Ο Αριστοτέλης στο «Περί ζώων Μορίων» περιγράφει ένα ενδιαφέρον στιγμιότυπο σχετικό με τη ζωή του Ηράκλειτου, βάζοντάς μας να σκεφτούμε πως ο ποιητής (όπως και κάθε άνθρωπος για τον οποίο το ωραίο αποτελεί σημαντικό στοιχείο της καθημερινότητάς του), δεν αρκεί να περιβάλλεται από την άλω των λόγων και των έργων του, αλλά επιβάλλεται να είναι και αντάξιός της.
«Και με τον ίδιο τρόπο που ο Ηράκλειτος λέγεται ότι απάντησε στους ξένους που ήθελαν να τον δουν, αλλά σταμάτησαν βλέποντάς τον κατά την είσοδό τους να ζεσταίνεται στην εστία του σπιτιού του (τους παρακινούσε, λέγεται, να μπουν και να μην διστάζουν, διότι και εκεί υπάρχουν θεοί), έτσι πρέπει να προσεγγίζει κανείς χωρίς αίσθημα ντροπής την έρευνα των ζώων κάθε είδους, με τη βεβαιότητα ότι σε όλα υπάρχει κάτι φυσικό και ωραίο. Γιατί στα έργα της φύσης -κυρίως μάλιστα σ᾽ αυτά- κυριαρχεί όχι το τυχαίο αλλά η σκοπιμότητα· και ο τελικός σκοπός, χάριν του οποίου έχει κατασκευαστεί ή έχει δημιουργηθεί κάτι, ταυτίζεται με το ωραίο».
Ο τελικός σκοπός λοιπόν χάριν του οποίου υπάρχουν τα δημιουργήματα της φύσης είναι το ωραίο, και το ωραίο ορίζεται από τον τρόπο που εμείς οι ίδιοι αντικρίζουμε τα έργα της φύσης χωρίς να τα γυμνώνουμε από την ψυχή και τον μύθο που κατοικεί εντός τους. Απαλείφοντας την ασχήμια, η ομορφιά αποκτά τη σπάνια αντικειμενικότητα που της αρμόζει. Από τα ζώα έως τα τριαντάφυλλα και τους ποιητές.
Ο Κώστας Αξελός στο βιβλίο του «ο Ηράκλειτος και η Φιλοσοφία» (1), αναφερόμενος στη συνάντηση των προσκυνητών με τον Εφέσιο, σχολιάζει:
«Το περιστατικό αυτό μας δείχνει καθαρά την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στο διστακτικό και συγκεχυμένο πλήθος και στις ποιητικές χειρονομίες και κουβέντες του Ηράκλειτου. Αυτός δεν θέλει να γυμνώσει τον κόσμο από την ιερότητά του ούτε και το ίδιο του το σπίτι. Οι περίεργοι επισκέπτες απογοητεύονται βλέποντάς τον να ζεσταίνεται απλά δίπλα στο τζάκι· αυτό το οικιακό θέαμα τους αποθαρρύνει, εκείνος όμως τους παρακινεί να περάσουν μέσα χωρίς δισταγμό: το ιερό είναι παντού παρών, και το Θείον Πυρ μπορεί να διατηρεί αναμμένο ακόμα και το τζάκι ενός σπιτιού».
Αυτό το Θείον Πυρ που τρεμοπαίζει ασίγαστο στα σωθικά των αναζητητών του Ωραίου, θυμάμαι ότι το συνάντησα να καίει την ψυχή και τον νου ενός ανήσυχου ανθρώπου πριν πάρα πολλά χρόνια, στη Ρώμη. Αν και οι εικόνες από τη σύντομη, σαν αστραπή, συνάντησή μας έχουν σχεδόν χαθεί, η άλω και ο μύθος που περιέβαλαν την ύπαρξή του ζουν έντονα στη μνήμη μου. Το όνομά του για εκείνη την ημέρα ήταν Νικόλας Σαλτάς και πιθανολογώ ότι θα μπορούσε να είναι μία από τις πολλές επανεμφανίσεις του Εμπεδοκλή του Ακραγαντινού ή του ζωγράφου Δημήτρη Σπέρη. (2)
Ήταν Μάρτης του 1970 κι απολάμβανα την πρώιμη άνοιξη ξαπλωμένος σ’ ένα παγκάκι μπροστά από το μοναστήρι των PP. Passionisti. Λαγοκοιμόμουν όταν διέκοψε τη ρέμβη μου ο θόρυβος νευρικών βημάτων· έρχονταν κι έφευγαν σαν φουρτουνιασμένα κύματα. Μισάνοιξα τα βλέφαρα κι έλεγξα την κατάσταση περίεργος, ίσως λίγο καχύποπτος. Κόντρα στο φως, η επίπεδη σκιά ενός ψηλόλιγνου άντρα με άσπρη καμπαρντίνα ταλαντευόταν σαν εκκρεμές: στη μια άκρη της εικόνας έδινε γροθιές στη μεγάλη πόρτα του μοναστηριού χωρίς να του απαντάει κανείς, στην άλλη ξεσπούσε με φωνές. Ρυθμικά, σε ισόχρονα διαστήματα. Κάθε φορά που περνούσε από μπροστά μου κοιτούσε πλάγια κι όταν αντιλήφτηκε ότι -επιτέλους- κατάφερε να τραβήξει την προσοχή μου, πλησίασε διστακτικά το παγκάκι.
- Συγγνώμη, είσαστε πολύ ώρα εδώ; Μήπως είδατε αν βγήκε κάποιος μοναχός; Ξέρετε, με περίμεναν κι άργησα...
Οι λέξεις έπεφταν απανωτές, σαν το σόλο του Φίγκαρο, τα ιταλικά του ήταν ιταλικά ευπατρίδη. Πήρε ανάσα κι έδειξε τα απλωμένα κανιά μου.
- Θα θέλατε να μοιραστείτε το παγκάκι σας μαζί μου;
Ξεβολεύτηκα με κρυμμένη δυσφορία, η ευγένεια με υποχρέωνε να απαντήσω συμβιβαστικά ότι το παγκάκι ανήκε σε όλους.
- Στοιχηματίζω ότι είσαστε Έλληνας, το κατάλαβα από την προφορά σας. Τι τύχη! Κι εγώ Έλληνας είμαι, κατ' ακρίβεια πρώην. Μην παραξενεύεστε. Είμαι γενικά ένα περιφερόμενο πρώην. Πρώην Συριανός, πρώην αριστοκράτης, πρώην κουμουνιστής, πρώην άθεος, πρώην καθηγητής, πρώην σύζυγος, πρώην εραστής, πρώην αξιοσέβαστος και νυν αξιοθρήνητος. Έχω ακόμη μια πρώην ιδιότητα την οποία άφησα για το τέλος επίτηδες, διότι είμαι σίγουρος ότι θα σας ενδιαφέρει αφού, όπως είπατε, σπουδάζετε στην Accademia di Belle Arti: είμαι πρώην ιστορικός τέχνης και σε λίγο θα είμαι πρώην λαϊκός διότι σκοπεύω να κλειστώ ως δόκιμος μοναχός σε τούτο το μοναστήρι. Ονομάζομαι Νικόλας Σαλτάς. Παράξενη που είναι η ζωή. Της ζητάς επίμονα κάποιον να μιλήσεις κι αυτή σου τον στέλνει όταν πλέον αδιαφορείς, σ’ τον κάνει δώρο όταν δεν τον έχεις ανάγκη.
Με χτύπησε ελαφρά στον ώμο.
- Αγαπητέ μου, θεωρώ ότι είσαι το τελευταίο δώρο του κοσμικού μου βίου, γι’ αυτό θα σου μιλήσω ανοιχτά. Συμβουλή πρώτη: ξέχνα την Ελλάδα. Η Ελλάδα τα παιδιά της όταν δεν τα διώχνει, τα τρώει. Σκέψου τον Φειδία που πέθανε στη φυλακή, τον Σωκράτη, τον Θεμιστοκλή, τον Αλκιβιάδη, τον Καρατζά, τον Κολοκοτρώνη, τον Ανδρούτσο και τόσους άλλους μέχρι τον υποφαινόμενο. Συμβουλή δεύτερη: αν συνεχίσεις να αγαπάς την τέχνη κι έχεις φιλοδοξίες, άλλαξε υπηκοότητα, γίνε Ιταλός, Γάλλος, Αμερικανός, οτιδήποτε εκτός από Γραικός. Ελλάδα και σύγχρονη τέχνη δεν θα συμπορευτούνε στον αιώνα τον άπαντα. Ο καλός Θεός αν θέλει να τιμωρήσει κάποιον τον κάνει ταλαντούχο και τον στέλνει στην Ελλάδα, ενώ αν θέλει να τον ευνοήσει τον κάνει τενεκέ και τον στέλνει πάλι στην Ελλάδα όπου σίγουρα θα διακριθεί. Πίστεψέ με. Στοιχηματίζω την υπόληψή μου.
- Νομίζω πως κάνετε λάθος, τον έκοψα διστακτικά.
- Και με ποιο δικαίωμα το νομίζεις; Μήπως προσπάθησες να πείσεις τους δεξιούς για τη σημασία του σύγχρονου πολιτισμού και δεν σε εξαπάτησαν, ή μήπως συνεργάστηκες με τους αριστερούς στο ίδιο θέμα χωρίς να απογοητευτείς;
Τα είπε όλα αρχικά οργισμένος, μετά μαλάκωσε.
- Με συγχωρείς τα έβαλα άδικα μαζί σου, εσύ άλλωστε είσαι το δώρο μου, μάρτυρας ότι στη ζωή μου υπήρξα πρώην θεωρητικός τέχνης κι επιπλέον συγγραφέας ενός βιβλίου σημαντικού μα άχρηστου που δυστυχώς για μένα ασχολείται αποκλειστικά με τους Έλληνες και την Ελλάδα.
Στο τέλος της φράσης έχωσε την παλάμη του σε μια πλαστική τσάντα που έγραφε με άσπρα γράμματα σε κόκκινο φόντο, Libreria Feltrinelli, και φανέρωσε ένα πάκο χαρτιά Α4. Στην πρώτη σελίδα δέσποζε χειρόγραφα ένα όνομα κι ένας τίτλος:
Νικόλα Σαλτά
Τα λάθη της «προοδευτικής διανόησης» στην Ελλάδα
Ρώμη 1966
- Βλέπεις εδώ; Η αντίθεσή μου ξεκινάει από το εξώφυλλο. Κανείς πριν από μένα δεν έχει βάλει λέξεις τίτλου σε εισαγωγικά. Ούτε για να υπαινιχθεί, πόσω μάλλον για να τονίσει αυτό που εγώ καταγγέλλω. Διότι αγαπητέ μου, ατολμία και πρόοδος δεν συμβάδισαν ποτέ. Ο διανοούμενος πρέπει να τολμάει, να μηβ διστάζει να καταστρέψει τον ίδιο του τον αυτό αν το απαιτούν η τέχνη, η έρευνα και η πρόοδος. Είσαι μάρτυρας της αλήθειας όσων υποστηρίζω ή, πιο σωστά, θα γίνεις.
Κι απροειδοποίητα, σχεδόν παρανοϊκά, έβγαλε από την τσέπη της καμπαρτίνας έναν αναπτήρα, τον άναψε, σήκωσε ψηλά το πακέτο με τα χαρτιά, κι έβαλε φωτιά.
- Υπολόγιζα να το κάνω μόνος πριν αποχαιρετίσω τα εγκόσμια, όμως η μοίρα θέλησε να μου στείλει μάρτυρα και μάλιστα ζωγράφο. Είναι σύμπτωση άραγε; Ιδού στην πυρά αυτοβούλως δέκα χρόνια δουλειάς χωρίς αντίγραφο. Προσθέτω μια ακόμα έντιμη αποτυχία στις τόσες της ζωής μου. Νεαρέ φίλε μου, η αυτοκαταστροφή είναι το τελευταίο οχυρό κάθε ελεύθερου διανοούμενου. Έχεις μπροστά σου έναν πρώην συγγραφέα.
Η φωτιά φούντωνε στα χέρια του. Για να μην καεί κι ο ίδιος, παράτησε τα χαρτιά, τα πήρε το αεράκι και τα σήκωσε ψηλά, οι καψαλισμένες σελίδες πέταξαν πάνω από τη Ρώμη, ταξίδεψαν στην άλλη άκρη της Μεσογείου και φτάνοντας στην Έφεσο, απόθεσαν τις καμένες λέξεις τους, στην εστία του παππού Ηράκλειτου.
Κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και έστιν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα.(3)
1 Κώστας Αξελός, Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία, εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1974.
2. Άγγελος Σ. Βλάχος Η Διαλείπουσα ζωή του Δημήτρη Σπέρη. Εκδόσεις Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 1997.
3. Αυτόν εδώ τον κόσμο, τον ίδιο για όλους, ούτε κανείς Θεός ούτε άνθρωπος τον έπλασε, αλλ' ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο.