Περί παρετυμολογίας

ΠΑΡΑΘΥΡΟ Δημοσιεύθηκε 10.4.2023

Γράφει ο Ασημάκης Φλιάτουρας, επίκουρος καθηγητής Ιστορικής Γλωσσολογιας ΤΕΦ/ΔΠΘ

Πολύ συχνά ακούμε τις «γιαγιάδες» (και όχι μόνο...) να λένε γιουβαρελάκι αντί για γιουβαρλάκι και κουμπιούτερ αντί για κομπιούτερ. Και συνηθίζουμε να βάζουμε ταμπέλες στιγματισμού, όπως «αμόρφωτοι» και «καταστροφείς της γλώσσας». Έχετε μήπως αναρωτηθεί κατά πόσον λέξεις με ανάλογα φαινόμενα χρησιμοποιεί όλη η κοινότητα των ομιλητών, χωρίς να το γνωρίζει; Ας πούμε μερικά παραδείγματα: η Παναγία η Σφαγμένη είναι Παναγία η Εσφιγμένη, το κριτσίνι δεν προέρχεται από το ηχομιμητικό κριτς και το υποκοριστικό -ίνι αλλά από το ιταλικό grissino που σημαίνει ‘είδος ψωμιού’ και η πολυθρόνα δεν είναι σύνθετο από τo πολύς + θρόνος αλλά δάνειο από το ιταλικό poltrona. Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις έχει λειτουργήσει ένας αναλογικός μηχανισμός γλωσσικής αλλαγής που λέγεται παρετυμολογία. Απλώς σε άλλες περιπτώσεις το καταλαβαίνουν όσοι ξέρουν ετυμολογία και ξένες γλώσσες, ενώ σε άλλες δεν το αισθάνεται κανείς, γιατί αυτές οι αλλαγές έχουν γίνει σε παλαιότερες εποχές και έχει παγιωθεί η χρήση τους. Για παράδειγμα, το αγιόκλημα, μια λέξη που έτσι τη γνωρίζουμε όλοι, δεν προέρχεται από το άγιος και κλήμα αλλά από το αιγόκλημα ‘κλήμα της κατσίκας’. Ομοίως η λέξη νεράιδα, αν και ετυμολογείται από το Νηρηίδα (‘κόρη του Νηρέα’), στη μεσαιωνική ελληνική σταμάτησε να συνδέεται με τον Νηρέα (λόγω του χριστιανισμού, δεν ήταν πια τόσο γνωστή ως θεότητα ο Νηρέας) και μετατράπηκε σε νεράιδα παρετυμολογικά προς το νερό, λόγω της ιδιότητά της να ζει σε υγρό στοιχείο.

Τι είναι όμως η παρετυμολογία; Είναι ένα πολύ φυσιολογικό φαινόμενο που επιδρά κυρίως σε λόγιες, ξένες και δυσπρόφερτες λέξεις με βάση την ομοηχία, λ.χ. σφάλμα ολικής από σφάλμα ολκής, και πεταλίδα από το πατελίδα (< λατινικό patella ‘πιάτο’) κατά το πέταλο. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο βασικά είδη παρετυμολογίας: τη μη συνειδητή ή λαϊκή, που προκύπτει αυθόρμητα από τον «απλό εγκέφαλο» προκειμένου να κάνει τις λέξεις περισσότερο διαφανείς, δηλαδή κατανοητές και οικείες, λ.χ. το τουρκικής προέλευσης γιουβαρλάκι (< yuvarlak) παρετυμολογείται σε γιουβαρελάκι, επειδή μοιάζει με βαρέλι, και το αγγλικής προέλευσης κομπιούτερ (< computer) σε κουμπιούτερ, επειδή έχει κουμπιά. Υπάρχει όμως και η συνειδητή παρετυμολογία, δηλαδή αυτή που γίνεται με σχεδιασμό, συνήθως από περισσότερο «ενημερωμένο εγκέφαλο», και περιλαμβάνει δύο υποκατηγορίες: την παικτική, όταν συμβαίνει για λόγους κωμικότητας, και τη ρυθμιστική, όταν συμβαίνει για να εξυπηρετηθούν ιδεολογίες. Για την πρώτη περίπτωση, το καλύτερο παράδειγμα είναι τα περιβόητα «φατσέικα» του γνωστού σίριαλ «Καφέ της Χαράς», λ.χ. ο πρώτος αναμάρτητος τον λίθον μπαλέτο (αντί βαλέτω). Η δεύτερη περίπτωση όμως είναι πιο ύπουλη και μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να αποπροσανατολίσει το ευρύ κοινό και να το οδηγήσει σε ατραπούς γλωσσικής μυθολογίας…Για παράδειγμα, η ρυθμιστική παρετυμολογία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον παλαιότερα στις συστηματικές και επίσημες πρακτικές (στο Φύλλο Εφημερίδας της Κυβερνήσεως παρακαλώ) μετονομασίας ξενικών τοπωνυμίων προκειμένου να «καθαριστεί» το ελληνικό γλωσσικό τοπίο από «κακόφωνες και βάρβαρες λέξεις ξενικής καταγωγής», συνήθως τουρκικής, σλαβικής και αλβανικής προέλευσης. Συχνά όμως τα αποτελέσματα είναι άστοχα έως και κωμικά. Το χωριό Γεωργιανή στην Καβάλα είναι αποτέλεσμα μετονομασίας από το σλαβικό Gorjani ‘κάτοικοι δασώδους / ορεινού τόπου’ για ένα ορεινό τοπίο που δεν είναι καλλιεργήσιμο, και ο ημιορεινός Εχίνος στην Ξάνθη από το τουρκικό şahin ‘γεράκι’ προέκυψε με παρετυμολογία από το αρχαίο ἐχῖνος ‘αχινός’ σε ένα τοπίο όπου σίγουρα δεν θα βρει κανείς αχινούς.

Το ζήτημα όμως ζορίζει όταν αρχίζουν και κυκλοφορούν και γίνονται πιστευτές απίστευτες ετυμολογήσεις που μοχθούν να αποδείξουν ότι καθαρά δάνειες λέξεις είναι ελληνικές, λ.χ. το ιταλικό παντελόνι από το πάντα λιώνει (τι λιώνει ακριβώς δεν έχουμε καταλάβει…) και το αμίμητο μπριζόλα από το αρχαίο ἐν πυρὶ ζέει (θα θυμάστε βέβαια τον Gus Portokalos, τη δόξα του οποίου πολλοί ζήλεψαν…). Επομένως, πριν κατηγορήσουμε εμείς οι «αρχαιομαθείς» τους «αμόρφωτους» που λένε φτου, Κύριε, φυλακήν… (αντί θου, Κύριε, φυλακήν…) επειδή δεν ξέρουν την προστακτική θοῦ του τίθημι, ας σκεφτούμε μήπως πρέπει να κατηγορήσουμε τον εαυτό μας που λέει καλημαύχι αντί για καμηλαύχι (< λατινικό camella ‘ποτήρι’).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Το Άργος και η Θήβα: οι δύσκολες πόλεις

Το Άργος και η Θήβα: οι δύσκολες πόλεις

Το Άργος και η Θήβα: οι δύσκολες πόλεις