Οι λέξεις τους έπεσαν πάνω μου σαν σκοτεινή βροχή, το νερό αντί να με ξεπλύνει, με γέμισε λάσπη.
Ο Λουκιανός, στο έργο του «
Περί του μη ραδίως πιστεύειν διαβολή»(1), μας προτρέπει να μην πιστεύουμε εύκολα τον συκοφάντη, φέρνοντας για παράδειγμα μια περιπέτεια που έζησε ο γνωστός μας «παππούς» Απελλής, εξαιτίας ενός ανταγωνιστή του, του Αντίφιλου. «
Θέλω να δείξω με τον λόγο μου, σαν με ζωγραφιά, τι πράγμα είναι η συκοφαντία, από πού ξεκινά και τι αποτελέσματα φέρνει», μας λέει
διδακτικά, και η φράση «με τον λόγο μου σαν με ζωγραφιά», ανοίγει φτερά στον χρόνο και γίνεται από μόνη της προάγγελος της poesia visiva (2).
Σύμφωνα με το λεξικό,
Συκοφάντης είναι εκείνος ο οποίος κατηγορεί κάποιον ψευδώς, αποσκοπώντας τη μείωση και τη δημόσια έκθεσή του. Μοιάζει αντιφατικό, και ίσως να είναι, μιας και η πικρή λέξη
συκοφάντης συντίθεται από το γλυκύτατο
σύκο και το ρήμα
φαίνω, δηλαδή φανερώνω. Σχετικά με την προέλευσή της υπάρχουν αρκετές εκδοχές, ορισμένες από τις οποίες μας παραδίδει ο Ζηνόδωρος, γραμματικός του 2
ου αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με μια από αυτές, οι Αθηναίοι αγαπούσαν πολύ τα σύκα (και είναι κατανοητό, αν σκεφτούμε ότι εκτός από το μέλι, δεν υπήρχε ποικιλία γλυκισμάτων στην αρχαιότητα), γι’ αυτό και στις αρχές κάθε Εκατομβαιώνα, έστελναν ορισμένους από τους κατοίκους της πόλης στην εξοχή να διαπιστώσουν αν ωρίμασαν τα σύκα. Όποιος έφερνε πρώτος την είδηση, αυτός ονομαζόταν αρχικά
συκοσκόπος και αργότερα
συκοφάντης. Από εκεί έμεινε να λέγεται μεταφορικά συκοφάντης, όποιος έχωνε τη μύτη του στην ιδιωτική ζωή των άλλων, με τον ίδιο τρόπο, θα λέγαμε, που ανασκάλευε τα κλαδιά της συκιάς για να δει αν ωρίμασαν οι καρποί της.
Μια άλλη εκδοχή, ίσως η επικρατέστερη, λέει πως όταν έπεσε λιμός στην Αθήνα, ο δήμος ενέκρινε ψήφισμα με το οποίο απαγόρευε την εξαγωγή των σύκων από την Αττική. Έτσι, όποιοι βρήκαν την ευκαιρία να κατηγορήσουν άλλους άδικα ότι εξάγουν σύκα, ονομάστηκαν συκοφάντες. Ο Πλούταρχος στον Σόλωνα (24.1) αναφέρει:
«ως εκ τούτου δεν θα ήταν εντελώς απίθανο να θεωρήσει κανείς ότι έλεγαν την αλήθεια όσοι ισχυρίζονταν ότι στα παλαιά χρόνια είχε απαγορευτεί η εξαγωγή σύκων και ότι συκοφαντία είχε ονομαστεί αρχικά το να αποκαλύπτει κανείς εκείνους που έκαναν εξαγωγή σύκων».Ο Νίκος Σαραντάκος, στο ιστολόγιό του συνδέει τη λέξη σύκα με τα γεννητικά όργανα, συμπεραίνοντας ότι συκοφάντης θα μπορούσε να είναι αυτός που κατάγγελνε μοιχείες και λοιπές ερωτοδουλειές.
«Θα έλεγα ότι ο Απελλής ο Εφέσιος χρησιμοποίησε πρώτος το θέμα της συκοφαντίας για πίνακα (μας λέει ο Λουκιανός), διότι και αυτός συκοφαντήθηκε στον Πτολεμαίο ότι συμμετείχε στη συνωμοσία του Θεοδότα στην Τύρο (...) Κάποιος από τους ανταγωνιστές του στην τέχνη που ονομαζόταν Αντίφιλος, από φθόνο για την εκτίμηση του βασιλιά και από ζηλοτυπία για την τέχνη, τον κατηγόρησε στον Πτολεμαίο ότι τάχα τον είχε δει να κάθεται στο ίδιο τραπέζι με τον Θεοδότα στη Φοινίκη και να του μιλάει στο αφτί καθ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου· τέλος, δήλωσε πως η αποστασία της Τύρου και η κατάληψη του Πηλουσίου είχαν συμβεί εξαιτίας της συμβουλής του Απελλή.
Ο Πτολεμαίος, που κατά τα άλλα δεν ήταν και πολύ μυαλωμένος, αλλά είχε ανατραφεί μέσα στην κολακεία των αρχόντων, άναψε τόσο πολύ και συνταράχτηκε από την παράδοξη τούτη συκοφαντία που, χωρίς να σκεφτεί λογικά, ούτε ότι ο συκοφάντης ήταν αντίπαλος στην τέχνη, ούτε ότι ένας ζωγράφος δεν μπορεί να κάνει πολλά για τέτοια προδοσία, και μάλιστα ένας ζωγράφος που είχε ευεργετηθεί από αυτόν και είχε τιμηθεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον ομότεχνό του, χωρίς να εξετάσει ούτε καν αν ο Απελλής πήγε στην Τύρο, αμέσως έγινε έξω φρενών και γέμισε το παλάτι θόρυβο, κραυγάζοντας «τον αχάριστο, τον σκευωρό, τον συνωμότη»· και αν κάποιος από τους συντρόφους του, τους φυλακισμένους, δεν αγανακτούσε με την ξεδιαντροπιά του Αντίφιλου, δεν σπλαχνιζόταν τον δύστυχο Απελλή και δεν έλεγε ότι ο άνθρωπος δεν είχε πάρει μέρος καθόλου σε αυτά, θα του είχαν κόψει το κεφάλι και θα είχε μοιραστεί τις συνέπειες του κακού που έγινε στην Τύρο χωρίς να φταίει καθόλου.
Λέγεται, λοιπόν, ότι ο Πτολεμαίος ντράπηκε τόσο πολύ για ό,τι συνέβει, ώστε δώρισε στον Απελλή εκατό τάλαντα και του έδωσε και τον Αντίφιλο για δούλο. Ο Απελλής πάλι, έχοντας στο μυαλό τον κίνδυνο που διέτρεξε, αντιμετώπισε τη συκοφαντία ζωγραφίζοντας έναν πίνακα.
Και να πώς ήταν ο πίνακας
Στα δεξιά κάθεται κάποιος άνδρας με πολύ μεγάλα αφτιά, σχεδόν όμοια με του Μίδα, προτείνοντας το χέρι στη συκοφαντία, ενώ ακόμα στέκεται μακριά της. Γύρω του στέκονται δύο γυναίκες, η Άγνοια, νομίζω, και η Δοξασία. Από την άλλη πλευρά πλησιάζει η Συκοφαντία, γυναίκα υπερβολικά όμορφη, γεμάτη θέρμη και ενθουσιασμό, σαν να δείχνει τη λύσσα και την οργή, κρατώντας στο αριστερό χέρι δάδα αναμμένη και σέρνοντας με το άλλο από τα μαλλιά εναν νεαρό, που τεντώνει τα χέρια στον ουρανό και καλεί για μάρτυρες τους θεούς. Προηγείται άνδρας ωχρός και άσχημος, με διαπεραστική ματιά, που μοιάζει να έχει γίνει σκελετός από μακρόχρονη ασθένεια· θα μπορούσε κάποιος να εικάσει ότι αυτός είναι ο Φθόνος. Επιπλέον, τη Συκοφαντία ακολουθούν και άλλες δυο γυναίκες, που την προτρέπουν, την ντύνουν και την στολίζουν. Όπως μου είπε αυτός που μου εξηγούσε την εικόνα, η μία ήταν η Επιβουλή και η άλλη η Απάτη. Κατόπιν ακολουθούσε κάποια με εμφάνιση εντελώς πένθιμη, ντυμένη στα μαύρα, ράκος· αυτή λεγόταν, νομίζω, Μετάνοια. Αυτή λοιπόν στρεφόταν προς τα πίσω με δάκρυα και γεμάτη ντροπή έριχνε λοξές ματιές στην Αλήθεια που πλησίαζε. Έτσι, λοιπόν, ο Απελλής παρουσίασε στον πίνακα «τον δικό του κίνδυνο» από τον συκοφάντη Αντίφιλο.
Παράξενη η ζωή, μυστήριες οι σχέσεις των ανθρώπων. Κι όχι μόνο σήμερα, έτσι ήταν από πάντα. Δεν ξέρω αν ο συκοφάντης της ιστορίας μας με το να λέγεται Αντί-φίλος μας προδιαθέτει για το ήθος και τη συμπεριφορά του, όμως θα έλεγα με σιγουριά ότι κυκλοφορούν ανάμεσά μας αρκετοί και αρκετές οι οποίοι συκοφαντούν εξίσου καλά, έχοντας ονόματα αθώα, όπως για παράδειγμα, Κώστας, Χάρης, Λήδα, Μανώλης, Άγγελος, κ.λπ. (τα ονόματα που αναφέρω είναι τυχαία και ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητά).
Ο Σάντρο Μποτιτσέλι, εμπνευσμένος από την αφήγηση του Λουκιανού και έχοντας ίσως προσωπική εμπειρία (αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο), ζωγράφισε το 1494 τη
Συκοφαντία του Απελλή(3). Στον πίνακα, ο αριθμός των προσώπων καθώς και η θέση τους στη σύνθεση ακολουθούν με ακρίβεια την περιγραφή του συγγραφέα, τοποθετώντας το νέο έργο σε ενα καθαρά αναγεννησιακό αρχιτεκτονικό περιβάλλον (ο πίνακας του Απελλή είχε καταστραφεί αρκετούς αιώνες πριν από
αυτόν του Μποτιτσέλι). Διερωτώμαι, πώς, άραγε, να ήταν το φόντο στο έργο του Απελλή. Να ζωγράφισε την Αλήθεια γυμνή, με το βλέμμα υγρό, όπως έκανε ο Σάντρο; Να χάιδευαν με την ίδια λαγνεία τα αφτιά του Μίδα η Άγνοια και η Δοξασία; Πώς να έπλεκαν τα μαλλιά της Συκοφαντίας, η Επιβουλή και η Απάτη τον 2
ο αιώνα π.Χ;
Ρωτάω τις σκιές χωρίς να παίρνω απάντηση.
1. Λουκιανός άπαντα, τόμος 2
ος Εκδόσεις Κάκτος.
2. Οπτική Ποίηση. Ποιητικό κίνημα του εικοστού αιώνα με αρκετούς εκπροσώπους στην Ελλάδα όπως οι Μιχαήλ Μήτρας, Ανδρέας Παγουλάτος, Κωστής κ. ά.
3. Ο έργο βρίσκεται στο μουσείο Ουφίτσι, στην αίθουσα Μποτιτσέλι.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.