Παράθυρο logo
ΣΑΒΒΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ: «Το θέατρο είναι για όλους»
Δημοσιεύθηκε 26.10.2020
ΣΑΒΒΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ: «Το θέατρο είναι για όλους»

«Είμαι ειλικρινά χαρούμενος και πραγματικά ικανοποιημένος από τη δυνατότητα που μου έχει δοθεί να συνεχίσω και να ολοκληρώσω έναν πραγματικό κύκλο της παρουσίας μου στον ΘΟΚ, ως καλλιτεχνικός διευθυντής, που θα μου επιτρέψει να αφήσω και ένα είδος προσωπικού αποτυπώματος στην πορεία της ιστορίας του Οργανισμού, γιατί ειλικρινά θεωρώ ότι τα τρία χρόνια είναι ένα σχετικά περιοριστικό χρονικό διάστημα που δεν επιτρέπει ακριβώς να απλώσει κανείς όλες του τις ιδέες και κυρίως να τις εφαρμόσει και να τις δει να λειτουργούν ή καμιά φορά και να μην λειτουργούν» δήλωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΘΟΚ, κύριος Σάββας Κυριακίδης, μιλώντας στο «Π» για τον επαναδιορισμό του στην ίδια θέση- όπου πρωτοδιορίστηκε το 2017-, από το διοικητικό συμβούλιο του οργανισμού. 


Μιλήσατε για ένα προσωπικό αποτύπωμα που θέλετε να αφήσετε ως καλλιτεχνικός διευθυντής. Ποιο είναι αυτό;


Πιστεύω ότι πολύ περισσότερο από το να φτιάχνει κανείς ένα ρεπερτόριο προτείνοντας ενδεχομένως- που ελπίζω να το κάναμε – ενδιαφέροντα έργα και ενδιαφέρουσες παραστάσεις, το σημαντικότερο είναι με κάποιο τρόπο να διαμορφώνει και να διευρύνει το κοινό του θεάτρου, κάτι το οποίο έχουμε πάντα ανάγκη. Η διεύρυνση λοιπόν του κοινού κατά τη γνώμη μου δεν  γίνεται αποκλειστικά μέσα από το ρεπερτόριο, αλλά μέσα από παράλληλες επιλογές  και δράσεις ή διαδικασίες που μακροπρόθεσμα οδηγούν σε αυτή τη διεύρυνση. Γι’ αυτό τον λόγο κάναμε μία απόπειρα ανοίγματος προς τη νεότερη γενιά θεατών αλλά και δημιουργών, π.χ μέσα από τις δοκιμές μας στις Αποθήκες, οι οποίες έχω και τη χαρά να πω ότι ειδικά την τελευταία χρονιά, έχουν εστιάσει ακόμα περισσότερο στην έννοια του εφηβικού και νεαρού κοινού, το οποίο νομίζω ότι έχουμε πετύχει πια να κινητοποιήσουμε και σε ένα βαθμό να το κάνουμε να ενδιαφερθεί για το θέατρο. Αυτή η διεύρυνση λοιπόν συμβαίνει μέσα από μία τέτοια διαδικασία και πιστεύω ότι θα δώσει μακροπρόθεσμού καρπούς. Το ίδιο συμβαίνει και με ένα ακόμα θεσμό που ξεκίνησε την περασμένη χρονιά. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στον θεσμό Εκτός έδρας, που ήταν μια στρατηγική του ΔΣ μία πρόταση δηλαδή για το πώς μπορούμε να ανοιχτούμε εκτός Λευκωσίας και που με βρήκε απολύτως σύμφωνο ως προς το ότι αυτό πρέπει να γίνει χωρίς καμία ποιοτική έκπτωση. Νομίζω ότι και το λέω με πλήρη συνείδηση ότι και σε αυτή την κατεύθυνση δηλαδή σε ένα κοινό που φοβόταν ίσως να πάει στο θέατρο, ή δεν ήξερε τι είναι ακριβώς αυτό που λέμε καλό θέατρο, δώσαμε την ευκαιρία να καταλάβει ότι το θέατρο είναι κι αυτό μία λαϊκή τέχνη, όχι εύκολη, αλλά είναι για όλο τον κόσμο, δεν είναι για την ελίτ. Και τρίτο, γιατί μιλήσατε για αποτύπωμα, ήταν απ΄ την πρώτη χρονιά στις προθέσεις μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να το υλοποιήσω στο βαθμό που το ήθελα όπως το είχα φανταστεί, με την ίδρυση μιας μορφής δραματικής σχολής η οποία κόλλησε σε εντελώς αντικειμενικές συνθήκες που σχετίζονται με τον νόμο, με τον ημικρατικό οργανισμό και δεν του επέτρεπαν να προχωρήσει κάτι τέτοιο. Όμως με κάθε ευκαιρία μέσα σε αυτή την τριετία και σε αυτή που πρόκειται να ακολουθήσει διερευνούμε πώς μπορούμε να κάνουμε εκπαιδευτική δουλειά, παράλληλα φυσικά με τη θεατρική ανάπτυξη που κάνει εξαιρετική δουλειά σε αυτή την κατεύθυνση, δουλειά δηλαδή που να καλλιεργήσει και την αισθητική αλλά και την παιδεία των ανθρώπων- και των επαγγελματιών και των ερασιτεχνών του θεάτρου. Ανακεφαλαιώνοντας θα έλεγα ακριβώς αυτό ότι φυσικά είναι σημαντικό να κάνουμε καλές παραστάσεις, φυσικά είναι σημαντικό να έχουμε ρεπερτόριο που απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό, αλλά για μένα σημαντικότερο είναι να βάζουμε ρίζες που θα απλώσουν και θα δημιουργήσουν ένα κορμό για να αναπτυχθεί κάτι στο μέλλον.


Πώς αξιολογείτε εσείς προσωπικά το δικό σας έργο;


Κάνοντας και ο ίδιος μια μορφή προσωπικής αυτοκριτικής, για το τι πήγε καλά ή θα μπορούσε να έχει πάει καλύτερα την προηγούμενη τριετία, φυσικά αντιλαμβάνομαι εκ των υστέρων ότι κάποιες επιλογές ίσως να μην ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες που είχαμε. Δεν θέλω να ακουστεί ωστόσο υπερφίαλο αυτό που θα πω, θα το πω κι ελπίζω να μην παρεξηγηθεί. Δεν αισθάνομαι ότι οι αρχικές επιλογές, είτε προσώπων, είτε έργων, είτε στρατηγικής, είχαν κάτι λανθασμένο στην αφετηρία τους. Το ξέρετε και το ξέρουμε όλοι. Η τέχνη του θεάτρου δεν είναι μια συνταγή στην οποία ανακατεύουμε κάποια υλικά και σίγουρα θα βγάλουμε ένα αποτέλεσμα. Μπορώ όμως να πω και θέλω να πιστεύω ότι τα «υλικά» που επέλεξα αρχικά, στο μεγαλύτερο βαθμό, ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Η εμπειρία των τριών ετών επίσης θέλω να πιστεύω ότι θα μου δώσει τη δυνατότητα να αξιολογήσω και να επιλέξω ίσως ακόμη καλύτερα μέσα στην επόμενη τριετία, τα «υλικά» αυτά. Πρέπει όμως να τονίσω ότι- κι αυτό είναι αντικειμενικό-  αυτή η τριετία έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς και διαφορετικούς καλλιτέχνες – και εννοώ διαφορετικούς ως προς την ηλικία, ως προς το φύλο, ως προς τις αισθητικές γραμμές- χωρίς περιορισμό και χωρίς προνομιακής μεταχείριση. Το ότι κάποιοι άνθρωποι αυτή την τριετία αισθάνονται ότι μπορεί να έμειναν εκτός του ΘΟΚ, ίσως κάποιοι από αυτούς μπορούν να κάνουν λίγο υπομονή και να δουν αν θα έρθουν μέσα στην επόμενη τριετία. Κάποιοι άλλοι όμως- και δεν φοβάμαι να το πω- μπορεί να έμειναν εκτός εξαιτίας και των προσωπικών μου επιλογών, την αντίληψη που έχω εγώ για το τι σημαίνει καλό ή ποιοτικό θέατρο. Το κρατικό θέατρο ΘΟΚ, δεν μπορεί να τους έχει όλους, κατά τη γνώμη μου. Πρέπει να έχει τους καλούς ή όσο είναι δυνατόν, τους καλύτερους. Αφού μιλάμε για αυτοκριτική ωστόσο, θα έλεγα ότι σε πολύ προσωπικό επίπεδο, ίσως θα έπρεπε να πιέσω κάποιες καταστάσεις περισσότερο, πιο σκληρά και δυναμικά γιατί ίσως να έφερναν κάποια αποτελέσματα ακόμα καλύτερα. Έχει να κάνει με τον χαρακτήρα. Είμαι ένας άνθρωπος που πιστεύω πάρα πολύ στις συνεργασίες και όχι στις συγκρούσεις. Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι ίσως και οι τριβές μπορεί να οδηγούν κι αυτές κάπου, σε ένα αποτέλεσμα.


Υπήρξαν στόχοι που θέσατε από την πρώτη τριετία και δεν υλοποιήθηκαν;


Όπως ανέφερα πριν το σημαντικότερο που σκέφτομαι είναι η αντικειμενική όπως φαίνεται αδυναμία του Οργανισμού να ιδρύσει μια δραματική σχολή. Υπήρχε πολύ πρόσφατα μια επίσημη γνωμάτευση από το ΥΠΠΑΝ, ότι ως ημικρατικός οργανισμός δεν δικαιούμαστε να ιδρύσουμε δραματική σχολή κάτι ο θέμα σταμάτησε εκεί. Αυτό που θα ήθελα να κάνω κι αυτή την τριετία θα προσπαθήσω να το κάνω όσο γίνεται περισσότερο, είναι να αποκτήσουμε μεγαλύτερη εξωστρέφεια σαν οργανισμός με ανθρώπους όχι τόσο από την Ελλάδα, όσο και από την υπόλοιπη Ευρώπη, γιατί πιστεύω ότι έχει να κερδίσει το κυπριακό θέατρο αν με κάποιο τρόπο δοθεί η δυνατότητα σε ικανούς και καταξιωμένους καλλιτέχνες ακόμα και από το εξωτερικό, δεν μιλώ για μονοπώλιο, πολύ επιλεγμένα έρθουν και να δείξουν τη δουλειά τους. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να πω ότι έχουμε επανενταχτεί σε ένα ευρωπαϊκό οργανισμό θεάτρου που λέγεται European theatre convention, ο οποίος ακριβώς μας επιτρέπει αυτές τις διεργασίες και τις επαφές και ελπίζω ότι θα μπορέσουμε να τις καλλιεργήσουμε και να τις διευρύνουμε. Τονίζω, ότι φυσικά είμαστε το θέατρο της Κύπρου, φυσικά οι καλλιτέχνες της Κύπρου πρέπει να εκφραστούν μέσα στο κρατικό θέατρο της Κύπρου με τη στήριξη που τους δίνει όμως πιστεύω ότι ο εμβολιασμός ή διείσδυση στοιχείων αξιόλογων καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο θα είναι προς όφελος του ίδιου του κρατικού θεάτρου. Για να είμαστε ρεαλιστές ακόμα κι αυτή η χρονιά που θα μπορούσε να μας επιτρέψει κάτι τέτοιο μας το απαγόρευσε, λόγω πανδημίας. Δεν μπορούμε όμως να σταματήσουμε να οραματιζόμαστε. Δηλαδή τη χρονιά ’21-‘22 και εφόσον υπάρχει και η συναίνεση του ΔΣ που δίνει τη στρατηγική γραμμή, είναι βέβαιο ότι θα κάνουμε τέτοιες διεργασίες, γιατί στο κάτω κάτω και για αυτό τον λόγο μπήκαμε σε αυτή την διεθνή ένωση. Και να υπογραμμίσω ότι δεν εννοώ μόνο να κάνουμε εισαγωγή ανθρώπων από το εξωτερικό, αλλά παράλληλα, να εκμεταλλευτούμε αυτή τη δυνατότητα προκειμένου κι εμείς να προβάλουμε τη δουλειά των δικών μας συνεργατών και τη δική μας δουλειά, προς τα ευρωπαϊκά αυτά δίκτυα ,και ίσως όχι μόνο ευρωπαϊκά.


Τι είναι τελικά καλό θέατρο;


Είναι προφανές ότι δεν μπορούν να συμφωνήσουν όλοι ως προς το υποκειμενικά καλό της τέχνης, γιατί ακριβώς αυτό δείχνει η ιστορία της τέχνης και η ιστορία του θεάτρου. Ότι δηλαδή υπάρχουν διαφορετικές εκφάνσεις και κάποιοι άνθρωποι θεωρούν τη μία έκφανση καλή, την άλλη λιγότερο κ.ο.κ. Άρα δεν θα μπω στην παγίδα να πω προσωπικά τι θεωρώ καλό στο αισθητικό μέρος. Όμως έχω ξεκαθαρίσει μέσα μου ότι καλό θέατρο εννοώ το θέατρο που υπηρετούν οι άνθρωποι που είναι γνώστες της τέχνης αυτής, που το κάνουν συνειδητά και αφιερώνοντας χρόνο και πνευματικότητα στην προετοιμασία, στη δουλειά και στην τελική εικόνα του προϊόντος και βέβαια το κάνουν και το τονίζω αυτό, μέσα στο πλαίσιο μιας κοινής αγαστής συνεργασίας, όπου σέβεται ο ένας τον άλλο στον απόλυτο βαθμό. Για μένα αυτοί είναι οι τρεις παράγοντες: Η γνώση, η δουλειά και ο αλληλοσεβασμός. Αυτά θα οδηγήσουν στο καλό θέατρο, στην καλή τέχνη ανεξάρτητα από το αν το αισθητικό αποτέλεσμα ικανοποιεί εσάς, εμένα ή κάποιο τρίτο σε ένα ατομικό επίπεδο. Είναι οι τρεις παράγοντες που πάντα προσπαθώ να έχω στο μυαλό μου όταν θα αναθέσω σε κάποιους ανθρώπους να κάνουν μια καλλιτεχνική διεργασία στον ΘΟΚ.


Με βάση τους παράγοντες που προαναφέρατε, πόσο καλό θέατρο έχουμε στην Κύπρο κατά τη γνώμη σας;


Υποθέτω ότι δεν θα εκπλαγεί κανείς αν ακούσει από μένα να λέω ότι ως προς τον παράγοντα των ικανοτήτων και του ταλέντου των ανθρώπων βλέπω και γνωρίζω ότι στο επίπεδο της πρώτης ύλης, οι καλλιτέχνες μας είναι ικανοί να κάνουν σημαντικά πράγματα. Αυτό που έχω διαπιστώσει ότι λείπει -και δεν κάνω κριτική σε αυτό, ίσως είναι αντικειμενικό το πρόβλημα- είναι ο απαραίτητος χρόνος και η επένδυση που πρέπει να γίνει ως προς την καταβύθιση στην αναζήτηση για το τελικό αποτέλεσμα. Δεν φοβάμαι να πω ότι έχω δει πολλές δουλειές που μέσα μου έχω πει, γιατί να έχουν γίνει τόσο βιαστικά ενώ μια μεγαλύτερη διεργασία θα μπορούσε να δώσει πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Αν το κυπριακό θέατρο μπορεί με κάποιο τρόπο να αντιμετωπίσει αυτό το πρόβλημα της πιεστικής αντιμετώπισης της ίδιας της τέχνης και να δώσει χώρο και χρόνο στην κατεύθυνση αυτή, είμαι βέβαιος ότι τα αποτελέσματα θα είναι ακόμα καλύτερα. Έχω δει πολύ καλές δουλειές, έχω δει όμως και δουλειές που με έχουν απογοητεύσει και οφείλονται όχι τόσο στο υλικό, όσο στο γεγονός ότι προφανώς έχουν γίνει κάτω από όχι ευνοϊκές συνθήκες.


Ποιο είναι το ρεπερτόριο του ΘΟΚ για τη φετινή σεζόν;


Ήταν μια χρονιά λίγο περίεργη, γιατί και λόγω των περσινών εντελώς απροσδόκητων γεγονότων και λόγω του ότι κάποιες παραστάσεις δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους και κάποιες άλλες δεν ξεκίνησαν καν, είχαμε μια μεικτή χρονιά φέτος. Ξεκινήσαμε με επαναλήψεις: Ήδη ολοκληρώθηκαν τα «170 τετραγωνικά», ήταν μια πολύ καλή στιγμή του ΘΟΚ και μία άλλη τέτοια πολύ καλή στιγμή του ΘΟΚ επιστρέφει στην Κεντρική σκηνή, το «Πράγματα δικά μου, αληθινά», που επίσης δεν έκανε ολόκληρο τον κύκλο του και αισθανόμαστε ότι υπάρχουν ακόμα θεατές που περιμένουν να το δουν. Επίσης στη Νέα σκηνή ήταν έτοιμο να ανέβει και θα ανέβει τώρα, το τελευταίο έργο του Κώστα Μαννούρη, που σκηνοθετεί ο Μάριος Μεττής, «Η πρόσοψη», όπως επίσης ανέβηκε και στις Αποθήκες ένα έργο που δεν είχε προλάβει να ανέβει, για έφηβους θεατές και όχι μόνο, το «Ήχος από κόκκαλα που σπάνε», ενώ θα επαναφέρουμε και «Το παράδειγμα του Δρα. Κόρτσακ», από τον Ιανουάριο στις Αποθήκες. Αυτά λοιπόν είναι έργα που έρχονται σαν απότοκα της προηγούμενης χρονιάς που δεν πρόλαβαν να ολοκληρωθούν. Παράλληλα, ετοιμάσαμε για τους μικρούς μας φίλους στη Σκηνή 018 μια πολύ δροσερή παράσταση, γεμάτη μουσική και χρώματα, σε κείμενο και σκηνοθεσία του Κώστα Σιλβέστρου και μουσική της Χριστίνας Αργύρη, που είναι βασισμένη σε έργα του Αριστοφάνη και ανεβασμένη με πολλή φαντασία, χιούμορ και ανατρεπτική διάθεση. Για το δεύτερο μισό της σεζόν – που ξεκινάει ουσιαστικά τον Ιανουάριο- έχουμε προγραμματίσει εντελώς καινούργιες παραγωγές. Η Κεντρικής σκηνή θα έχει ένα αριστούργημα του 20ού αιώνα, ένα σπουδαίο έργο του συγγραφέα Άρθουρ Μίλερ, «Ο θάνατος του εμποράκου», το οποίο θα σκηνοθετήσει ο Νεοκλής Νεοκλέους και στον οποίο πρωταγωνιστικό δίδυμο είναι ο Γιώργος Μουαΐμης και η Λέα Μαλένη αλλά είναι ένα έργο έτσι κι αλλιώς σημαντικών ρόλων επομένως ελπίζουμε και σημαντικών ερμηνειών. Στη νέα σκηνή έχουμε ένα έργο πάλι ενός Κύπριου συγγραφέα και μάλιστα γραμμένο στην κυπριακή, του Αντώνη Γεωργίου, με τίτλο «Σε κρίσιμη κατάσταση», που θα σκηνοθετήσει ο Αιμίλιος Χαραλαμπίδης. Ένα έργο που αφορά τη σύγχρονη κυπριακή κοινωνία και νομίζω ότι μπορεί να απευθυνθεί ειδικά σε ένα νεανικό κοινό αλλά και γενικά σε ένα κοινό που έχει ανοικτές κεραίες. Στις δράσεις των αποθηκών θα ανεβάσουμε και μία καινούργια παράσταση πάλι με κεντρικό θέμα τα ζητήματα των εφήβων που λέγεται «The monster» το οποίο αφορά στη σχέση εκπαιδευτικού μαθητή που είναι άλλη μία διάσταση στα εφηβικά ζητήματα. Και πρέπει να πω ότι συνεχίζοντας στο εκτός έδρας θα παρουσιάσουμε στοχευμένα επίσης ένα έργο που νομίζουμε ότι μπορεί να απευθυνθεί στο κοινό που θέλουμε να πάμε, το κοινό εκτός Λευκωσίας, ένα έργο που είναι γραμμένο από ένα Ιρλανδό συγγραφέα τον Χιου Λέοναρντ, «Ντα», και είναι από το κομμένο daddy, ο μπαμπάκας δηλαδή. Πρόκειται για ένα επίσης πολύ ενδιαφέρον κείμενο για τη σχέση πατέρα γιου, ένα τρυφερό έργο βαθιά ανθρώπινο, το οποίο θα σκηνοθετήσει η Μαρία Καρσερά στο οποίο θα έχουμε τη χαρά να έχουμε κοντά μας έναν ηθοποιό που αγαπά πολύ η Κύπρος, τον Κώστα Βήχα. Υπάρχουν επίσης σκέψεις που γίνονται για κάποιες εκδηλώσεις που είναι πολύ σημαντικές και σχετίζονται με τα 50χρονα του ΘΟΚ. Ο ΘΟΚ, κλείνει μέσα σε αυτή και την επόμενη χρονιά 50 χρόνια ζωής και αισθανόμαστε την ανάγκη να τονίσουμε αυτή τη συνέχεια της ιστορίας του και της προσφοράς του μέσα από κάποια αφιερώματα, ή και κάποιες επετειακές εκδηλώσεις ή παράλληλες δράσεις που θα πραγματοποιηθούν. 


«Ο κόσμος στη θέση του» ήταν το σλόγκαν του ΘΟΚ όταν πραγματοποιήθηκε δειλά- δειλά αυτή η επανεκκίνηση του πολιτιστικού τομέα. Τελικά ο κόσμος πήρε τη θέση του;


Θα ‘λέγα με πολλή χαρά ότι ο κόσμος ανταποκρίθηκε ίσως και πάνω από τις προσδοκίες μας, ίσως και να συσπειρώθηκε με αφορμή όλα όσα έγιναν. Ο Οργανισμός και όλα τα θέατρα εξ’ όσων είδα είναι πολύ προσεκτικά και τυπικά στις διαδικασίες τους και αισθανθήκαμε παρατηρώντας την ανταπόκριση του κοινό, ότι ο κόσμος σαν να ήθελε ότι είναι εδώ κι ότι στηρίζει τις προσπάθειες που έγιναν- γιατί ξέρετε ήταν πολύ τολμηρή η απόφαση του συμβουλίου να ρισκάρει με τις καλοκαιρινές παραγωγές, οτιδήποτε θα στράβωνε θα τίναζε στον αέρα προϋπολογισμούς, οικονομικά κ.ο.κ. Ήταν γενναία η απόφαση του οργανισμού που όμως πρέπει να πω ότι στηρίχτηκε εξίσου, σχεδόν σε συγκινητικό βαθμό, από το κοινό το οποίο σεβάστηκε με τη σειρά του όλες τις διαδικασίες και αισθάνθηκε ασφαλές μέσα στους χώρους που παίξαμε. Άρα πράγματι ο κόσμος ήρθε στη θέση του και βλέπουμε ότι και με την αρχή της σεζόν συνεχίζει να είναι στη θέση του, ευχόμενοι βέβαια όλοι να μην βρεθούμε σε πολύ δύσκολες καταστάσεις στο άμεσο μέλλον.


Ποιος είναι ο ρόλος του πολιτισμού σε αυτές τις περίεργες συνθήκες που ζούμε;


Εκτός από πολιτιστικός, εκπαιδευτικός ή παιδαγωγικός είναι σχεδόν και θεραπευτικός. Ειλικρινά πιστεύω ότι αν - o μη γένοιτο -υπάρξει ζήτημα με τη δυνατότητά μας να παρακολουθήσουμε τέχνες, θα διογκωθούν ιατρικά προβλήματα, ζητήματα που σχετίζονται με την ψυχική μας υγεία. Είναι λοιπόν πολύ κρίσιμο να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε με κάθε τρόπο την επαφή μας με τον πολιτισμό.


 

Φωτογραφία: Ελένη Παπαδοπούλου