Γράφει ο Στέλιος Παπαγρηγορίου
Ο Πολ Γκογκέν ολοκλήρωσε το αριστούργημά του «Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;» και, γεμάτος απελπισία, αποπειράθηκε να δώσει τέλος στη ζωή του. Ένα έργο που αποτυπώνει τη ζωή, τη φιλοσοφία και τα συναισθήματα ενός καλλιτέχνη σε πλήρη σύγκρουση με τον κόσμο γύρω του.
Μόλις ολοκλήρωσε τον πίνακα που θα έμενε στην ιστορία, ο Γκογκέν βρέθηκε σε απόγνωση και αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει στα βουνά κοντά στο σπίτι του στην Ταϊτή.
«Δεν ξέρω αν η δόση του αρσενικού ήταν πολύ ισχυρή ή αν ο εμετός την εξουδετέρωσε», θα εξηγούσε αργότερα σε φίλο του. Η νύχτα που ακολούθησε ήταν γεμάτη πόνο, αλλά ο ζωγράφος έμεινε ζωντανός.
Το έργο του, μια ζωφόρος με κυματιστά μπλε και πράσινα, θερμές πινελιές καφέ και χρυσού και λάμψεις κόκκινου, ήταν η τελευταία του διαθήκη. Εκεί προσπάθησε να συνοψίσει τη δική του τέχνη, τις εμπειρίες του στην Ταϊτή, τη φιλοσοφία του και την πνευματική του αναζήτηση, προσπαθώντας να γεφυρώσει τον κόσμο των συναισθημάτων με τον κόσμο του μυαλού.
Η πραγματικότητα που συνάντησε στην Ταϊτή, όμως, ήταν σκληρή. Αντί για τον ιδανικό παράδεισο που ονειρευόταν, βρέθηκε σε μια κοινωνία πληγωμένη από ασθένειες, αλκοολισμό και αποικιακές εντάσεις. Η πολυνησιακή θρησκεία είχε σχεδόν εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από τον προτεσταντισμό και τον καθολικισμό.
Στην προσωπική του ζωή, ο Γκογκέν γνώρισε την Τεχαμάνα, ένα 13χρονο κορίτσι που του προσέφερε η μητέρα της, και την ερωτεύτηκε, ενώ στην Ευρώπη η εγκαταλελειμμένη ερωμένη του γέννησε την κόρη τους. Η φτώχεια, η μορφίνη για τον πόνο και οι απώλειες παιδιών έκαναν την απόγνωση του ζωγράφου καθημερινότητα.
Ο πίνακας «Από πού ερχόμαστε; Τι είμαστε; Πού πάμε;» δεν ήταν απλώς ένα έργο τέχνης. Ήταν μια ανθολογία μορφών, χρωμάτων και ιδεών που επαναλάμβαναν μοτίβα προηγούμενων έργων του, αφηγούμενα τη ζωή, τη δημιουργία, την πτώση, τον θάνατο και τη διαφθορά. Σημαντικότερο για τον Γκογκέν ήταν η διάθεση που απέπνεε το έργο: μια ωκεάνια ονειροπόληση, μια εμπειρία που ενεργοποιείται κάθε φορά που ο θεατής βυθίζεται σε αυτήν.
Ο ίδιος θεωρούσε ότι το χρώμα μπορούσε να εκφράσει τα πιο βαθιά συναισθήματα, σχεδόν σαν μουσική, και ότι μόνο μέσα από τις ψευδαισθήσεις και την υπεκφυγή μπορούσε να αποκαλυφθεί η αλήθεια της ζωής.
Το έργο του παραμένει μέχρι σήμερα ένας χώρος όπου η τέχνη, ο χρόνος και η ψυχή συναντώνται, αφήνοντας κάθε θεατή να δημιουργήσει τη δική του ιστορία μέσα σε ένα αιώνιο, κυλιόμενο παρόν.
Πηγή: cnn.gr
