Παράθυρο logo
Ίψεν αντιναχτός
Δημοσιεύθηκε 24.03.2014
Ίψεν αντιναχτός

Γράφει ο Παναγιώτης Τυβίγγιος

Ο ΘΟΚ διατηρεί την ικανότητα να μας εκπλήσσει. Πιστέψαμε ότι δύσκολα θα μπορούσε φέτος να ανέβει κάτι χειρότερο από την επίπεδη, νωθρή, βαρετή και αμήχανη «Όπερα της πεντάρας» - μια παράσταση που πέτυχε το ακατόρθωτο: να μην αξιοποιήσει ούτε καν την ιδεώδη Τζένη [Στέλα Φυρογένη].


Και όμως! Εννέα ηθοποιοί, γενικά επαρκείς έως καλοί, εμφανίζονται αυτές τις μέρες επί της κεντρικής σκηνής όχι για να υποδυθούν, αλλά για να διηγηθούν και να «αποδομήσουν» τον «Εχθρό του λαού».


Διηγούνται οι ίδιοι περιληπτικά την υπόθεση, αλλάζουν ρόλους από σκηνή σε σκηνή, εκφέρουν περικεκομμένα αποσπάσματα του έργου, και βασικά κάνουν χαβαλέ. Ο οργανισμός ανέθεσε τη σκηνοθεσία στο πάλαι ποτέ τρομερό παιδί Νικήτα Μιλιβόγιεβιτς.


Όπως μαθαίνουμε στην παράσταση, ο σκηνοθέτης πέρασε τις μέρες του στη Λευκωσία με την Αμάλια, η οποία στο πρόγραμμα αναφέρεται ως Αμάλια Μπένετ, "συνεργάτις στη σκηνοθεσία". Έκαναν, λέει, βόλτες στη Λευκωσία και έπαιρναν ιδέες για την επικαιροποίηση του έργου. Μία από αυτές τις φαεινές ιδέες παρουσιάζεται εκτενώς στο μέσον της παράστασης. Οι ηθοποιοί κάθονται σε ένα τραπέζι και καλούνται να αποφασίσουν αν θα δεχτούν να χαριστεί το χρέος της Κύπρου, με αντάλλαγμα το θάψιμο πυρηνικών αποβλήτων στο νησί.


Ο "αυτοσχεδιασμός" αυτός, με το κακό του χιούμορ, υπερβαίνει κάθε κριτική. Οι εννέα τρώνε δάχτυλα και ψηφίζουν "βάζοντας δάχτυλο" στο "Ναι" ή το "Όχι". Η κακή απομίμηση ιθαγενούς τηλεοπτικής σειράς κάποια στιγμή διακόπτεται, με τη φθαρμένη φιγούρα του παπά να περιφέρει ωστόσο το δάχτυλο της νικώσας ψήφου στην επόμενη πράξη, όταν υποτίθεται ότι έχουμε επιστρέψει στον Ίψεν.


Κάποτε τελειώνει το δράμα [η λέξη εδώ χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά] - και προφανώς οι συντελεστές νιώθουν τύψεις για τον χαβαλέ. Αποφασίζουν λοιπόν να δείξουν κάτι σοβαρό και καταφεύγουν σε μια σκηνή που δικαιούται μια θέση στην παγκόσμια δραματουργία του κιτς: στήνονται στη σκηνή εν παρατάξει, βάζουν στα μεγάφωνα να ακούγονται τα τελευταία πέντε λεπτά εκπομπής της ΕΡΤ πριν αυτή κλείσει, και απαγγέλλουν σε ύφος υψιπετές αποσπάσματα από τον Μαντέλα, τον Γκάντι, τον Σατρ, τον Ρούσντι, τον Τσε και άλλους. Επειδή δε αυτό δεν τους είναι αρκετό, εκφωνούν ενδιαμέσως [τι θλιβερό αυτό το name dropping...] και ονόματα μεγάλων ανδρών και γυναικών - από την Υπατία και τον Τσόμσκι έως τον "Περικλή τον Αθηναίο". Μετά η αυλαία πέφτει, απολαμβάνουν το χλιαρό χειροκρότημα των αποσβολωμένων θεατών και αποχωρούν υπερήφανοι που, ως γνήσιοι αγανακτισμένοι, επιτέλεσαν όχι μόνο το καλλιτεχνικό, αλλά και ένα ύψιστο πολιτικό καθήκον.


Όμως ας σοβαρευτούμε. Τον Ίψεν μπορεί κανείς να τον διασκευάσει, να τον διακωμωδήσει, να τον επικαιροποιήσει, να τον αποδομήσει. Όλα αυτά, ωστόσο, προϋποθέτουν την ανάλογη ικανότητα - και κυρίως γνώση. Αυτό που μας παρουσίασε ο ΘΟΚ δεν περιείχε τίποτε από αυτά. Περιείχε μόνο αμάθεια, κακογουστιά, προχειρότητα - τις οποίες προσπαθούσε να επικαλύψει με ένα μείγμα γερασμένης "μεταμοντερνιάς" και αφόρητου διδακτισμού, κάνοντας εν τέλει χρήση όλων των κλισέ που θα μπορούσαν να συνοδεύσουν έναν σηκωμένο δείκτη. Το εντυπωσιακό ήταν ότι οι ταλαντούχοι ηθοποιοί [ξεχωρίζω τον Προκόπη Αγαθοκλέους] φαίνονταν να απολαμβάνουν τον διασυρμό.


Αυτό το έλλειμμα παιδείας δεν μπορεί βεβαίως να καλυφθεί από τον ΘΟΚ. Ο οργανισμός οφείλει, ωστόσο, να προστατεύσει το δυναμικό του από τέτοιες "αρπαχτές". Η νέα διοίκηση και ο νέος διευθυντής που κάποτε θα διοριστεί φαίνεται πως έχουν πολλή δουλειά μπροστά τους.


Και κάτι ακόμη, τελευταίο: τριάντα ακριβώς λεπτά μετά την ώρα έναρξης της παράστασης, οι ταξιθέτες οδηγούσαν αργοπορημένους θεατές σε θέσεις στην πλατεία, προκαλώντας όλη τη σχετική αναστάτωση. Ως δημόσιος οργανισμός, ο ΘΟΚ έχει και έναν παιδευτικό ρόλο. Αν δεν μπορεί να τον κατανοήσει και να τον επιτελέσει, ας προστατεύσει τουλάχιστον τους συνεπείς θεατές - στέλνοντας τους "καθυστερημένους" [οι οποίοι συνήθως έρχονται και με τα smartphones ανοιχτά, λαμπρύνοντας την ατμόσφαιρα] σε κάποιο απομακρυσμένο θεωρείο.