Τις πολιτισμικές διαφορές, την προσπάθεια συμβίωσης, καθώς και τον αγώνα εξουσίας, παρουσιάζει στη δοσμένη με κοινωνικό ρεαλισμό ταινία του, «Μαρισέλ» ο Ηλίας Δημητρίου («Fish n’chips»), που είδαμε στο τμήμα «Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος» στο 66ο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Η Μαρισέλ της ταινίας, είναι μία 24χρονη μετανάστρια Φιλιππινέζα, που εργάζεται οικιακή βοηθός στο σπίτι μιας πλούσιας μεσοαστικής οικογένειας της Λευκωσίας. Το αφεντικό της θα της ζητήσει να αναλάβει τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονιών του που ζουν σ’ ένα μικρό χωριό της Κύπρου.Τα προβλήματα της Μαρισέλ αρχίζουν μόλις πατάει το πόδι της στο σπίτι των γονιών, με μια γιαγιά (Λένια Σορόκου), με προβλήματα υγείας, να προσπαθεί να τη ξεφορτωθεί από την αρχή, επιμένοντας πως δεν χρειάζεται βοήθεια παρόλο που το σπίτι, εξαιτίας των προβλημάτων με την όραση της βρίσκεται σε άθλια κατάσταση: βρόμικα κουζινικά, ψυγείο γεμάτο με λήξαντα προϊόντα και φάρμακα, μια σπασμένη καρέκλα στο μπάνιο, αιτία για να γλιστρήσει η γριά στο μπάνιο και να παραμείνει στο έδαφος για ώρες μέχρι που να την βρουν και να τη σηκώσουν. Για να τη ξεφορτωθεί, η γιαγιά της αναθέτει δουλειές μακριά από το σπίτι, να βοηθήσει τον σύζυγο στο χωράφι τους, ή μια γειτόνισσα που θέλει να καθαρίσει το δικό της σπίτι, ή ακόμη τον παπά του χωριού για να τον βοηθήσει στην εκκλησία.
Αντίθετα με τη γιαγιά, ο παππούς (Ντίνος Λύρας) από την αρχή αντιμετωπίζει με συμπάθεια και κατανόηση τη Μαρισέλ, προσπαθώντας να την προστατέψει από την ομάδα των ηλικιωμένων πελατών του καφενείου του χωριού, οι οποίοι τον κοροϊδεύουν και τον προκαλούν - σε μια σκηνή προς το φινάλε, όταν η Μαρισέλ αναγκάζεται να μπει στο καφενείο για να πάρει την αναγκαία ζιβανία για το μασάζ της γιαγιάς (που τη φορά αυτή είχε γλιστρήσει και πέσει στο δάσος), οι θαμώνες της επιτίθενται λεκτικά με βρώμικα σεξιστικά αστεία. Στις αρνητικές αντιδράσεις, την υποκρισία, τον υποβόσκοντα ρατσισμό και το παιχνίδι εξουσίας, η Μαρισέλ αντιδρά με ηρεμία αλλά και πείσμα, κάποια στιγμή και με επιθετικότητα - συμβολική γίνεται η σκηνή με το κολλημένο από την εγκατάλειψη και το χρόνο παράθυρο του δωματίου της που τελικά καταφέρνει ν’ ανοίξει.
Ο Δημητρίου έφτιαξε μια ταινία με φαντασία, φρεσκάδα, ειλικρίνεια, συχνά και με χιούμορ και ειρωνεία, με τον κοινωνικό περίγυρο, με τις παραδόσεις, τις δοξασίες, το συντηρητισμό και τις φοβίες, να κατέχει σημαντική θέση. Και με μια πρωταγωνίστρια που σε γοητεύει και σε παρασύρει με την αθωότητα και το πείσμα της.
Στους καλεσμένους φέτος του φεστιβάλ και η Ουγγαρέζα σκηνοθέτιδα Ίλντικο Ενιέντι, που μας παρουσίασε την ταινία της «Η σιωπηλή φίλη», γύρω από τη σχέση του κόσμου των φυτών με τον άνθρωπο και τις ομοιότητες και τις διαφορές ανάμεσά τους - βραβείο FIPRESCI στο πρόσφατο φεστιβάλ Βενετίας. Με τη «σιωπηλή φίλη» του τίτλου, το τεράστιο δέντρο «γκίνγκο» στον βοτανικό κήπο του στο Πανεπιστημίου του Μάρμπουργκ, να παίζει ουσιαστικό ρόλο στην ταινία. Ένα τεράστιο δέντρο, απ’ όπου, κάθε τόσο, περνούν τα τρία βασικά πρόσωπα της ταινίας, πρόσωπα που ζουν σε διαφορετικές εποχές, μέσα από τις τρεις αλληλένδετες ιστορίες που αφηγείται η Ενιέντι.
Στην πρώτη ιστορία ο νευροεπιστήμονας Τόνι Γουόνγκ, από το Χονγκ Κονγκ, έχοντας εγκλωβιστεί στο πανεπιστήμιο του Μάρμπουργκ, εξαιτίας της πανδημίας COVID-19, παρουσιάζει στους σπουδαστές του τα αποτελέσματα μιας ειδικής μελέτης του πάνω στην ασυναισθησία: το πώς η προσοχή των ενηλίκων γίνεται το «κέντρο προσοχής» εστιάζοντας σε ένα ερέθισμα κάθε φορά, ενώ τα βρέφη είναι ικανά να ασχολούνται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα.
Στην ιστορία του θα προστεθούν δύο άλλες ιστορίες, που εκτυλίσσονται στο ίδιο πανεπιστήμιο, με πρωταγωνίστριες νεαρές γυναίκες, σε δύο διαφορετικές εποχές: μία, της Γκρέτε, που ζει σε μια άλλη εποχή, εκείνη του 19ου αιώνα, και η οποία είναι η πρώτη γυναίκα σπουδαστής στο τμήμα επιστημών και η οποία, ως βοηθός ενός φωτογράφου, θα ανακαλύψει λεπτομέρειες για τα φυτά που δεν είχε φανταστεί ποτέ, και η άλλη, στη δεκαετία του ‘70, των επαναστατών και των μπίτνικς, με τη χίπισσα Γκούντουλα, μια γυναίκα βοτανολόγο, που ερευνά τη δυνατότητα των φυτών να αντιδρούν σε ερεθίσματα, να ζητά τη βοήθεια του άτολμου φοιτητή Χάνες να προσέχει και να ποτίζει το ειδικό γεράνι στο παράθυρο του δωματίου της. Οι έρευνες της αποκαλύπτουν πως το φυτό αντιδρά στην ανθρώπινη παρουσία, στο άγγιγμα και τη διάθεση.
Ελκυστική, αν και ασυνήθιστη, ακόμη και αλλόκοτη, πρόκληση, που η Ενιέντι την αποδέχεται για να προχωρήσει, με εικόνες γεμάτες ποίηση και λυρισμό, με διαφορετικά χρώματα σε κάθε ιστορία (με δυνατά, έντονα χρώματα στην ιστορία του παρόντος, με σέπια χρώματα στην ιστορία του 19ου αιώνα και κοκκώδη χρώματα στην ιστορία του 1972) για να φτιάξει το υπέροχο αυτό, γοητευτικό φιλμ, που μας μαθαίνει να κοιτάζουμε και να απολαμβάνουμε διαφορετικά την πανίδα του πλανήτη μας.
Στο φεστιβάλ και ο διάσημος διευθυντής φωτογραφίας Φρέντερικ Έλμς, συνεργάτης σκηνοθετών όπως οι Τζον Κασσαβέτης, Τζιμ Τζάρμους, Ντέιβιντ Λιντς και Ανγκ Λι, ο οποίος, εκτός από μέλος στην κριτική επιτροπή του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος, έδωσε και ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον master class. Στις ταινίες στις οποίες συνεργάστηκε με τον Ντέιβιντ Λιντς, εκτός από την ταινία έναρξης («Πατέρας μητέρα αδερφός αδερφή»), προβλήθηκε και η κλασική σήμερα «Ατίθαση καρδιά».
Μιλώντας για τη συνεργασία του με τον Λιντς, ο Ελμς τόνισε το πόσο ο ίδιος στηριζόταν στις λεπτομέρειες που ο Λιντς έδινε μέσα από τα σενάρια του («είχε όραμα», όπως ανέφερε) κι ένα τρόπο με τον οποίο αρκετές φορές κατάφερνε και μέσα από τα λάθη να φτιάχνει εξαιρετικές σκηνές. Συχνά του ζητούσε όσο και πιο σκοτεινές λήψεις. «Εξερευνώντας το σκοτάδι» όπως χαρακτήρισε τη σχέση τους. «Ο Τζάρμους», ανέφερε ο Ελμς, «θέλει να δημιουργεί νατουραλιστικές συνθήκες. Θέλει να βλέπουμε τι συμβαίνει μπροστά μας και να μην το σχολιάζει ο ίδιος. Η κάμερα παρατηρεί, δεν κρίνει. Υπάρχουν σκηνοθέτες που εξελίσσουν το σκηνοθετικό τους στιλ μέσα στα χρόνια. Και υπάρχουν και άλλοι που απλώς το τελειοποιούν, πετώντας από πάνω τους τα περιττά. Ο Τζίμ ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Το βλέμμα του γίνεται όλο και πιο καθαρό, δε θέλει καλλιγραφίες, πετά κάθε υπογράμμιση. Τελειοποιεί την απλότητα της εικόνας του».
