Το καινούργιο γεννιέται όταν δεν μας νοιάζει τι σκέφτονται ή τι λένε οι άλλοι για εμάς.
Βγήκε από το στόμιο της σπηλιάς σκυφτός κι έλεγξε τον περίγυρο αναζητώντας νυχτερινά ίχνη, πατημασιές ανθρώπων ή ζώων. Ίσιωσε την κυρτή πλάτη και ρούφηξε τον αέρα διυλίζοντας τις οσμές. Στην εκπνοή η ανάσα του έγινε ένα με την πρωινή πάχνη. Το τοπίο ολόγυρα άχνιζε θολό κι ολόδροσο, στο βάθος της εικόνας ο απέραντος ουρανός λιχνιζόταν ηδονικά στη σφριγηλή σάρκα της φύσης. Αν είχαν γεννηθεί οι λέξεις ίσως σκεφτόταν, «Θεέ μου, σε τι θαύμα με έφερες», όμως οι συνειρμοί και οι θεοί δεν είχαν πάρει ακόμα θέση στον πρωτόγονο νου του. Ήταν θέμα χρόνου. Για την ώρα, στα αγύμναστα κύτταρα του εγκεφάλου του υπήρχαν μόνο κραυγές· ερωτηματικά σκοτεινά και απροσδιόριστα.
Σκαρφάλωσε στη ράχη του βράχου αναζητώντας, όπως κάθε πρωί, τη γούβα με το νερό. Στάθηκε για λίγο πάνω της, παρατήρησε το τραχύ πρόσωπο στην αντανάκλαση, κι έπειτα βούτηξε βαθιά τις χοντροκομμένες παλάμες. Τις έκλεισε, τις γέμισε και ήπιε. Και καθώς έπινε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή αντιλήφθηκε ότι οι κλειστές χούφτες και η γούβα είχαν το ίδιο σχήμα. Έκπληκτος από την ανακάλυψη άφησε το νερό να χυθεί κι αφοσιώθηκε στη φόρμα των άδειων χεριών. Τα ένωνε και τα χώριζε ξανά και ξανά. Κι όσο οι κυρτές παλάμες επιβεβαίωναν την ομοιότητά τους με το βαθούλωμα, κάποιο ακίνητο τμήμα του εγκεφάλου του άρχισε να περιστρέφεται συσχετίζοντας όσα μέχρι τότε έμεναν ασυσχέτιστα. Κι όταν οι συγκρίσεις καταστάλαξαν, έγιναν εικόνα, μια πρωτόγνωρη παρόρμηση, κάτι σαν ποδοβολητό στο στήθος τον έσπρωξε κάτω απ’ τον βράχο και κύλισε αναζητώντας μια πέτρα, ένα λιθάρι όμοιο με τη γούβα και τις χούφτες του. Κι όταν το βρήκε, έβγαλε κραυγές ίδιες με εκείνες των γυναικών στη γέννα.
Έτσι απλά, (όπως θα λέγαμε σήμερα), ανακαλύφτηκε το πρώτο ειρηνικό αντικείμενο: μια κοίλη ακατέργαστη πέτρα, ένας λίθινος κύλικας που αργότερα θα γινόταν γαβάθα, λοπάδα, ποτήρι να πίνει και να τρώει η ανθρωπότητα. Και γουδί, για να τρίβουν οι ζωγράφοι τα χρώματά τους.
Κι όσο ο σπηλαιόβιος εκείνος άντρας αναζητούσε πετρώματα κι οψιδιανό στα όρη και στα βουνά, στο εσωτερικό του σκοτεινού του άντρου η άσβεστη φλόγα γέμιζε τον χώρο γκριζόμαυρες σκιές γεννημένες από ρόδινες ανταύγειες. Οι γυναίκες δούλευαν, οι γέροι μηρύκαζαν θολές εικόνες γύρω απ’ τη φωτιά, ενώ τα παιδιά επινοούσαν καινούργια παιχνίδια φωνασκώντας. Ένα από αυτά, το πιο περίεργο, αποτύπωνε τις λοξές σκιές των ανθρώπων στους βραχώδεις τοίχους της σπηλιάς. Η χοντρή γραμμή του κάρβουνου σερνόταν σαν φίδι στο περίγραμμα του σχεδίου ακολουθώντας τις εσοχές και τα εξογκώματα της πέτρας. Οι φιγούρες αποκτούσαν κινήσεις, εκφράσεις άγριες ή ήρεμες ανάλογα με τις ζάρες, τις σχισμές και τα χρώματα του βράχου.
Κι απ' το σύρσιμο του κάρβουνου στο πέτρωμα η σιωπή της τέχνης διασαλεύτηκε. Κι απ’ το παιχνίδι ενός παιδιού στον πλακούντα της γήινης μήτρας γεννήθηκε η πρώτη απεικόνιση ανθρώπινου πλήθους.
Πολλούς αιώνες αργότερα, στην Κόρινθο, η όμορφη κόρη του Σικυώνιου κεραμέα Βουτάδη ζωγράφιζε σε λευκό τοίχο το προφίλ του αγαπημένου της που ετοιμαζόταν να μεταναστεύσει σε άλλη χώρα. Η θλίψη οδηγούσε αργά το τρυφερό χέρι, ο γραφίτης αγκάλιαζε με αγάπη το περίγραμμα της κεφαλής του νέου, όμως η επίπεδη σκιά αδυνατούσε ν’ αποτυπώσει τα χαρακτηριστικά του προσώπου. Ο τεχνίτης είδε το σχέδιο και για να την ευχαριστήσει γέμισε το περίγραμμα με άργιλο πλάθοντας το πορτρέτο ρεαλιστικά, κι όταν ο άργιλος στέγνωσε, τον έψησε μαζί με τα άλλα κεραμικά του. Έτσι λοιπόν, αυτός ο Βουτάδης ο Σικυώνιος ανακάλυψε πως να φτιάχνει κανείς ομοιώματα από πηλό. Και λένε ότι αυτό το ομοίωμα το φύλαγαν στο Νυμφαίο μέχρι που ο Ρωμαίος στρατηγός Λεύκιος Μόμμιος Αχαϊκός, ακολουθώντας τις εντολές της Συγκλήτου και την άγνοια του επαγγέλματός του (1), κατέστρεψε συθέμελα ένα από τα μεγαλύτερα πολιτιστικά κέντρα της εποχή εκείνης, την Κόρινθο του 146 π.Χ.
«Κάποιοι υποστηρίζουν πως πρώτοι ανακάλυψαν την πλαστική στη Σάμο οι Ροίκος και Θεόδωρος πολύ πριν εκδιωχθούν από την Κόρινθο οι Βακχιάδες (περίπου το 657 π.Χ.) και ότι ο Δημάρατος που γέννησε κατόπιν στην Ετρουρία τον Ταρκίνιο, τον βασιλιά του ρωμαϊκού λαού, εγκαταλείποντας την πόλη (Κόρινθο) ακολουθήθηκε από τους πλάστες Εύχειρα, Δίοπο και Εύγραμμο, από τους οποίους διαδόθηκε η πλαστική στην Ιταλία. Επινόηση του Βουτάδη ήταν η προσθήκη μίλτου στον πηλό ή η χρήση κόκκινου άργιλου στο πλάσιμο και πρώτος τοποθέτησε στην άκρη της κεραμοσκεπής προσωπεία που από την αρχή τα ονόμασε 'πρόστυπα'. Μετά ο ίδιος έκανε και 'έκτυπα'. Από δω προήλθαν και τα ακρωτήρια των ναών. Από αυτόν οι ομότεχνοί του ονομάστηκαν 'πλάσται'».
«Αυτός όμως που πρώτος απ’ όλους έφτιαξε με γύψο το ομοίωμα ενός ανθρώπου από το ίδιο του το πρόσωπο και ανακάλυψε τη μέθοδο να χύνει κερί μέσα σε αυτό το γύψινο καλούπι και μετά να κάνει τις τελικές διορθώσεις πάνω στο κέρινο εκμαγείο ήταν ο Σικυώνιος Λυσίστρατος, αδελφός του Λύσιππου. Αυτός καθιέρωσε ακόμα να αποδίδεται η ομοιότητα, ενώ πριν από αυτόν προσπαθούσαν να κάνουν τις μορφές ωραιότερες. Επινόησε επίσης τον τρόπο να βγάζει καλούπια από τα αγάλματα και τελειοποίησε τη μέθοδο τόσο ώστε κανένα άγαλμα ή ανδριάντας δεν γινόταν χωρίς πήλινο πρόπλασμα. Αυτό δείχνει πως αυτή η τεχνική ήταν αρχαιότερη από τη χύτευση του χαλκού» (2).
Οι αιώνες, καβάλα στη ράχη των ιπποτών της Αποκάλυψης, κάλπαζαν θερίζοντας στα τυφλά τις ψυχές των ανθρώπων και των ζωγράφων, των μαστόρων εκείνων που προσπαθούσαν άλλοτε συσκεπτόμενοι κι άλλοτε φιλονικούντες να ερμηνεύσουν το αίνιγμα της ζωγραφισμένης στον τοίχο σκιάς, να λύσουν τα προβλήματα της διάρκειας και της λάμψης των χρωμάτων.
«Έτσι είχαν τα πράγματα όταν ένας ζωγράφος στη Φλάνδρα, ο Giovanni από τη Βρύγη (3), που με τις ικανότητές του έχαιρε ιδιαίτερης φήμης σε αυτή τη χώρα, δοκίμασε στη ζωγραφική διάφορα είδη χρωμάτων. Του άρεσε η αλχημεία και ανακάτωνε, όταν ετοίμαζε τα βερνίκια του και άλλα σχετικά, πολλά λάδια. Ανάμεσα σε άλλα είχε ζωγραφίσει με πολύ κόπο κάποιο έργο και το είχε ολοκληρώσει. Ύστερα του έβαλε το βερνίκι και, καθώς συνήθως, το τοποθέτησε στον ήλιο για να στεγνώσει. Επειδή όμως η ζέστη ήταν πολύ μεγάλη ή το ξύλο δεν είχε προετοιμαστεί καλά, έσκασε στα σημεία που το είχαν ενώσει. Ο Giovanni βλέποντας τη ζημιά αποφάσισε στο μέλλον να δουλεύει με έναν τέτοιο τρόπο ώστε να μην συμβεί κάτι ανάλογο. Επειδή όμως είχε βαρεθεί και το συνηθισμένο βερνίκι, όπως και τη ζωγραφική στην τέμπερα, σκέφτηκε να ανακαλύψει ένα βερνίκι που θα μπορούσε να στεγνώνει στη σκιά. Δοκίμασε πολλούς τρόπους και καταστάλαξε στο τέλος ότι το λάδι από λιναρόσπορο καθώς και το καρυδέλαιο ξεραίνονταν ευκολότερα από όλα τα άλλα που είχε χρησιμοποιήσει. Αυτά τα λάδια τα έβρασε μαζί με άλλες μείξεις και εφηύρε το βερνίκι που επιθυμούσαν ο ίδιος και όλοι οι άλλοι ζωγράφοι του κόσμου» (4).
Και πριν πεθάνει παρέδωσε το μυστικό στον Antonello da Messina. Κι αυτός με τη σειρά του στους Βενετσιάνους, κι εκείνοι στους υπόλοιπους ζωγράφους μέχρι σήμερα. Γι’ αυτό, όποιος ζωγραφίζει είτε με κάρβουνο, είτε με λάδι, καλό είναι να γνωρίζει ότι τίποτα δεν ήταν από πριν δεδομένο.
1. Η άγνοιά του φανερώνεται από γνωστή ρήση προς τους ναυτικούς που μετέφεραν τα κλεμμένα αριστουργήματα από την Κόρινθο στη Ρώμη: «Αν τα χάσετε ή τα καταστρέψετε οφείλετε να τα αντικαταστήσετε», τους είπε.
2. Πλίνιος, «35ο Βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας», επιμέλεια ύλης-σημειώσεις Αλέκος Βλ. Λεβίδης, Εκδόσεις Άγρα, 1994.
3. Jean van Eyck, 1390-1440.
4. Τζόρτζιο Βαζάρι, «Καλλιτέχνες της Αναγέννησης», μετάφραση-σχόλια Στέλιος Λυδάκης, Εκδόσεις Κανάκη, Αθήνα, 1995.
ΕΙΚΟΝΑ:Antonello da Messina. Παναγία με το Βρέφος, 1470-1471.