Παράθυρο logo
Η σημασία της χερσονήσου του Ακρωτηρίου κατά τη Λατινοκρατία
Δημοσιεύθηκε 23.06.2015
Η σημασία της χερσονήσου του Ακρωτηρίου κατά τη Λατινοκρατία

Από την Ελληνιστική περίοδο μέχρι και τη Φραγκοκρατία και τη Βενετοκρατία, η χερσόνησος του Ακρωτηρίου, με την Αλυκή Λεμεσού και τους μεσαιωνικούς πύργους ακτοφρουράς, ήταν μια περιοχή σημαντική


Η χερσόνησος του Ακρωτηρίου, όπως μαρτυρείται σε κατάλοιπα της Ελληνιστικής, Ρωμαϊκής και Πρωτοβυζαντινής περιόδου, ήταν μια περιοχή σημαντική. Το ίδιο σημαντική εξακολούθησε να είναι και κατά τους χρόνους της Λατινοκρατίας, δηλαδή κατά τη Φραγκοκρατία και Βενετοκρατία, όπως τεκμηριώνεται από τις πηγές αλλά και από αρχειακό υλικό, το οποίο πρόσφατα έχει έρθει στο φως. Η Λίμνη ή Αλυκή της Λεμεσού, η οποία καλύπτει μια μεγάλη έκταση της ίδιας περιοχής, ήταν πηγή πλούτου τόσο για το αλάτι της όσο και ως ιχθυότοπος. Επίσης, η περιοχή Ακρωτηρίου ήταν ένας χώρος στον οποίο συλλαμβάνονταν τα κυνηγετικά γεράκια, τα οποία χρησιμοποιούσαν οι Φράγκοι βασιλείς και οι ευγενείς για τα περίφημα κυνήγια τους. Αργότερα, οι Βενετοί από τον ίδιο χώρο προμήθευαν με κυνηγετικά γεράκια τον Οθωμανό σουλτάνο και τους Οθωμανούς διοικητές της γειτονικής Καραμανίας. Επιπρόσθετα, η χερσόνησος του Ακρωτηρίου κρίθηκε από τους Βενετούς αξιωματούχους της Κύπρου ως μια περιοχή στρατιωτικής σημασίας, γι' αυτό ακριβώς είχαν εκπονηθεί μελέτες κατ' εντολή της Δημοκρατίας της Βενετίας, για να οικοδομηθεί εκεί ένα φρούριο. Επιπρόσθετα, η χερσόνησος του Ακρωτηρίου είναι εύφορη, πλούσια σε χλωρίδα και σημαντικός υδροβιότοπος. Κατά την ίδια χρονική περίοδο ήταν χώρος για ελλιμενισμό πλοίων αλλά και διεξαγωγή εμπορίου.


Η Αλυκή ή Λίμνη Λεμεσού


Στις φραγκικές πηγές αλλά και στις βενετικές, όταν αναφέρεται η Αλυκή της Λεμεσού, σχεδόν πάντοτε, μνημονεύεται ως Λίμνη της Λεμεσού, λόγω της ιδιομορφίας της και της επικοινωνίας της με τη θάλασσα. Σε έγγραφο του 1468 αναφέρεται ως λίμνη, laq de Limesson, και το ίδιο στα βενετικά έγγραφα ως Lago di Limissο. Είναι ενδιαφέρον ακόμη να σημειώσουμε ότι η εκμετάλλευση της Λίμνης της Λεμεσού υπήρξε σημαντικότατη πηγή πλούτου, όπως τεκμηριώνεται και σ' αυτή τη διαθήκη του Κύπριου μεγιστάνα Ούγου Ποδοκάθαρου, της οποίας ήταν ιδιοκτήτης κατά τον 15ο αιώνα. Η Λίμνη ή Αλυκή Λεμεσού υπήρξε κατά τη Φραγκοκρατία βασιλική ιδιοκτησία, αλλά στη συνέχεια πέρασε στην ιδιοκτησία του Ιωάννη Ποδοκάθαρου και ύστερα στον γιο του, Ούγο, λόγω των υπηρεσιών τις οποίες προσέφεραν στον Φράγκο βασιλιά της Κύπρου Ιανό. Κατά τα τέλη της Φραγκοκρατίας επί βασιλιά Ιακώβου Β΄, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Φλώριος Βουστρώνιος, η Λίμνη Λεμεσού (Lago di Limisso) είχε παραχωρηθεί μαζί με τα χωριά Πάνω Τερσεφάνου, Κάτω Κέδαρες και Άγιος Θεράποντας στον Πέτρο Ποδοκάθαρο. Όπως αναφέρεται σε έγγραφο του 1468, είχε πληρωθεί σε Βενετό έμπορο ένα χρηματικό ποσό για πολύτιμα υφάσματα, τα οποία είχε ο ίδιος προμηθεύσει τον βασιλιά Ιάκωβο Β΄. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από την εκμίσθωση της Λίμνης Λεμεσού και από εισπράξεις φόρου για το αλάτι.

Η Λίμνη Λεμεσού ήταν φημισμένη και ως ιχθυότοπος. Σύμφωνα με τους ισχύοντες τότε κανονισμούς, τουλάχιστον κατά τη Φραγκοκρατία, όπως μαρτυρείται σε πηγή, για να επιδοθεί κάποιος στην αλιεία σε συγκεκριμένο χώρο της Λίμνης Λεμεσού όφειλε να πληρώσει φόρο, την gabella, όπως ονομαζόταν. Όπως μας πληροφορεί ο Φλώριος Βουστρώνιος, η ευπαίδευτη αυτή μορφή της βενετοκρατούμενης Κύπρου, η Λίμνη Λεμεσού ήταν γεμάτη από πληθώρα ψαριών, ιδίως νοστιμότατες συναγρίδες και φημισμένες σε όλη την Κύπρο. Η Λίμνη ταυτόχρονα και ως Αλυκή υπήρξε πηγή εσόδων και για το αλάτι της, παρόλο ότι εθεωρείτο δεύτερης ποιότητας, σε σχέση με το αλάτι των Αλυκών της Λάρνακας. Το ετήσιο εισόδημα της Αλυκής Λεμεσού, στα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας στην Κύπρο ανερχόταν στα 2.000 δουκάτα.

Στις 12 Σεπτεμβρίου 1541 είχε αποφασιστεί από τις βενετικές αρχές να δοθεί άδεια ώστε να τεθεί σε δημόσιο πλειστηριασμό η εκμίσθωση της Λίμνης Λεμεσού για χρονική περίοδο είκοσι ετών. Ένα μέρος από τα χρήματα της εκμίσθωσης, σύμφωνα με σχετική απόφαση, θα το χρησιμοποιούσε η Δημοκρατία της Βενετίας για την κάλυψη δαπανών του Βενετού βαΐλου στην Κωνσταντινούπολη. Κατά το ίδιο έτος επίσης είχε ληφθεί απόφαση από τα χρήματα της εκμίσθωσης της Λίμνης της Λεμεσού να διατεθούν δύο χιλιάδες δουκάτα για την αποστολή μελών του ελαφρού ιππικού στις βενετοκρατούμενες περιοχές της Ανατολής.


Κατά τον Νοέμβριο του έτους 1541, μετά από πλειστηριασμό, η Λίμνη Λεμεσού εκμισθώθηκε στον ιππότη της Κύπρου Alvise Κορνάρο, γιο του αείμνηστου Λουκά. Πρόκειται για τον ιδιοκτήτη της Επισκοπής της Λεμεσού του οποίου οι πρόγονοι κατά τον 14ο αιώνα είχαν αποκτήσει το εν λόγω φέουδο και άρχισαν να ασχολούνται με την καλλιέργεια ζαχαροκάλαμου, δίνοντας νέα ώθηση για επέκταση και βελτίωση της παραγωγής της ζάχαρης. Ο Alvise Κορνάρος είχε εκμισθώσει τότε τη Λίμνη Λεμεσού για είκοσι χρόνια. Το 1557, όταν ακόμη η οικογένεια των Κορνάρων της Επισκοπής εξακολουθούσε να εκμεταλλεύεται με εκμίσθωση τη Λίμνη Λεμεσού, είχε περάσει από εκεί και ο Λεονάρδος Dona, ένας μετέπειτα δόγης. Έτσι στο χειρόγραφό του σημειώνει σχετικά ενδιαφέροντα στοιχεία. Η Λίμνη Λεμεσού, όπως ο ίδιος γράφει, απέχει δύο λεύγες από την πόλη της Λεμεσού προς το Ακρωτήρι και έχει περίμετρο περίπου οκτώ με εννέα μίλια και βάθος, σε μερικά σημεία, τρία, τέσσερα, πέντε ή και έξι passa. Παρεμπιπτόντως αναφέρουμε ότι ένα passo αντιστοιχεί με πέντε πόδια. Το στόμιο της λίμνης βρίσκεται στα ανατολικά και έχει πλάτος τρία passa και βάθος ένα και μισό, ενώ στη συνέχεια σε απόσταση δύο βολών (επακριβώς δεν μπορεί να υπολογιστεί η απόσταση) η λίμνη είναι τόσο αβαθής, που δεν μπορεί να μπει στα νερά της κανενός είδους βάρκα. Επίσης ο Λεονάρδος Dona αναφέρεται και στην πλημμυρίδα και άμπωτη που επισυμβαίνει στη λίμνη.

Ο χώρος της Αλυκής αποτελούσε κατά το παρελθόν, όπως και σήμερα, έναν σπουδαίο υδροβιότοπο και ήταν ένας θαυμάσιος χώρος για κυνήγι. Εξάλλου από την περιοχή Ακρωτηρίου τόσο επί Φραγκοκρατίας όσο και επί Βενετοκρατίας, όπως προαναφέραμε, και συγκεκριμένα στο χωριό Ακρωτήρι, συγκεντρώνονταν κυνηγετικά γεράκια, τα γνωστά φαλκόνια, και συλλαμβάνονταν από ειδικούς και εκπαιδεύονταν για τα κυνήγια. Το 1559, σύμφωνα με μια πηγή κατά τη Βενετοκρατία, το Δημόσιο Ταμείο της Κύπρου από τα φαλκόνια που συλλαμβάνονταν στο Ακρωτήρι είχε ένα εισόδημα το οποίο ανερχόταν στα 1.230 δουκάτα.


Ένα φρούριο στο Ακρωτήρι


Στην περιοχή Ακρωτηρίου υπάρχουν κατάλοιπα μεσαιωνικών πύργων ακτοφρουράς, τα οποία είχαν οικοδομηθεί για την αναγκαία προστασία του χώρου. Το 1540 η βενετική Σύγκλητος απέστειλε στην Κύπρο τον Alvise da Ponte να διερευνήσει την περιοχή Ακρωτηρίου και να ετοιμάσει έκθεση κατά πόσο θα μπορούσε να οικοδομηθεί εκεί ένα φρούριο. Το 1558, μετά από αίτημα της Κοινότητας της Λευκωσίας προς τις βενετικές αρχές, που ισχυρίζονταν ότι σε καιρούς έκτακτης ανάγκης η Αμμόχωστος δεν θα ήταν ικανή να προσφέρει άμυνα σε όλους, ετοιμάστηκε ένα σχέδιο για οικοδόμηση ενός μεγάλου φρουρίου, στην περιοχή Ακρωτηρίου, στις νότιες ακτές της Κύπρου. Τότε, ο επιφανής στρατιωτικός μηχανικός Ιωάννης Ιερώνυμος Sanmicheli, σύμφωνα με σχέδιο Βενετών εμπειρογνωμόνων, προγραμμάτισε να οικοδομήσει στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου, κοντά στο Ακρωτήριο Κάβο Γάτα, μια οχύρωση με δώδεκα προμαχώνες και με περίμετρο τρία μίλια, με προβλεπόμενο ύψος δαπάνης 100 χιλιάδων δουκάτων. Στο ακρωτήριο Κάβο Γάτα υπήρχε οπωσδήποτε λιμενίσκος ή αγκυροβόλιο, για να αποφασισθεί η οχύρωση του χώρου. Το έργο τελικά δεν πραγματοποιήθηκε και ο ίδιος ο Sanmicheli το επόμενο έτος πέθανε από ελώδη πυρετό στην Aμμόχωστο. Στο Κρατικό Αρχείο Βενετίας σώζεται μια έκθεσή του Sanmicheli στην οποία καταγράφονται οι δυσκολίες τις οποίες θα αντιμετώπιζε, όπως έγραφε, για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου έργου. Επίσης, για την οικοδόμηση ενός φρουρίου στο ακρωτήριο Κάβο Γάτα αναφέρεται και μια άλλη έκθεση του στρατιωτικού μηχανικού Ercole Martinengo, o οποίος οικοδόμησε στην Αμμόχωστο τον προμαχώνα που φέρει το όνομά του.


Η περιοχή Ακρωτηρίου κατά την ίδια εποχή ήταν διάσημη και για τις δύο μονές της, αυτήν του Αγίου Νικολάου των Γάτων που λειτουργεί και σήμερα, καθώς και της Παναγίας του Στύλου (Sancte Marie de Stilo). Η μονή της Παναγίας του Στύλου, στο Ακρωτήρι, αναφέρεται σε παπική βούλα του 1243. Οι πηγές είναι πλούσιες για τις δύο μονές αλλά ιδιαίτερα για τη μονή του Αγίου Νικολάου, η οποία συνδέεται με θρύλους και παραδόσεις που σχετίζονται με την Αγία Ελένη και τις γάτες που εξολόθρευσαν πληθώρα φιδιών που τότε μάστιζαν τη μεγαλόνησο.

Οι πρώτες επιθέσεις των Οθωμανών για κατάληψη της Κύπρου έπληξαν τη χερσόνησο Ακρωτηρίου και τη Λεμεσό. Ο στόλος των Οθωμανών αποβιβάστηκε πρώτα στη Λάρα της Πάφου και ακολούθως στο Κάβο Γάτα, στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου. Αφού πρώτα λεηλάτησαν, ύστερα έκαψαν το μοναστήρι του Αγίου Νικολάου των Γάτων και άλλα γύρω χωριά της Λεμεσού, όπως αναφέρεται και στον γνωστό Θρήνο της Κύπρου.

Στο Ακρωτήρι υπάρχουν ερείπια της εκκλησίας της Αγίας Ιφιγένειας και πρέπει μάλλον να πρόκειται για τον μόνο χώρο στην Κύπρο στον οποίο τιμάται αυτή η σχεδόν άγνωστη αγία... Στις όχθες επίσης της Λίμνης της Λεμεσού και στο αμμώδες έδαφός της είχα δει κάποτε πλατύφυλλους ξινιάτους και ανθισμένα κρίνα της άμμου... Θυμήθηκα τότε το Ριζοκάρπασο της χερσονήσου Ακροτίκης και την Αμμόχωστο...