Παράθυρο logo
" Λύπη τις Νύχτες " | Ποιητική συλλογή του Χρίστου Χατζήπαπα
Δημοσιεύθηκε 17.02.2021
" Λύπη τις Νύχτες " | Ποιητική συλλογή του Χρίστου Χατζήπαπα

Γράφει ο Χρυσόστομος Περικλέους

.

Αναστατώθηκα κυριολεκτικά καθώς, διαβάζοντας, βυθιζόμουν στο κλίμα των ποιημάτων του Χρίστου Χατζήπαπα, λύπη τις νύχτες (Γκοβόστης 2021), ποιήματα προϊόν εσωτερικής αναστάτωσης, ανήσυχη φυσιογνωμία που είναι ο ποιητής, όπως βγαίνει σε όλο το έργο του.

.

Από το πρώτο κιόλας ποίημα, γέλως, η ανάμνηση από το παρελθόν που «τότε γελούσαμε ακόμη» χάνεται μέσα «στο ομιχλώδες μας τοπίο» όπου «μένουμε αγέλαστοι και σοβαροί / σκίτσα ταριχευμένα / ενώπιος ενωπίω». Η «σύγχρονη θλίψη» του πρώτου ποιήματος κλιμακώνεται σε εσωτερική αναστάτωση στο δεύτερο ποίημα, επιστροφή. «Μπήκε σιωπηλός / εγκαταστάθηκε στη μήτρα της μάνας του / τράβηξε μια κουβέρτα από τον καναπέ / χωρίς άδεια χωρίς μιλιά / κρύφτηκε στο σκοτεινό της μέρος».

.

Και πιο κάτω, «περιμένουν όσοι πήγανε νωρίς/ χωρίς επιστροφή. / Με γράπωσε αγκαλιά και φύγαμε. / Η τέφρα μου δεν μπορεί / περαιτέρω να ιστορήσει / καθώς αιωρείται…». Κι αμέσως μετά, «Κοιτάει για μια στιγμή στα μάτια / τον δολοφόνο του / […] Η κηλίδα του αίματος / στην καρδιά / και στο καρώ πουκά-μισο / […] το βλέμμα του όμως / εκείνο το βλέμμα». Και στο γράμμα στον δώρο Λοϊζου που ακολουθεί «οι ελιές στο όνειδος συστρέφονται / […] αντηχούν οι κουφάλες / της ψυχής το κενό / τον θρήνο / από το επερχόμενο κακό». Λίγο πιο κάτω, «φοβάμαι τα υφάλμυρα νερά / τα λαγούμια της ψυχής μας / που στέρεψαν / οι πορτοκαλεώνες όνειρο παλιό / τα πεύκα που αυτοκτονούν ομαδικά / […] οι πηγές όλες που ήξερα στερέψανε / αναιρούνται ανηλεώς / τα παιδικά μου χρόνια».

.

Το κλίμα αυτό της εσωτερικής αναστάτωσης το επιτείνει από τη μια η μνήμη εικόνων του παρελθόντος κι από την άλλη η συναίσθηση του κενού στο παρόν που βιώνει ο ποιητής –που βιώνουμε όλοι μας- και η προαίσθηση του ζοφερού μέλλοντος. Η ψυχική αναστάτωση στιγμές κορυφώνεται σε οργή καθώς η απειλούμενη απώλεια της Αμμοχώστου ανακαλεί την προδοσία. «Σακί από άχυρα / αναρριχάται κάθε βράδυ στα τείχη / […] η γδαρμένη τιμή / του Μαρκαντώνιου Βραγαδίνου / που βρυχάται / από τον Πύργο του Οθέλλου / την παραδώσατε αμαχητί κοπρίτες». Τη συνωμοσία της σιωπής γύρω από την προδοσία σπάζει, αποδρώντας από τη λογική, η γυναίκα που «κάποιοι / αλλοπαρμένη τη βαφτίζανε / σαν έλεγε / πως τους φονιάδες είδε από κοντά του Καραϊσκου / πως ήταν Έλληνες προδότες τα σκυλιά / που δώ-σανε στον Κιουταχή τη νίκη / όπως και του ανεψιού της ο φονιάς / που έφερε τους Τούρ-κους / καταμεσής του Ιούλη».

.

Ο Χρίστος Χατζήπαπας, ως γνήσιος καλλιτέχνης, παραμένει αγέραστος καθώς φυλάει ζωντανό μέσα του τον έρωτα, πράγμα που τον κρατά όρθιο μέσα στη βαθιά κρίση των πάντων που βιώνει. «Αφότου κατέπεσε / ο έρωτάς μας / το μαύρο κουτί της ψυχής μου / δεν βρέθηκε / [..] Έκτοτε / θρηνώ τον χαμό μας». Ακόμα και μέσα στο κλίμα της σημερινής πανδημίας, «Λίγο παρακάτω τη συνάντησα. / έκπληξη! […] Δεν σήκωνε φιλιά. / Κατεβάσαμε τις μάσκες - / αραχνιασμένες / μνήμες φόβου και καιρών / ρυτιδωμένες». Ή αλλού, «πηγαίνει κι έρχεται / η φωνή σου / αχολογώντας / τον πιο γλυκό ψιθυρισμό / των μυστικών ερώτων / πηγαίνει κι έρχεται / ο γλυκός σου φλοίσβος».

.

Μέσα απ’ αυτά τα ποιήματα, ο Χρίστος Χατζήπαπας πιάνει στον σφυγμό της εποχής μας, ως ο Αλεξανδρινός, «η μυστική βοή του έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων», και μεταφέρει τις δονήσεις της ψυχής του σε όσους έχουν τους ορισμένους δέκτες να συγχρονιστούν.

.