Παράθυρο logo
Γιάννης Αγησιλάου : Μεταξύ θεάτρου και αρχιτεκτονικής
Δημοσιεύθηκε 01.02.2016 10:10
Γιάννης Αγησιλάου : Μεταξύ θεάτρου και αρχιτεκτονικής

Συνέντευξη στην Αναστασία Προκόπη Τάκη | Φωτογραφία: Ελένη Παπαδοπούλου

Δεν είχε ποτέ υπόψη του να ασχοληθεί με τη θεατρική γραφή. Ωστόσο το συμπτωματικό πρώτο ανέβασμα έργου του έδωσε ώθηση στον αρχιτέκτονα Γιάννη Αγησιλάου για να συνεχίσει. Πρόσφατα η ΕΘΑΛ ανέβασε το βραβευμένο έργο του "Η Συλλογή". Ο κ. Αγησιλάου μιλά στο "Π"


Με τον Γιάννη Αγησιλάου γνωρίστηκα ένα πρωινό στο λεωφορείο. Είχαμε ξεκινήσει μια σύντομη κουβέντα περί αρχιτεκτονικής και θεατρικής γραφής, η οποία συνεχίστηκε κάποια στιγμή μες στη βδομάδα εν είδει συνεντεύξεως. Ο Γιάννης Αγησιλάου είναι αρχιτέκτονας και θεατρικός συγγραφέας.


"Με την ολοκλήρωση των σπουδών, η χαρά της δημιουργίας ήταν έντονη, είχα μεγάλη αγωνία να δω τη διαδικασία υλοποίησης ενός δισδιάστατου σχεδίου στον χώρο. Είναι η στιγμή που θέτεις σε εφαρμογή όλα όσα είχες διδαχτεί σε θεωρητικό επίπεδο στη σχολή.


***


"Με την αρχιτεκτονική ασχολήθηκα πιο συνειδητά με την εισδοχή μου στη σχολή. Προηγουμένως κυρίως ζωγράφιζα: στο σχολείο, αργότερα στον στρατό. Προς τον κλάδο της αρχιτεκτονικής με προσανατόλισε η τότε καθηγήτρια της τέχνης, όταν έμαθε ότι είχα υπόψη μου να ακολουθήσω επαγγελματικά τη ζωγραφική. "Να γίνεις ζωγράφος και μετά τι; Σπούδασε αρχιτεκτονική και, αν τελικά δεν σου αρέσει, θα μπορείς ακόμα να ζωγραφίζεις". Τότε υπήρχε σχολή αρχιτεκτονικής μόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Εξασφάλισα μια θέση στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και μπαίνοντας στη σχολή το γενικότερο κλίμα με είχε ενθουσιάσει. Τη ζωγραφική τότε την είχα παρατήσει. Είχα ήδη αρχίσει να ασχολούμαι με το θέατρο.


***


"Η πιο ουσιαστική μου σχέση με τη γραφή είχε ξεκινήσει κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας. Ο γραπτός λόγος, η σε ημερολογιακή μορφή καταγραφή σκέψεων, εικόνων, εντυπώσεων ήταν για εμένα μια διέξοδος από τους ρυθμούς του στρατοπέδου. Οι πρώτες λέξεις προέκυψαν περισσότερο σαν μια φυσική εξέλιξη εκείνης της περιόδου. Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι τότε διάβαζα περισσότερο από ποτέ: σε κάθε μου έξοδο έβαζα στην τσάντα καινούργια βιβλία, τα οποία θα διάβαζα μέσα στο στρατόπεδο μέχρι την επόμενή μου άδεια.



Το καλαμάρισμαν αποτελεί ουσιαστικά μια διατύπωση των λέξεων καθαρά κυπριακή με όρους που τους θεωρούμε ορθώς ελληνικούς, μια αντίφαση στη γνησιότητα του λόγου.



"Έχω την εντύπωση ότι η πρώτη θεατρική παράσταση που παρακολούθησα ήταν στη Θεσσαλονίκη, ως φοιτητής. Προηγουμένως, πέρα από κάποιες επιθεωρήσεις που έτυχε να δω, δεν είχα κάποια επαφή με το θέατρο. Ενδεχομένως να ήταν πολύ καθοριστικό το γεγονός ότι μεγάλωσα στην Πάφο, στο πλαίσιο μιας οικογένειας που ουδεμία σχέση είχε με το αντικείμενο: η μητέρα μου είχε τελειώσει το δημοτικό, ο πατέρας μου έφτασε στη δευτέρα τάξη. Ήταν, όμως, άνθρωποι γνήσιοι, αυθεντικοί, με έντονο το στοιχείο της κυπριακής διαλέκτου. Αυτό, λοιπόν, το περιβάλλον έθεσε βάσεις γερές στο δικό μου γλωσσικό ένστικτο, το οποίο εμφανιζόταν αργότερα σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς μου.



"Θυμάμαι τον καθηγητή μας τότε στη σχολή, Νίκο Μουτσόπουλο, να μας προτρέπει: "Να κυνηγάτε ανθρώπους αταξίδευτους και αγράμματους".



"Η συγγραφή ενός θεατρικού κειμένου αποτελεί μια υπόθεση πολύ προσωπική, μια διαδικασία γραφής που διαφέρει ουσιαστικά από τα υπόλοιπα είδη. Ο θεατρικός συγγραφέας αναπτύσσει με τους ήρωες και το ίδιο το κείμενο μια σχέση στενή και ιδιάζουσα. Όταν μέσα από το κείμενο προκύπτει ένας ήρωας, μια θεατρική περσόνα, αυτή δεν είναι για μένα κάτι αφαιρετικό ή αφηρημένο: έχω υπόψη μου συγκεκριμένο ηθοποιό, με συγκεκριμένη φυσιογνωμία, συγκεκριμένη προφορά. Τη στιγμή, όμως, που θα προκύψει από κάποια ομάδα το ενδιαφέρον να ανεβεί το έργο, να υλοποιηθεί επί σκηνής, αυτό που ουσιαστικά συμβαίνει είναι ένα πάντρεμα της προσωπικότητας αυτής της λογοτεχνικής περσόνας με τον εκάστοτε ηθοποιό. Όταν πια θα κληθείς να παρακολουθήσεις από τη θέση του θεατή την παράσταση που γέννησε το κείμενό σου, τότε αυτόματα αποστασιοποιείσαι από αυτό που έγραψες, χωρίς να παύεις να το νιώθεις δικό σου.


***


"Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη Θεσσαλονίκη, το θέατρο με είχε κερδίσει. Παρακολουθούσα παραστάσεις θεατρικές πολύ τακτικά. Σε συνδυασμό με κάποια μαθήματα σκηνογραφίας που είχα επιλέξει στη σχολή, είχε αρχίσει να ωριμάζει μέσα μου η σκέψη να ασχοληθώ σοβαρά με το αντικείμενο, μιας και με την αρχιτεκτονική η σκηνογραφία είχε μια κοινή έννοια της χωρικής πύκνωσης. Με τη θεατρική συγγραφή, όμως, δεν είχα ποτέ υπόψη μου να ασχοληθώ.


***


"Όταν επέστρεψα από τις σπουδές, είχα γράψει ένα αφήγημα, άμεσα συνδεδεμένο με την αρχιτεκτονική. Το αφήγημα είχε τίτλο "Το σπίτι της οδού Μουσών". Αφορμή για αυτό το πρώτο κείμενο ήταν ένα εγκαταλελειμμένο κτίσμα, ένα ερείπιο στην Άνω Πόλη της Θεσσαλονίκης, το οποίο χρειάστηκε να μελετήσω για την εργασία ενός μαθήματος συντήρησης και αποκατάστασης. Στο πλαίσιο αυτού του εργαστηρίου ήρθα σε επαφή με κάποια πολύ προσωπικά στοιχεία των ιδιοκτητριών, η γνώση των οποίων μου είχε προκαλέσει μια τέτοια συναισθηματική φόρτιση, που ένιωθα την ανάγκη κάπου να τη διοχετεύσω. Κάπως έτσι, λοιπόν, προέκυψε η συγγραφή δύο αφηγημάτων: ο μονόλογος της εν ζωή κόρης που διαδεχόταν αυτόν της θανούσας μάνας. Χωρίς να ήταν μια εκ των προτέρων συνειδητή πρόθεση, οι δύο αυτοί μονόλογοι γράφτηκαν σε πρώτο πρόσωπο, κι έτσι όπως απευθύνονται σε κάποιον, μου έδωσαν την εντύπωση θεατρικού κειμένου. Για αυτή την πρώτη μου συγγραφική απόπειρα αποφάσισα να ζητήσω μια δεύτερη γνώμη. Πέρασα από το Θέατρο Ένα, βρήκα τυχαία εκεί στο φουαγιέ τον [Αντρέα] Χριστοδουλίδη και του έδωσα το κείμενο. Έπειτα από μερικές μέρες επικοινώνησε μαζί μου για να μου ανακοινώσει ότι ενδιαφέρονται να ανεβάσουν "Το σπίτι της οδού Μουσών". Οπότε καταλαβαίνεις ότι η πρώτη μου επαφή με τη θεατρική συγγραφή ήταν αρκετά συμπτωματική. Περιττό να αναφέρω ότι η εμπειρία αυτή της υλοποίησης του έργου επί σκηνής ήταν συναρπαστική, είχα γλυκαθεί, και θα ήταν πολύ πιθανόν να μην ασχολιόμουν ποτέ ξανά με το γράψιμο εάν η πρώτη αυτή επαφή δεν είχε αίσια έκβαση.


***


"Η καθημερινότητά μου χωρίζεται σε τρία επιμέρους τμήματα: στον χρόνο που αφιερώνω στην αρχιτεκτονική, τον επαγγελματικό και πιο απαιτητικό χρόνο, σε αυτόν που αφιερώνω στην οικογένειά μου, και στο μέρος αυτό το μικρό που απομένει μες τη μέρα για να γράψω ή να διαβάσω κάτι. Μέσα από αυτό το στενό χρονικό περιθώριο προέκυψε και το έργο "Η Συλλογή", το οποίο ξεκίνησα να γράφω σε ανύποπτο χρόνο και αποσπασματικά, λόγω έλλειψης αυτής της χρονικής επάρκειας που θα μου επέτρεπε να το δουλέψω με μια συνέχεια και μια συνέπεια. Έπειτα από πολλαπλές και συνεχείς περιόδους επεξεργασίας του κειμένου, κι όταν είχα νιώσει ότι ολοκληρώθηκε και ήρθε η στιγμή να βγει προς τα έξω, το υπέβαλα στην ΕΘΑΛ για τον θεατρικό διαγωνισμό σε μνήμη Κωστή Κολώτα, μέσα από τον οποίον απέσπασε το πρώτο βραβείο.


***


"Χρειάζεται χρόνος για να γραφτεί ένα θεατρικό κείμενο, συνήθως γύρω στα δύο χρόνια, ίσως και περισσότερο εάν δεν ασχολείσαι με αυτό εντατικά. [...] Τώρα πια, έπειτα από μια κάποια εμπειρία, ξέρω πότε τελειώνει, πότε ολοκληρώνεται ένα έργο: όταν έρθει η στιγμή που το κείμενο φαίνεται να έχει πάρει την τελική του μορφή, το αφήνω συνειδητά στην άκρη, και απαγορεύω στον εαυτό μου να το ακουμπήσει για έναν μήνα. Τότε το προσεγγίζω εκ νέου και κάνω επιμέρους επεμβάσεις που θεωρώ πως βελτιώνουν το έργο στο σύνολό του. Τη διαδικασία αυτή την επαναλαμβάνω μέχρις ότου νιώσω ότι οι αλλαγές αυτές παύουν να είναι ουσιώδεις. Το έργο -το θεατρικό, το αρχιτεκτονικό, το γλυπτικό- έχει ολοκληρωθεί ουσιαστικά όταν δεν υπάρχει τίποτε άλλο να αφαιρέσεις.