Ουράνωση στην κυπριακή διάλεκτο

ΠΑΡΑΘΥΡΟ Δημοσιεύθηκε 30.5.2022

Έχετε ποτέ αναρωτηθεί γιατί στην κυπριακή λέμε έχουμεν, αλλά έσ̆ετε; Είχα, αλλά είσ̆ες; Γιατί υπάρχουν αυτές οι εναλλαγές μεταξύ των συμφώνων χ και σ̆ στην κλίση του ρήματος έχω; Για αυτή την... αναστάτωση υπεύθυνο είναι ένα γλωσσικό φαινόμενο που ονομάζεται ουράνωση ή ουρανικοποίηση.


Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Στην ελληνική γλώσσα αυτό που ακούμε ως χ πραγματώνεται στον προφορικό μας λόγο με δύο διαφορετικά σύμφωνα: αν δοκιμάσετε να επαναλάβετε λίγες φορές ένα ζεύγος λέξεων όπως αντέχω - αντέχεις, πολύ γρήγορα θα διαπιστώσετε ότι τα χ που αρθρώνετε σε αυτές τις δύο λέξεις δεν είναι τα ίδια: το πρώτο είναι λίγο πιο «βαθύ», ενώ στο δεύτερο παράγεται ένας πιο «οξύς» ήχος που μοιάζει με συριγμό. Μάλιστα το πότε θα εμφανιστεί ο κάθε ένας από αυτούς τους φθόγγους καθορίζεται αυστηρά από το περιβάλλον τους: πριν από τα φωνήεντα [a, ο, u] (στη γραφή δηλώνονται με τα <α, ο, ω, ου>· εδώ θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι με ορθογώνιες αγκύλες δηλώνουμε ήχους, όχι γραφήματα) εμφανίζεται πάντα το πρώτο χ (χαρά, χορός, αχούρι), το οποίο στη γλωσσολογία ονομάζουμε υπερωικό και αναπαριστούμε ως [x]· πριν από τα φωνήεντα [e, i] (<ε, αι, ι, η, υ> κτλ.) εμφανίζεται πάντα το δεύτερο χ (χέρι, χήρα), το οποίο ονομάζουμε ουρανικό και αναπαριστούμε ως [ç].

Με βάση τα προαναφερθέντα είμαστε σε θέση να προτείνουμε έναν κανόνα που συμβατικά ονομάζουμε Ουράνωση Ι: «Το υπερωικό [x] τρέπεται σε ουρανικό [ç], αν μετά από αυτό υπάρχει φωνήεν [e] ή [i]». Αυτός είναι ένας αυτόματος κανόνας της ελληνικής γλώσσας, τον οποίο κατακτούν με φυσικό τρόπο όλα τα παιδιά που μιλούν την ελληνική ως μητρική γλώσσα. Η εφαρμογή του κανόνα αυτού επεκτείνεται και σε άλλα σύμφωνα της ελληνικής, όπως το κ και το γ: πριν από τα φωνήεντα [a, ο, u] πραγματώνονται αντίστοιχα ως υπερωικά [k] (καλός, ακούω) και [ɣ] (γάλα), ενώ πριν από τα φωνήεντα [e, i] τρέπονται σε ουρανικά [c] (καιρός) και [ʝ] (γύρη, γέρος).

Επιστρέφουμε στην κυπριακή διάλεκτο. Γραπτές πηγές της μεσαιωνικής κυπριακής (όπως το Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά του 15ου αιώνα) μαρτυρούν ότι ήδη από τότε τα ουρανικά σύμφωνα [ç] και [c] υπέστησαν μια καινούργια τροπή, που συμβατικά θα ονομάσουμε Ουράνωση ΙΙ. Τα σύμφωνα αυτά τράπηκαν σε «παχιά συριστικά»: το χέριν έγινε σ̆έριν, ο κύρης έγινε τζ̆ύρης· με τον ίδιο τρόπο προέκυψαν και αρκετοί άλλοι τύποι της κυπριακής, όπως σ̆είλη, σ̆ηράτη, τζ̆ερίν, τζ̆αιρός κτλ. Τα «παχιά συριστικά» σ̆ και τζ̆ ονομάζονται μεταφατνιακά ή ουρανοφατνιακά σύμφωνα, και αναπαριστώνται με τα [ʃ] και [tʃ] αντίστοιχα.

Οι λόγοι εμφάνισης της τροπής των ουρανικών συμφώνων της κυπριακής σε μεταφατνιακά δεν μας είναι ακόμη ξεκάθαροι. Ωστόσο, η ιστορική γλωσσολογία και η τυπολογία των γλωσσών μας διδάσκουν ότι τροπές ουρανικών (ή φωνητικά παρόμοιων) συμφώνων σε μεταφατνιακά είναι συχνές διαγλωσσικά. Μάλιστα, πειράματα που έγιναν σε ομιλητές ξένων γλωσσών κατέδειξαν ότι τέτοιες τροπές μπορούν να οφείλονται σε αρθρωτικούς, ακουστικούς, αλλά και αντιληπτικούς λόγους. Δεν γνωρίζουμε, λοιπόν, γιατί οι ομιλητές της μεσαιωνικής κυπριακής διαλέκτου επέλεξαν να προβούν σε αυτή την αλλαγή, γνωρίζουμε ωστόσο ότι τέτοια φαινόμενα είναι αναμενόμενα διαγλωσσικά.

Η μορφή ουράνωσης που ονομάσαμε Ουράνωση ΙΙ απαντά (ή απαντούσε) και σε πολλές άλλες (κυρίως περιφερειακές) νεοελληνικές διαλέκτους, όπως η δωδεκανησιακή, η κρητική, η διάλεκτος της Μάνης, τα κατωιταλικά, η ποντιακή, η καππαδοκική. Η ευρεία κατανομή του φαινομένου εντός των νεοελληνικών διαλέκτων, αλλά και η προαναφερθείσα «φυσικότητα» ως προς την εμφάνισή του διαγλωσσικά αποτελούν ισχυρές ενδείξεις ότι η Ουράνωση ΙΙ αναπτύχθηκε ενδοδιαλεκτικά, δηλαδή χωρίς την επίδραση κάποιας ξένης γλώσσας με την οποία ήρθε σε επαφή η κυπριακή.

Απαντούμε, κλείνοντας, στα ερωτήματα που τέθηκαν στην αρχή: οι τύποι έσ̆εις, έσ̆ει, έσ̆ετε κτλ. της κυπριακής διαλέκτου προέκυψαν από την εφαρμογή δύο κανόνων: της τροπής του υπερωικού [x] σε ουρανικό [ç] πριν από τα φωνήεντα [e, i] (Ουράνωση Ι) και της τροπής του ουρανικού [ç] σε μεταφατνιακό [ʃ] (Ουράνωση ΙΙ). Εντέλει, η διαφορά του τύπου έχει της κοινής νεοελληνικής (αλλά και διαφόρων περιοχών της Κύπρου, όπως τα Κοκκινοχώρια και η βόρεια Πάφος) και του κυπριακού έσ̆ει εντοπίζεται στην εφαρμογή (ή μη) του κανόνα Ουράνωσης ΙΙ: στον δεύτερο τύπο εφαρμόζεται, ενώ στον πρώτο όχι.

Χαράλαμπος Χριστοδούλου, Γλωσσολόγος, ΥΠΠΑΝ

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ