστια διάχυση των ευθυνών, κάτι που πιστεύω ότι έχει βοηθήσει πολλούς από τους εμπλεκόμενους, ακόμα και άτομα που έχουν δώσει εντολές για δολοφονίες, να αποβάλουν από μέσα τους ένα σημαντικό κομμάτι του βάρους. Ευθύνες μπορούμε να δούμε φυσικά παντού, ακόμα και στον όγκο της «σιωπηρής πλειοψηφίας» που πριν και κατά το 1974 δεν αντέδρασε επαρκώς κατά των χειρισμών της πολιτικής ηγεσίας, των ακροδεξιών ή όλων των άλλων εμπλεκομένων. Για τέτοια θέματα θα μπορούσαν να γραφτούν πολύ ουσιαστικά βιβλία, είναι όμως τρομερά δύσκολο έργο. Δύσκολο είναι επίσης να μπορέσει κανείς να ανιχνεύσει στον παρόντα χρόνο την απραξία της δικής μας γενιάς απέναντι στις ακραίες και καταστροφικές ηλιθιότητες που εκστομίζουν ένα σωρό καταμπερδεμένοι τύποι που έχουν μεγάλη ισχύ και επιρροή πάνω στον πληθυσμό της Κύπρου. Μπροστά στα μάτια μας νταντεύονται τα παραληρήματα του αρχιεπίσκοπου και τα μονότονα εθνικιστικά αναμάσηματα πολλών πολιτικών, δημοσιογράφων ή πολιτών· από δίπλα μας ταλαιπωρεί η αποβλάκωση μπροστά στα talent shows και το ακατάσχετο κυνήγι της υπερβολικής ευμάρειας. Δεν ανοίγουμε ουσιαστικό διάλογο με αυτές τις καταστάσεις, και γι’ αυτό πιστεύω ότι οι μελλοντικές γενιές, δικαιωματικά, θα μας κατακρίνουν έντονα για την ατολμία που επιδεικνύουμε σε μια σειρά από θέματα.
Μπορεί μια τυχαία ή απερίσκεπτη πράξη να έχει αλυσιδωτές και καταλυτικές συνέπειες στην ιστορία;
Από όλα αυτά μόνο το αν υπάρχουν τυχαίες ή απερίσκεπτες πράξεις θα μπορούσε να συζητηθεί σε βάθος. Από εκεί και πέρα, οι αλυσιδωτές και καταλυτικές συνέπειες πολλών πράξεων με το πέρασμα του καιρού είναι κάτι στο οποίο συμμετέχουμε αναπόφευκτα όλοι. Είναι ένας τεράστιος χορός μέσα στο χρόνο, με τις ισορροπίες και τις ανισορροπίες του. Ίσως να είναι χρέος μας να προσπαθούμε να μην ταξιδεύουμε εντελώς ασυναίσθητα μέσα σε αυτή τη ροή των καταστάσεων.
Πώς αντιμετωπίζεις τις ψηφίδες που αποκαλύπτονται;
Στο βιβλίο, οι ψηφίδες λειτουργούν αλληγορικά, συνδέονται με τις αλυσιδωτές αντιδράσεις για τις οποίες μιλήσαμε προηγουμένως και βοηθούν στην ανάπτυξη των κεντρικών θεματολογιών όπως είναι η ύπαρξη ή όχι ελεύθερης βούλησης στους ανθρώπους, καθώς και με την έννοια της ευθύνης.
Ο μυστικισμός υπάρχει ή είναι λογοτεχνικό εύρημα; Κι αν πρόκειται για εύρημα υπάρχει παραλληλισμός ή κάποιο κλειδί για την πραγματικότητα;
Δύσκολη ερώτηση. Οδηγούμαι στο ότι ο μυστικισμός γεννιέται από το ανθρώπινο μυαλό, αλλά, από την άλλη, όσα γεννιούνται μέσα μας μπορεί να έχουν και πραγματική διάσταση, εφόσον μαζί του συνήθως γεννιούνται και κανόνες συμπεριφοράς. Δεν ξέρω, και πιστεύω ότι κανένας μας δεν ξέρει, αν υπάρχει κλειδί για την πραγματικότητα ή κάτι που στέλνει τις διαστάσεις της ζωής μας και σε άλλα επίπεδα. Πιστεύω όμως πως είναι αναγκαία η αποδοχή του παράλογου της ύπαρξής μας, αλλά και η χωρίς υπερβολές ανασκόπηση κεντρικών ερωτημάτων όπως είναι το: από πού ήρθαμε (αν φυσικά ήρθαμε από κάπου), πού πάμε (επίσης, αν πάμε κάπου), ποιες πρέπει να είναι οι ηθικού περιεχομένου αλληλεπιδράσεις και άλλα.
Παρακολουθείς το Κυπριακό; Είσαι αισιόδοξος;
Φυσικά και παρακολουθώ τι γίνεται στη χώρα μου. Θέλω να είμαι αισιόδοξος. Διαισθάνομαι ότι η πλειοψηφία του κόσμου στην Κύπρο ποθεί να συζήσει ειρηνικά σε μια ενωμένη Κύπρο. Πολλοί κάνουν εκπληκτικές προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Όμως, παράλληλα, πολλοί που έχουν πολιτικά ή οικονομικά συμφέροντα, παγιωμένες προκαταλήψεις και βαθιές φοβίες γίνονται όλο και πιο αρνητικοί. Στοχευμένα αλλά και απερίσκεπτα σπέρνουν προς τα έξω το φόβο και την αμφιβολία. Είναι δικαίωμά τους να συμπεριφέρονται έτσι, αφού ως εκεί φτάνει η σκέψη ή η τόλμη τους, το τραγικό όμως είναι ότι παρασέρνουν σε αυτές τις απόψεις ένα σωρό συμπολίτες μας που για τον ένα ή τον άλλο λόγο αποφασίζουν να ακολουθήσουν το μοτίβο του αρνητισμού σε ό,τι αφορά τις συνομιλίες, δηλαδή της μόνης λογικής οδού για να δούμε το νησί μας σε μια καλύτερη κατάσταση.
Αν πρόκειται να ανταμώσουν οι δύο κοινωνίες Ε/Κ και Τ/Κ, πού θα έπρεπε να επενδύσουν;
Κυρίως στην αγάπη, στην καταπολέμηση του φόβου, στην ειλικρίνεια. Ακούγονται κοινότοπα όλα αυτά, αλλά είναι πράγματα που άμα υπερισχύσουν μπορεί να αποτρέψουν πολύ άσχημες καταστάσεις.
