[…]
Το ότι ο γηγενής δεν συμπαθεί τον τουρίστα δεν είναι δύσκολο να επεξηγηθεί. Καθότι ο κάθε γηγενής κάθε τόπου είναι δυνητικά ένας τουρίστας, κι ο κάθε τουρίστας είναι δυνητικά γηγενής κάπου αλλού. Κάθε γηγενής σε κάθε τόπο ζει μια ζωή δυσβάσταχτης κοινοτοπίας που συνθλίβει, μια ζωή βαρεμάρας και απόγνωσης και κατάθλιψης και κάθε πράξη, καλή ή κακή, είναι μια προσπάθεια να το ξεχάσει[ς] αυτό. Κάθε γηγενής θα ’θελε να ’βρισκε έναν τρόπο να ξεφύγει, κάθε γηγενής θα ’θελε μια ανάπαυση, μια περιήγηση. Αλλά κάποιοι γηγενείς -οι περισσότεροι γηγενείς στον κόσμο- δεν μπορούν να πάνε πουθενά. Είναι πολύ φτωχοί. Είναι πολύ φτωχοί για ν’ αποδράσουν από την πραγματικότητα της ζωής τους∙ πολύ φτωχοί για να ζήσουν καλά στον τόπο όπου ζουν, εκεί όπου εσύ, ο τουρίστας, θέλεις να πας. Έτσι, όταν οι γηγενείς σε βλέπουν εσένα τον τουρίστα, φθονούν τη δυνατότητά σου να αφήσεις πίσω τη δική σου κοινοτοπία και βαρεμάρα, φθονούν τη δυνατότητά σου να μετατρέψεις τη δική τους κοινοτοπία και βαρεμάρα σε πηγή ευχαρίστησης για σένα.
(Jamaica Kincaid, A small place)
Η προσγείωση του αεροπλάνου είναι γρήγορη και ομαλή όταν φτάνεις σε νησί. Είναι λες και ο δίαυλος προσγείωσης ξεκινά από μακριά μερικά μέτρα πάνω από τη θάλασσα. Κατεβαίνεις φυσικά. «Κατέβηκα στο νησί», λένε οι Κύπριοι που καλαμαρίζουν όταν έρχονται στην Κύπρο από Ελλάδα. «Έρχονται» κι όχι γυρίζουν. Αν ένιωθαν ότι απουσίαζαν κι απλώς επέστρεφαν, δεν θα έλεγαν «κατέβηκα». Το «κατέβηκα» υποδηλώνει «για λίγο». Πήγα και ήρθα. Η βάση μου είναι αλλού. Το νησί έτσι παύει να είναι χώρα και γίνεται διάλειμμα, τοπικά και χρονικά. «Θα κατέβεις Ελλάδα;», λένε οι Έλληνες του Βερολίνου όταν θα πας Ελλάδα για διακοπές ή για μια δουλειά. «Κατεβαίνω» δεν υποδηλώνει μόνο προσωρινότητα αλλά και εξαιρεσιμότητα. Ό,τι γίνεται στο νησί όπως γίνεται στο νησί είναι εξαιρετικό: σεξ, πάρτις, μακριοί ύπνοι, μακροβούτια, κοψίδια, κοψίδια στη σχάρα, παρέα με μια γατούλα που φίλεψες και την ταΐζεις turkey ham· κανείς δεν επιστρέφει με τουριστικές πτήσεις κουβαλώντας ψωρόκαττους. Τα νησιά είναι τόπος εξαίρεσης. Ό,τι γίνεται στο νησί μένει εκεί. Στα νησιά συμβαίνουν συμβάντα αλλά όχι η ιστορία. Τα νησιά είναι εκτός ιστορίας. Η ιστορία γίνεται από ένα σημείο μηδενικής γωνίας προοπτικής. Τα νησιά είναι όλο καντούνια. Ό,τι γράψεις για ένα νησί θα είναι μυθοποιία προσωπική. Εκτός κι αν είσαι ο Durrell. Εκπρόσωπος, πράκτορας, σπουδαίος συγγραφέας, avant garde ή πισωγλέντης μιας αυτοκρατορίας. Έστω ένας δραγομάνος. Οι τουρίστες των τουριστικών πτήσεων δεν καταγράφουν την ιστορία των νησιών. Ροκανίζουν το συμβάν της δικής τους ανάπαυλας από την ανία. Tυχόν υπολείμματα, ακόμη κι αν διπλοτυλίχθηκαν με ευλάβεια εργατικής τάξης για οικονομία σε χαρτομάντηλα που γράφουν I-LOVE-THIS-ISLAND, θα πρέπει να απορριφθούν πριν το gate. Έχουν αυστηροποιηθεί οι κανόνες για excess weight. Βελούδινα όμως. Άνθρωπος του Βιτρούβιου σε όλες τις στάσεις, οι «madam stay still» ανακεφαλαιώνουν τις συνοδευτικές σημειώσεις του Λεονάρντο ντα Βίντσι, για να σαρωθείς. Κατ’ ακρίβεια, δεν θα σου πει κανείς «πέταξέ το». Θα σου ειπωθεί «it must be disposed». Όχι να το πετάξεις αλλά να το απαλλαγείς. Φεύγεις όπως ήρθες, απ’ το νησί δεν επιτρέπεται να γυρίσεις με βαρίδια. Υποψιάζομαι ότι οι ποντίκες των αεροδρομίων έχουν μεταλλαχθεί· διαβιούν τρώγοντας αντηλιακές κρέμες, colgate, estée lauder και wine-from-here.
Πρώτα είδα τις υπέροχες αγελαδίτσες. Άλλες μπεζ κι άλλες καφέ. Όπως την καφετούα που είχε η μάνα μου όταν ήταν μικρή. Ήθελα να πω στον οδηγό του ταξί να σταματούσε να ’βγαζα μια φωτογραφία. Μια αγελαδίτσα. Ντράπηκα ότι θα με περνούσε για χαζή τουρίστρια. «Κολαστήριο ζώων στην Κω. Σκελετωμένες και νεκρές αγελάδες σε απάνθρωπες συνθήκες», έγραφαν οι τίτλοι ειδήσεων το 2022. «Οι κτηνοτρόφοι βρίσκονται αντιμέτωποι με πλημμελήματα παρά το γεγονός ότι τα ζώα πέθαιναν από ασιτία – Εισέπρατταν κανονικά τις επιδοτήσεις ενώ τα ζώα βασανίζονταν στην 'κτηνοτροφική μονάδα' τους». Κάτω από τον ήλιο, μέσα στο ψύχος, χωρίς νερό, χωρίς ίσκιο, οι αγελαδίτσες ήταν σιοινιασμένες. Στα νησιά εισρέουν επιδοτήσεις. Αρκούν μόνο για να τους γελάς. Σκηνοθετώντας εγκληματικά.
Περάσαμε από το Πυλί που βγάζει τα λαχανικά όλης της περιοχής, τρεχούμενο νερό, πολύ, από του βουνού την πηγή.
Να, μου ’δειξε παρακάτω, εκεί είναι «η Δομή». Πρόλαβα και είδα από μακριά τα κουτιά. Είναι εκεί που είναι εκείνοι «οι Πακιστανοί» που ήρθαν πριν χρόνια. Καμιά πεντακοσαριά. «Τώρα η Δομή είναι καινούργια. Χωρεί μέχρι και πέντε χιλιάδες». Κατ’ ακρίβεια υπήρχε μια άρρητη διαπίστωση κακοδιαχείρισης για τις αδικοχαμένες άδειες θέσεις στη Δομή. Κρίμα να κάθονται άδειες. Κατ’ ακρίβεια, το διαφημιστικό της Ελληνικής Δημοκρατίας για τη νέα Κλειστή Ελεγχόμενη Δομή αναφέρει ότι η Δομή είναι δυναμικότητας 2.140 φιλοξενούμενων. Υπήρχε στη φωνή του ένα παράπονο για κακοδιαχείριση. Το διαφημιστικό βίντεο της Δομής μπορείτε να το βρείτε στο youtube. Παίζει και μουσική στο background. Ξεκινά σαν spa music, μετά σαν lounge music που παίζει όταν περιμένεις στη σειρά να χαιρετήσεις σε γάμο σε ξενοδοχείο, και μετά κορυφώνεται και θυμίζει μουσική από την τελετή λήξης των Athens Olympics, αν την είχε γράψει ο Παπαθανασίου. «Μέσα πρέπει να είναι αλλά ανοιχτά τους έχουν και κυκλοφορούν». «Και τι κάνουν;». «Εργάζονται εδώ κι εκεί». Στα χωράφια. Στο Πυλί. Και στις αγελαδίτσες.
Αριστερά ήταν το Μαρμάρι. Μύριζε πια θάλασσα. «Να εκεί», και μου ’δειξε πέρα, πιο βαθιά προς τον ορίζοντα, «εκεί είναι οι Αλυκές». «Α, …εκεί!». Εκεί που βρέθηκε το πτώμα της βιασμένης και στραγγαλισμένης Anastazia από την Πολωνία. Κατ’ ακρίβεια μόνο οι γηγενείς το λένε «Αλυκές». Στους χάρτες πια αναφέρεται ως «Υδροβιότοπος Αλυκές-Τιγκάκι». Στις ειδήσεις για την ανεύρεση του πτώματός της δεν αναφέρθηκε ο τόπος ανεύρεσης ως «Υδροβιότοπος», υποθέτω μια ζώνη Natura πρέπει να προστατεύεται και υπερβατικά, αν θα προστατεύεται οικολογικά. Ούτε «Αλυκές-Τιγκάκι» ειπώθηκε. Υποθέτω είναι πρέπον το όνομα μιας παραλίας τόσο όμορφης με καθαρά νερά και άσπρη άμμο και βραβευθείσας με γαλάζια σημαία και τόσο τουριστική να μην συνδέεται με τον τόπο που βρέθηκε σε αποσύνθεση το σώμα μιας βιασμένης όμορφης, νέας, ξανθιάς Ευρωπαίας κι ο τόπος όπου απαλλάγηκε το σώμα που βίασε και σκότωσε ένας μπαγκλαντεσιανός βιαστής, δολοφόνος, μαυριδερός μετανάστης.
Μαύρος μόχθος στα χωράφια στο Πυλί, μαύρος μόχθος και στη λάντζα στο Τιγκάκι. Οι γηγενείς λένε «κάτι πρέπει να γίνει».
Ίσως κάτι πρέπει να γίνει και με τα κόκαλα των Ιταλών αξιωματικών που εκτελέστηκαν στο Τιγκάκι το 1933 υπό τις διαταγάς του στρατηγού Φρίντριχ-Βίλχελμ Μύλλερ, αφού θεωρήθηκαν προδότες δείχνοντας αντίσταση, μαζί με τους πεντέμισι χιλιάδες Εγγλέζους στρατιώτες που έσπευσαν να αναχαιτίσουν τους Γερμανούς, στη γερμανική εισβολή στο νησί (οι Εγγλέζοι ξαναγύρισαν μετά την κατοχή, μετά το πλιάτσικο, ως κυβερνώντες). Κάποιων Ιταλών τα κόκαλα μουλιάζουν ακόμη εκεί. Δεν δικάστηκε τέτοιο έγκλημα πολέμου. Ίσως στο Τιγκάκι να μουλιάζουν κι άλλα κόκαλα, κόκαλα ζωντανών, από πιο πριν, τότε που οι γηγενείς δούλευαν στα αλοπήγια της ιταλικής εταιρείας «Compagnia Commerciale Italiana per l’Egeo». Πίσω από τα εστιατόρια μουλιάζουν και οι καρδιές των γηγενών ιδιοκτητών, συρρικνωμένη και φέτος η τουριστική σεζόν. Πώς να βγάλεις τον χρόνο με δυο μήνες δουλειάς, όσα όπα κι αν πεις, όσες φορές κι αν πάρεις ταπεινωμένος την τσιπούρα πίσω στην κουζίνα για να φέρεις μιαν άλλη «yes sir, I’m sorry sir» στα κωλόπαιδα που προσάραξαν με γιοτ και δεν τη βρήκαν καλοψημένη.
Το βράδυ Ευρωπαίοι πίνουν αμίλητοι civilized κοκτέιλς στα μπαράκια, σκέφτονται ίσως το τρίο να ζωντανέψει τον γάμο τους. Οι Ισραηλίτες είναι καλοί πελάτες. Από το Bodrum έρχονται καθημερινά καϊκάκια, χιλιάδες, θέλουν serenity που δεν βρίσκουν πια στα τουρκικά θέρετρα που βρομούν εγγλέζικες μάζες.
Περίμενα για το καταμαράν παραπέρα από το λιμάνι, στη σκιά ενός γιγαντιαίου φίκου. Τέτοιους τεράστιους φίκους-δέντρα έχω δει μόνο στο Cadiz, σπουδαίος τόπος, από ’κει σάλπαρε ο Χριστόφορος Κολόμβος. Συσταρισμένοι οι Ισπανοί. Έχουν καλά κρυμμένες τις παραγκογειτονιές και τους βάλτους από όπου βγαίνουν ποντίκες και κουνούπια που τρώνε τα παιδιά των φτωχών. Αγχώθηκα μην χάσω τη γραμμή, προχώρησα να περιμένω μαζί με τους υπόλοιπους στο λιμάνι. Ντάρλα μεσημέρι. Περιμένουμε αστεγείς. Μια κυρία έχυσε τον καφέ στην τσάντα με τα φρεσκοπλυμένα, φρεσκοσιδερωμένα πουκάμισα που φοράει στη δουλειά της. Τηλεφωνά σε μια φίλη της, έτσι είπε, «πεθερούλα μου, να σ' τα φέρω να μου τα φτιάξεις;». Ένας Ρομά νάνος Ράμπο τραβολογά την ντροπαλή, σκυφτή, χοντρούλα γυναίκα του στο κουβούκλιο WC δίπλα από το εκδοτήριο εισιτηρίων των Greek Ferries για ένα γρήγορο γαμήσι στα όρθια.
«Στη χώρα τους δεν βλέπουν φως», εξηγεί ο ένας όμορφος του λιμενικού στον άλλο όμορφο του λιμενικού για τους Νορβηγούς. «Και γίνονται αυτόφωτοι», απαντά ο άλλος. Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής βασίστηκε και βασίζεται σε μια ζώνη σάρκας υπό εξαίρεση. Αυτή η ζώνη δεν είναι πια το Χονγκ Κογκ, δεν είναι η Μανίλα, δεν είναι το Τιμπουκτού, δεν είναι το Κάιρο. Τα νησιά του Αιγαίου έγιναν buffer zone. Ζωντανό κουφάρι. Μαζεύουν μύγες. And butterflies.
Τα νησιά έχουν και τα καλά τους. Δεν έχουν καλούς δημάρχους, αλλά πρόλαβαν κάτι από άλλες καλές εποχές. Η Χούντα έφτιαξε δρόμους.