“Φαντάζεστε τι εννά γινεί; Για κάθε απόφαση στο Υπουργικό εννά έχουν βέτο! Τζαι άμα εν τα βρίσκουν οι υπουργοί, εννά πααίννουμε δικαστήριο! Τζαι εννά έσιει έναν δικό μας τζαι έναν δικό τους δικαστή, τζαι εννά φκάλλουν απόφαση με κλήρωση!”.
Ο άντρας που δεχόταν τις υπηρεσίες του παρπέρη είχε διαβάσει κάποτε κάποια δήλωση του Νικόλα Παπαδόπουλου και είχε αποφασίσει εδώ και πάρα πολύ καιρό ποια θα ήταν η μορφή της επιδιωκόμενης λύσης. Δεν είδε ούτε τις συνεντεύξεις του Μαυρογιάννη, δεν έψαξε τις ειδήσεις στο διαδίκτυο, και εννοείται δεν άνοιξε ποτέ “Πολίτη” για να δει την άλλη πλευρά.
Από την άλλη άκρη του κουρείου, ένας νεαρός που περίμενε προσπαθούσε να εξηγήσει τις πρόνοιες που δεν είχε καταλάβει σωστά ο συνομιλητής του. Ότι, ας πούμε, το να χρειάζεται μια τουλάχιστον ψήφος ενός υπουργού μιας κοινότητας δεν σημαίνει απαραίτητα πως όλοι οι Τ/Κ θα ψήφιζαν με τον ίδιο τρόπο. Και πως θα ήταν και κίνητρο ακόμα και για κάποιους να συνεργάζονται ενάντια στους “δικούς” τους. Πόσω μάλλον αν όλο το Υπουργικό έχει διοριστεί από δύο συμπροέδρους εκλελεγμένους από κοινού από τον κόσμο, με το ίδιο πρόγραμμα.
Ή ότι ας πούμε το Ανώτατο Δικαστήριο θα ήταν η έσχατη λύση στην οποία θα κάνουμε τα πάντα να μην φτάσουμε. Και πως η κλήρωση δεν αφορά καν το δικαστήριο πλέον και πως δεν είναι ακριβώς έτσι.
Ο σύντομα κουρεμένος είχε πάρει τις αποφάσεις του, είχε διαλέξει ομάδες και φίλτραρε τις νέες πληροφορίες βάσει της πολιτικής κλίκκας που διάλεξε. Και όταν η συζήτηση έφτασε σε αδιέξοδο, ο κουρεμένος έχανε σιγά – σιγά τα επιχειρήματα.
“Ε, εντάξει, αλλά εν θα μας κυβερνά η Τουρκία;”.
Αυτό ήταν το τελευταίο επιχείρημα, παντός καιρού. Οι υπόλοιποι θαμώνες του κουρείου και ο παρπέρης δεν ήξεραν πώς να διαχειριστούν το λογικό άλμα βάσει του οποίου η όποια εξουσία σε έναν Τ/Κ δίνει δικαιώματα λήψης αποφάσεων στην τουρκική κυβέρνηση. Λες και, είπε ένας, άμα υπάρχει Αρμενοκύπριος υπουργός, τότε ακολουθεί τις οδηγίες της κυβέρνησης στο Γερεβάν.
“Είδετε το ματς εψές;”, άλλαξε την κουβέντα ο παρπέρης. Και μετά το σιωπηρό βέτο που έθεσε ο παρπέρης στη συνέχιση της συζήτησης, τα πνεύματα ηρέμησαν.
